Sunday, April 18, 2010

Quotation(s): Antiracism (I)

Δύο παραπομπές, η μία αντλούμενη από το αστυνομικό μυθιστόρημα και η άλλη από την ιστοριογραφία, μας βοηθούν να συλλογιστούμε τα όρια μιας συγκεκριμένης αντιρατσιστικής στρατηγικής.

Παραπομπή πρώτη: Από το βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη, «Παλιά, πολύ παλιά» (Γαβριηλίδης, 2008).

(Διάλογος μεταξύ δύο αστυνομικών, ενός Τούρκου και ενός Έλληνα, οι οποίοι συνεργάζονται στην Κωνσταντινούπολη για την εξιχνίαση μιας σειράς δολοφονιών επί Ελληνικού και Τουρκικού εδάφους. Ανοίγει την αντιπαράθεση ο Τούρκος αστυνομικός, η οποία ακολουθείται από τον σχολιασμό του Έλληνα αφηγητή και συνομιλητή του):

«Αν βάλουμε τη φωτογραφία μιας Ρωμιάς, και μάλιστα από τον Πόντο, και πούμε ότι σκότωσε ως τώρα δυο ανθρώπους στην Ισταμπούλ, και ο ένας μάλιστα είναι Τούρκος, όλοι οι Ρωμιοί θα είναι από αύριο στόχος. ...».

Δεν περίμενα αυτό το επιχείρημα και άθελά μου μού ξεφεύγει μισή χοντράδα. «Πώς και σε νοιάζει τόσο πολύ να μην πάθουν κακό οι Ρωμιοί;»

Δε μου απαντάει αμέσως, αλλά τραβάει το περιπολικό στο πεζοδρόμιο και διπλοπαρκάρει. «I am a child of the turkish [sic] minority in Germany» μου εξηγεί. Κάθε φορά που ένας Τούρκος σκότωνε, έκλεβε ή έδερνε, έφταιγε όλη η μειονότητα, γιατί μας θεωρούσαν όλους τους ίδιους». ...

Προσπαθώ να το ρίξω στην πλάκα. «Τα παραλές κάπως, αλλά εντάξει. Ας τ’ αφήσουμε για την ώρα».

Tο είπα για να τον ηρεμήσω, αλλά αυτός ανάβει ακόμα πιο πολύ. «Γιατί ανήκεις κι εσύ στην πλειονότητα και δεν μπορείς να καταλάβεις τι θα πει να είσαι μειονότητα» μου λέει τσαντισμένος. «Δεν καταλαβαίνεις την ανασφάλεια, το φόβο που κουβαλάει μέσα της, το μίσος που μπορεί να ξεσπάσει με την παραμικρή αφορμή. Καμιά πλειονότητα δεν κατάλαβε ποτέ τις μειονότητες. Εγώ καταλαβαίνω τους Ρωμιούς καλύτερα από σένα» (216–217).

Στην παραπάνω στιχομυθία, ο Μάρκαρης στρέφει την προσοχή μας σε μια νευραλγική διάσταση της συζήτησης περί αντιρατσισμού: Είναι δυνατόν ένας πολίτης που κολυμπάει στα προνόμια και τις ανέσεις της πλειονότητας να καταλάβει κατάβαθα την ευάλωτη θέση του καθενός μειονοτικού, και επομένως να τον συμπονέσει και να τον συμπαρασταθεί; Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να ταυτιστεί συναισθηματικά με το μειονοτικό άλλο χωρίς να έχει βιώσει κατάσαρκα ο ίδιος την εμπειρία του τελευταίου, μια εμπειρία που κάνει κάποιον να αισθάνεται τιποτένιος, τόσο δα μικρός; Μια εμπειρία που, για να θυμηθούμε και το «America America» του Ελία Καζάν, και εξαγριώνει και αναγκάζει πολλές φορές να καταπίνεις τον θυμό με ένα χαμόγελο που όσο πιο πολύ πλαταίνει για να ευχαριστήσει τόσο αυξάνει την υποταγή, τον εξευτελισμό, και την αυτοπεριφρόνηση;

Παίζονται πολλά στο πως θα απαντήσει κανείς αυτήν την ερώτηση. Αν η απάντηση είναι καταφατική τότε θα μπορούσε ο αντιρατσιστικός λόγος να βασιζόταν σε μια πολιτική της συμπόνιας. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις έχουν πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του Ελληνοαμερικανικού αντιρατσισμού.

Η ιστορικός Helen Papanikolas για παράδειγμα, όπως έχω επισημάνει αλλού (http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=68434), ανασύρει μνήμες από την ρατσιστική περιφρόνηση την οποία βίωσε ως κόρη Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική του 1920 προσκαλώντας τους βολεμένους πλέον Ελληνοαμερικανούς να αντλήσουν από αυτήν την εμπειρία της περιφρόνησης που στιγμάτισε τους γονείς και παππούδες τους ώστε να ταυτιστούν με την εμπειρία των μειονοτήτων και να αγωνιστούν εναντίον των οποιονδήποτε κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τους μειώνουν.

Φοβάμαι όμως ότι μια τέτοια στρατηγική είναι περορισμένου βεληνεκούς. Όπως επισημαίνουν ιστορικοί και ανθρωπολόγοι, βιώματα και μνήμες αποκλεισμού δεν οδηγούν απαραίτητα σε αλληλεγγύη μεταξύ αδύναμων ομάδων ή ατόμων. Η Ιωάννα Λαλιώτου το θέτει ξεκάθαρα, στην δεύτερη παραπομπή που μας αφορά εδώ, από το βιβλίο της «Διασχίζοντας τον Ατλαντικό: Η Ελληνική Μετανάστευση στις ΗΠΑ κατά το Πρώτο Μισό του Εικοστού Αιώνα» (Πόλις, 2006):

«[Η] πολιτισμική κληρονομιά της μεταναστευτικής εμπειρίας δεν μπορεί αφ’ εαυτής να λειτουργήσει ως εμβόλιο ενάντια στον σύγχρονο ρατσισμό και την ξενοφοβία. Η εμπειρία της μετανάστευσης, ..., συχνά οδήγησε τη μεταναστευτική κουλτούρα και τις νοηματοδοτήσεις του εαυτού να εσωτερικεύσουν τους ιεραρχικούς λόγους περί φυλετικής και πολιτισμικής ανισότητας και ανωτερότητας» (367).

Αν η λοιπόν η ιστορία των μεταναστών και των παιδιών τους μας διδάσκει κάτι, αυτό είναι ένας έντονος σκεπτικισμός όσον αφορά την αποτελεσματικότητα μιας αντιρατσιστικής στρατηγικής βασισμένης στην συμπόνια των βολεμένων προς τους ευάλωτους. Με άλλα λόγια το να υπενθυμίζει κανείς τους Έλληνες και Ελληνοαμερικανούς, «κοιτάξτε, μας εξευτέλισαν τότε στην Αμερική ή στην Γερμανία ας μην κάνουμε και εμείς τα ίδια στους νεοφερμένους ή τους μη λευκούς» αποτελεί μια πολιτική περιορισμένης εμβέλειας.

Είναι λοιπόν αναγκαίο να εξετάσουμε εναλλακτικές στρατηγικές. Αυτό το θέμα θα απασχολήσει το επόμενο σημείωμά μου, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελληνοαμερικανική περίπτωση.

No comments:

Post a Comment