Saturday, December 2, 2023

Ελληνοαμερικανικοί τόποι. Η μελέτη, η έρευνα και η αρχειακή συλλογή της ελληνοαμερικανικής εμπειρίας. [Greek American Topoi: The study, research, and the archival collection of the Greek American experience]


Originally published in The Books’ Journal, Τεύχος 104, Δεκέμβριος, 2019.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριζόταν κανείς ότι κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τουλάχιστον διαδραματίζεται μια άνθηση της πολιτιστικής παραγωγής για το ελληνοαμερικανικό φαινόμενο τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις ΗΠΑ. Ιστορικοί, κριτικοί λογοτεχνίας, μεταφραστές, εκδότες, λογοτέχνες, μουσικοί, ποιητές, κινηματογραφιστές, συνθέτες, λαογράφοι και δημοσιογράφοι, μεταξύ άλλων, ελκύονται από το φαινόμενο, το αποδίδουν και το εξετάζουν πολύπλευρα.

Πρόκειται για μια πολιτιστική παραγωγή ποιότητας της οποίας η αξία έχει αναγνωριστεί διεθνώς. Να αναφέρω ως παραδείγματα τα βραβευμένα μυθιστορήματα του Jeffrey Eugenides «Middlesex» και της Κάλλιας Παπαδάκη «Δενδρίτες»· την πρωτοποριακή βιογραφία του Zeese Papanikolas «Buried Unsung: Louis Tikas and the Ludlow Massacre», η οποία έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά· το ποιητικό αφήγημα του David Mason Ludlow: A Verse-Novel, το οποίο έχει αναλυθεί από πανεπιστημιακούς· τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Τζωρτζ Πελεκάνος, πολλά από τα οποία είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα· τη λογοτεχνική μελέτη του Γιώργου Καλογερά «Ιστορίες της Πατρίδος μου»· το πρόσφατο μυθιστόρημα του Χρήστου Αστερίου «Η Θεραπεία των Αναμνήσεων»· το μουσικό δρώμενο «Καφέ Αμάν Αμέρικα»· τα ντοκιμαντέρ της Μαρίας Ηλιού «Το Ταξίδι μου», και της Φρόσως Τσούκα «Λάντλοου: Οι ΄Ελληνες στους Πολέμους του Άνθρακα»· την ποίηση του Χρήστου Τσιάμη· το καθηλωτικό «Astoria» της Elli Paspala· το πρότζεκτ αρχειοθέτησης «Ελληνική Μουσική στην Αμερική», που τιμήθηκε πρόσφατα με επιχορήγηση από το National Endowment for the Arts. Αυτά αποτελούν απλώς μερικά ενδεικτικά παραδείγματα μεταξύ αρκετών άλλων, και κάποιων που πρόκειται σύντομα να δουν το φως της δημοσιότητας.

Τα αφηγήματα αυτά είναι αποτέλεσμα της διακίνησης γνώσεων, ανθρώπων και κεφαλαίων στο διεθνικό πεδίο που διαμορφώνεται μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας – της «Greek America». (1) Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη Νύφες, για παράδειγμα, βασίστηκε στο αρχειακό υλικό που εντοπίστηκε στο μουσείο της Νήσου Έλις, ενώ αποτελεί επίσης ελληνοαμερικανική συμπαραγωγή. Παρόμοια, η ιστορική μελέτη της Ιωάννας Λαλιώτου Διασχίζοντας τον Ατλαντικό απαίτησε έρευνα σε αρχεία στις ΗΠΑ και μελέτη μονογραφιών οι οποίες παράχθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από αμερικανικά πανεπιστήμια.

Η προσέγγιση του ελληνοαμερικανικού φαινομένου ως πεδίου διεθνικής πολιτιστικής διακίνησης τονίζει τη σημασία του διαμεσολαβητικού ρόλου των ατόμων και των θεσμών σε αυτήν τη διαδικασία. «Πολιτιστικοί εργάτες», όπως οι εκδότες, οι μεταφραστές, οι καλλιτέχνες και οι ερευνητές, δημιουργούν διαύλους γνώσης, απόλαυσης και διαλόγου μεταξύ των Ελληνοαμερικανών και των Ελλήνων. Οργανισμοί όπως το Fulbright Greece, το Ίδρυμα Νιάρχος, καθώς και Νεοελληνικά Προγράμματα στις ΗΠΑ, χρηματοδοτούν έρευνες σε ελληνοαμερικανικά θέματα.

