Sunday, March 12, 2023

Βιβλιοκριτική, Γεωργίας Χαρπαντίδου, Σάρκα και Οστά της Μακρινής Πατρίδας


Σκέψεις για το βιβλίο της Γεωργίας Χαρπαντίδου, Σάρκα και Οστά της Μακρινής Πατρίδας: Η ιστορία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας από την ίδρυσή της μέχρι το 1972 (2022). Αθήνα: Θεμέλιο.


«Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης: Αγώνας για Ιδεολογική Επικράτηση ––Ανταγωνισμός μεταξύ Κοσμικής και Θρησκευτικής Προσέγγισης». Νέος Κόσμος, Μάρτιος 9, 2023.

Για ποιο λόγο η Χριστιανικότητα των πρωτοπόρων Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία υπήρξε αναγκαία για την ίδρυση της κοινότητας στην Μελβούρνη; Πώς εξηγείται ότι οι μετανάστες από τα Ιόνια νησιά αντιπροσωπευόταν δημογραφικά δυσανάλογα με το μέγεθος της πατρίδας τους; Γιατί η Κοινότητα Μελβούρνης, αλλά και άλλες στην Αυστραλία, νομιμοποίησαν την εξουσία τους «στην αντίληψη της πρωτοκαθεδρίας της κοσμικής, δημοκρατικής διαχείρισης και αντιπροσώπευσης της ελληνικής παροικίας» σε αντίθεση με την ενοριακή οργάνωση των κοινοτήτων κάτω από εκκλησιαστική εξουσία που επικράτησε στις Ηνωμένες Πολιτείες;

Είμαστε σε θέση να απαντήσουμε αυτές τις ερωτήσεις –μεταξύ πλήθους άλλων– χάριν στην μελέτη «Σάρκα και Οστά της Μακρινής Πατρίδας» της Γεωργίας Χαρπαντίδου η οποία αξιοποίησε την ύπαρξη των αρχειακών πηγών της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας, του πανεπιστημίου Le Trobe, και τα αρχεία του κράτους. Η επεξεργασία αυτού του ιστορικού υλικού μας μεταφέρει σε πολύπλευρες πτυχές του παρελθόντος μας, προσφέροντας το ανεκτίμητο κοινωνικό αγαθό της ιστορικής μνήμης.

Πρόκειται για μια λεπτομερειακή μελέτη επισήμων εγγράφων τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρακτικά συνελεύσεων, αλληλογραφία, καθώς και την πρόσληψη σημαντικών γεγονότων από τον ελληνόφωνο και αγγλόφωνο τύπο της εποχής. Η ανάλυση ιχνηλατεί τους μετασχηματισμούς που διαδραματίστηκαν στην Κοινότητα από την ίδρυσή της το 1897 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 φέρνοντας στο προσκήνιο ιστορικές αποφάσεις, δράσεις, διαφωνίες, συγκρούσεις καθώς και τρόπους διευθέτησης κρίσεων.

Το βιβλίο αποτελεί τεράστια συμβολή αυτογνωσίας. Τα παιδιά και τα εγγόνια των μεταπολεμικών μεταναστών θα βρουν σαφείς εξηγήσεις για τις αιτίες και συνθήκες που οδήγησαν τους δικούς τους στην ξενιτιά. Οι κόρες τους και τα παιδιά τους θα λάβουν απαντήσεις σχετικά με τον γενικό αποκλεισμό αρχικά των γυναικών από την ανδροκρατούμενη κοινότητα και αργότερα από την διοίκησή της. Στις λίγες περιπτώσεις που το βιβλίο κατονομάζει τον ρόλο της δεύτερης γενιάς στα διοικητικά της Κοινότητας και οργανισμών, ο αναγνώστης προσλαμβάνει την σφοδρότητα των ανταγωνισμών αλλά και κινήσεων συμφιλίωσης. Τα μέλη του αθλητικού συλλόγου Ολυμπιακός για παράδειγμα, νέοι γεννημένοι στην Αυστραλία και με «επαφές με αριστερές οργανώσεις», θα στηλιτεύσει το Δ.Σ. της Κοινότητας τους –παλιούς– για υποκρισία και εθνικοφροσύνη, ενώ θα δει τον εαυτό της ως την πρωτοπόρα γενιά που «τραβά μαζί της την πρόοδο της ανθρωπότητας» (196).