Η επένδυση αυτή εξοικειώνει το ελληνικό κοινό με την ελληνοαμερικανική εμπειρία και τέχνη. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε περί του εργατικού κινήματος των ελλήνων εργατών στις ΗΠΑ μέσα από ντοκιμαντέρ όπως το Ταξισυνειδησία. Τα τραγούδια και η μουσική των μεταναστών έγιναν ευρέως γνωστά στην Ελλάδα μέσω του νεοϋρκέζικου συγκροτήματος Café Aman America, ενώ πιο πρόσφατα επανερμηνεύτηκαν από τους Τακίμ Καφέ Αμάν Αμέρικα. Αυτή η κυκλοφορία φέρνει τους Ελληνοαμερικανούς πιο κοντά μας, τους κάνει λιγότερο άγνωστους. Να αναφέρω ένα προσωπικό παράδειγμα: το 2018 βίωσα μια «κλασική» ελληνοαμερικανική στιγμή στο Χαλάνδρι, όταν όλο το κοινό σε συναυλία των Τακίμ συνευρέθηκε στο χώρο της ποιητικής διγλωσσίας: «γιατί μωρό μου sweet heart / να με πληγώνεις τόσο hard?».

Με αυτή την αρχική επισκόπηση κατά νου, ας εστιάσουμε σε ένα συγκεκριμένο τόπο αυτού του χάρτη, τη συστηματική μελέτη, έρευνα, και αρχειακή συλλογή της ελληνοαμερικανικής εμπειρίας και έκφρασης στις ΗΠΑ. ΄Οσον αφορά τα αρχεία, εντοπίζουμε τουλάχιστον τρία πεδία δράσης: (α) Εθνοτικά μουσεία και κοινότητες· (β) αρχεία εταιρειών μελέτης της ιστορίας, όπως το The Balch Institute στη Φιλαδέλφεια· (γ) πανεπιστημιακές συλλογές, όπως το αρχείο του Θεόδωρου Σαλούτου στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, καθώς και συλλογές εποπτευόμενες από προγράμματα ή κέντρα νεοελληνικών σπουδών, όπως το Tsakopoulos Hellenic Collection στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σακραμέντο και το The Pyrros Papers στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Ταυτόχρονα υπό δημιουργία βρίσκεται και το ελληνοαμερικανικό αρχείο του Queens College.

Ο τομέας της έρευνας, της διδασκαλίας και γενικώς της προώθησης της επιστημονικής γνώσης για τους Ελληνοαμερικανούς υπηρετείται κυρίως από δύο φορείς. Πρώτον, είναι οι ερευνητές που λειτουργούν κυρίως έξω από το πανεπιστημιακό πλαίσιο. Οι ιστορικοί Helen Papanikolas, Dan Georgakas, Steve Frangos και η λαογράφος Tina Bucuvalas είναι ερευνητές και ερευνήτριες που συνέβαλαν σημαντικά και με διάφορους τρόπους στον εμπλουτισμό της γνώσης μας. Είναι αξιοσημείωτο ότι αρκετοί από τους παραπάνω λειτουργούν με πολλούς ρόλους ταυτόχρονα: αυτοβιογραφούνται, συγγράφουν βιογραφίες των μεταναστών γονέων τους, αρθρογραφούν, δημοσιεύουν ποίηση, συγγράφουν επιστημονικά βιβλία και άρθρα, εκδίδουν περιοδικά, συμβάλλουν στη διατήρηση της υλικής και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Η πιο γνωστή προσωπικότητα στην Ελλάδα είναι ο Νταν Γεωργακάς, κυρίως μέσω του ντοκιμαντέρ Ο Επαναστάτης της Διασποράς και της αυτοβιογραφίας Το Δικό μου Ντιτρόιτ. Σημειωτέον ότι ελληνοαμερικανοί ερευνητές και λογοτέχνες οι οποίοι γεννήθηκαν πριν από το 1950, συμπεριλαμβανομένων των Harry Mark Petrakis, Elaine Thomopoulos, και Thomas Doulis, συνέχισαν και συνεχίζουν να παράγουν έργο μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

Κάποιοι από τους παραπάνω ερευνητές συνεργάζονται με το δεύτερο φορέα ελληνοαμερικανικής μάθησης στις ΗΠΑ, τους πανεπιστημιακούς. Το αφιέρωμα για τον ελληνοαμερικανικό κινηματογράφο στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Modern Hellenism είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Δεύτερο παράδειγμα είναι η πολύχρονη συνεργασία του Γεωργακά με τον ιστορικό Αλέξανδρο Κιτροέφ στη συνέκδοση του Journal of the Hellenic Diaspora. Ακόμη ένα αποτελεί η πρόσφατη ανθολογία κειμένων και μελετών στον τόμο Greek Music in America. Η σχέση μεταξύ των ακαδημαϊκών και των εξωπανεπιστημιακών ερευνητών, βεβαίως, δεν είναι πάντοτε αρμονική. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι δεύτεροι καταγγέλλουν τους πρώτους ότι δεν καλλιεργούν στο μέγιστο δυνατόν την έρευνα για το ελληνοαμερικανικό πεδίο.