Για αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την εσωτερική παροικιακή πολιτική, το βιβλίο προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία παρακολούθησης «από κοντά» της πολύπλοκης σκακιέρας που αναδιπλωνόταν ανταγωνιστικά επί μονίμου βάσεως: δράσεις με στόχο την διοικητική επικράτηση και τους ελιγμούς τακτικής που τις συνόδευαν· εξοβελισμός πολιτικών αντιπάλων, διαφωνίες, συγκρούσεις, διαπραγματεύσεις.

Πέρα από την συνεισφορά του στην τοπική μνήμη όμως, το βιβλίο συμβάλλει ευρύτερα στον τρόπο που συλλογιζόμαστε το θέμα «συλλογική δράση» στην διασπορά. Καταδεικνύει ότι οι Κοινότητες στην Αυστραλία δεν αποτελούσαν γεωγραφικά μεμονωμένα φαινόμενα. Αντίθετα, διαμορφώθηκαν στα πλαίσια ενός δικτύου θεσμικών σχέσεων ανά τον κόσμο.

To δίκτυο στην περίπτωσή της Κοινότητας κατά την διάρκεια της περιόδου υπό εξέταση περιλάμβανε την Ελληνική κυβέρνηση και τα Προξενεία της, την Εκκλησία της Ελλάδας, Ορθόδοξα Πατριαρχεία όπως το Οικουμενικό και των Ιεροσολύμων, και τις πολιτικές αρχές της Αυστραλίας. Αυτή η γεωπολιτική τοποθέτηση διευρύνει την κατανόησης της διαμόρφωσης της παροικίας εμπλέκοντας το τοπικό (Μελβούρνη) με το διεθνικό (Ελλάδα), το παγκόσμιο (οικουμενική Ορθοδοξία), το διαπεριφερειακό (κοινότητες Μελβούρνης, Σύδνεϋ και άλλες) καθώς και το εθνικό (Αυστραλία).

Μία από τις πιο σημαντικές συμβολές του βιβλίου είναι η χαρτογράφηση των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων θεσμών, ο σαφής προσδιορισμός των επιδιώξεων του καθενός, οι τακτικές συμμαχίες, και ο αγώνας για ιδεολογική επικράτηση.

Την διαμόρφωση της Κοινότητας διέτρεξε ιστορικά ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ της κοσμικής και θρησκευτικής προσέγγισης στην οργάνωση της διασποράς. Το κοσμικό παράδειγμα των κοινοτήτων στην Αίγυπτο, Καναδά, Αυστραλία και αλλού πρεσβεύει την θεσμική τοπική αυτονόμηση στις θρησκευτικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές αρμοδιότητες της κοινότητας μέσα από διαδικασίες δημοκρατικής αυτοδιοίκησης. Το θρησκευτικό μοντέλο, το οποίο έχει επικρατήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες –και αποτελούσε σταθερό σημείο αναφοράς στις διαμάχες στην Αυστραλία– προκρίνει την ενοριακή ρύθμιση όπου οι δραστηριότητες της κοινότητας διευθύνονται από τις λαϊκοκληρικές συνελεύσεις κάτω από την αιγίδα της αρμόδιας Εκκλησιαστικής αρχής.

Η σφοδρότητα της αντιπαράθεσης εξηγείται λόγω της τεράστιας σημασίας του θέματος που διακυβεύεται: η απόκτηση εξουσίας να ορισθεί και να διαμορφωθεί μέσω των ελεγχόμενων εκπαιδευτικών και πολιτισμικών θεσμών η Ελληνική ταυτότητα στην διασπορά. Αντιπροσωπεύει ο ελληνισμός ένα ποικιλόμορφο πολιτισμικό μόρφωμα ή θα έπρεπε να εξισωθεί με την Ορθοδοξία;

Η απάντηση της Kοινότητας στις αρχές του εικοστού αιώνα –σύμφωνα με το πρώτο καταστατικό στην συνέλευση της 31 Αυγούστου του 1902– και ο ακόλουθος ιστορικός αγώνας επικεντρώθηκαν στην καλλιέργεια του αυτοδιοικούμενου κοσμικού μοντέλου το οποίο ακόμη την καθορίζει. Η κομβική ιστορική στιγμή αυτού του προσανατολισμού έχει αφετηρία στην νεωτερική οργάνωση της διασποράς τον 19ο αιώνα όταν κοινότητες θα αρχίσουν να αυτοπροσδιορίζονται ως πρωτίστως εθνικές, ως προέκταση του υπερεδαφικού έθνους και όχι ως προέκταση του Ορθόδοξου οικουμενικού χώρου το οποίο επικρατούσε κατά την διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η κοσμική εξουσία της Κοινότητας αποτελούσε απόρροια αυτής της μετάβασης από το θρησκευτικό προβάδισμα στο κοσμικό. «Η θρησκευτική ταύτιση με την Ορθοδοξία συμπεριλαμβανόταν», όπως διευκρινίζει η συγγραφέας, «στον πρωταρχικό τους εθνικό προσδιορισμό ως Ελλήνων» (74). Η μελέτη της συγγραφέως οργανώνεται από αυτόν τον άξονα: την κατανόηση των συνθηκών και δράσεων που επέτρεψαν την κοινότητα να διατηρήσει την κοσμική αυτονομία της

Το «Σάρκα και Οστά της Μακρινής Πατρίδας» δεν συμβάλλει απλώς στην κατανόηση του παρελθόντος· λειτουργεί πρόσθετα ως φορέας ιδεών για δράσεις στο παρόν. Τι απτές χρήσεις μας προσφέρει; Πρώτον, μας υπενθυμίζει την πρωταρχική σημασία της συστηματικής δημιουργίας αρχείων για το μέλλον. Συνδράμει επίσης στην ανάγκη να διευρυνθεί το εύρος της ιστορικής έρευνας σήμερα. Το αρχείο δεν αποτελεί ουδέτερη μορφή γνώσης, αλλά αντανακλά τις σχέσεις εξουσίας που κατέγραψε. Στο αρχείο της Κοινότητας τα δρώμενα υποκείμενα των οποίων τα βιογραφικά στοιχεία παρατίθενται είναι εύποροι άνδρες· οι πηγές είναι σιωπηλές όμως για το τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες βίωσαν τις διαδικασίες αποκλεισμού τους και θεσμικής περιθωριοποιήσεως. Ή για το πώς διαπραγματεύθηκαν την θέση τους στην παροικία τα παιδιά από μεικτούς γάμους. Επιπλέον, η φωνή των εργατών και των αριστερών ακούγεται κυρίως μέσω από τις εφημερίδες που τους εκπροσωπούσαν και από τον στιγματισμό τους ως «εθνικών προδοτών» από την εθνικόφρονη παροικιακή συμμαχία κατά την διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974). Το πλούσιο αρχείο είναι επίσης ένα αρχείο αποσιωπήσεων.

Αντιπροσώπευε τελικά η κοινότητα την «κιβωτό της φυλής», την «Όασις -Πατρίς», την «σάρκα και οστά της μακρυνής Πατρίδας» (280) όπως διακηρύχθηκε σε μια από τις συνεδριάσεις της κοινότητας το 1972, την χρονιά που κλείνει η αυλαία της μελέτης; Το βιβλίο καταδεικνύει την ρυθμιστική λειτουργία της ιδεολογίας που θέλει την διασπορά ως οργανική προέκταση του έθνους. Τέτοιες θεωρήσεις, επισημαίνει η συγγραφέας, «συγκαλύπτουν την ετερογένεια των πληθυσμιακών ομάδων και των αντίστοιχων πολιτισμικών τους συστημάτων» (17-18). Θα ήταν ευχής έργον η επεξεργασία του αρχείου να συνεχιστεί και να καλύψει την επόμενη ιστορική περίοδο (1972-) κατά την οποία η αυξανόμενα ετερογενής πλέον Κοινότητα, τώρα στα νέα πλαίσια της πολιτισμικής Αυστραλίας, συνέχισε τον αγώνα της για την καθολική της εκπροσώπηση.

Γιώργος Αναγνώστου