Στο χώρο του αμερικανικού πανεπιστημίου, τα νεοελληνικά προγράμματα σπουδών έχουν να επιδείξουν μια σύνθετη σχέση με το ελληνοαμερικανικό γνωστικό αντικείμενο, η οποία σημειωτέον δεν μπορεί να γενικευθεί. Κάποια προγράμματα, όπως αυτά στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, επένδυσαν στη διδασκαλία, στη διοργάνωση συνεδρίων, στη δημιουργία και τον εμπλουτισμό του αρχειακού υλικού, κυρίως με τη συλλογή προφορικών μαρτυριών από μετανάστες και από τα παιδιά τους. Άλλα προσφέρουν υποτροφίες που μεταξύ άλλων υποστηρίζουν τόσο μεταπτυχιακούς φοιτητές, όσο και καθηγητές ειδικευόμενους σε ελληνοαμερικανικά θέματα. Τα πανεπιστήμια του Columbia και του Princeton έχουν πρωτοστατήσει σε αυτό τον τομέα. Πολλά πανεπιστήμια συμπεριέλαβαν στα προγράμματά τους την παρουσίαση των ελληνοαμερικανικών γραμμάτων στις τοπικές κοινότητες. Κάποια χρηματοδοτούν την έκδοση βιβλίων. Κάποια άλλα, όπως το University of Michigan, καλλιεργούν την έρευνα στο ευρύτερο διεθνικό πεδίο που αφορά τον ελληνοαμερικανικό κόσμο, ενώ το πρόγραμμα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο ενέταξε την έρευνα για τους ελληνοαμερικανούς και τη διασπορά στους κεντρικούς στόχους του. Η Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών στις ΗΠΑ (MGSA) υποστηρίζει υλικά και συμβολικά τις πρωτοβουλίες προώθησης των ελληνοαμερικανικών σπουδών με τη δημιουργία βιβλιογραφιών, τον εντοπισμό αρχείων και την έκδοση επιστημονικών περιοδικών.

Χάρη σε αυτές τις δραστηριότητες διαθέτουμε μελέτες για τους ποιητές Nicholas Samaras και George Economou, τον συγγραφέα Harry Mark Petrakis, την ιστορικό Helen Papanikolas, τον συνδικαλιστή Louis Tikas, τη φεμινίστρια ακτιβίστρια Constance Callinicos, καθώς και για τη λαϊκή κουλτούρα (popular culture), με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις ταινίες My Big Fat Greek Wedding και My Life in Ruins. Αυτή η αξιόλογη επένδυση όμως δεν είναι αρκετή. Απουσιάζει ο κρίσιμος όγκος των αναλυτών οι οποίοι θα ήταν σε θέση να καλύψουν την κυριολεκτικά αλματώδη δημιουργία νέων κειμένων, αλλά και παγιωμένων φαινομένων. Τα φεστιβάλ στην Αμερική, η κωμωδία, η κοινωνική σάτιρα, οι πολιτιστικές και πολιτικές πρακτικές διάφορων φορέων, η προφορική μαρτυρία, η ποίηση, το θέατρο, οι προφορικές ιστορίες, η διατροφική κουλτούρα δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς.

Δεν είναι λοιπόν τυχαία η εξής αναντιστοιχία που έχει αρχίσει να διαφαίνεται σε αυτό το ρευστό τοπίο: Μπορεί να είμαστε μάρτυρες μιας πλούσιας κυκλοφορίας ελληνοαμερικανικών κειμένων, αλλά όλη αυτή η παραγωγή και η κατανάλωση δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη πυκνότητα των αναλύσεων των κειμένων. Αξιόλογα μυθιστορήματα στα ελληνικά με θέμα την ελληνοαμερικανική εμπειρία δεν συζητιούνται από πανεπιστημιακούς. Το έργο τού πρόσφατα εκλιπόντος ελληνοαμερικανού ποιητή Γιώργου Οικονόμου, καθώς και αυτό της Ελένης Σικελιανού δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Η ανταλλαγή ιδεών μεταξύ πανεπιστημίου και δημόσιας σφαίρας είναι περιορισμένη, κάτι που επιβραδύνει τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για τη στοχαστική εμβάθυνση, τις νέες ιδέες και τις καινοτόμες ερμηνείες. Με άλλα λόγια, ο δημόσιος διάλογος για τη σημασία του φαινομένου θα μπορούσε να είναι εντονότερος. Το γεγονός ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υφίστανται πανεπιστημιακές έδρες ή κέντρα σπουδών αποκλειστικά αφιερωμένα στις ελληνοαμερικανικές σπουδές επιτείνει το πρόβλημα.

Ποιοι είναι οι λόγοι της θεσμικής υπανάπτυξης των ελληνοαμερικανικών σπουδών; Ποια τα κοινωνικά επακόλουθά της; Όπως γίνεται κατανοητό, αυτά τα ερωτήματα απαιτούν πολύπλευρη και εκτενή χαρτογράφηση. (2) Για τα ζητούμενα της συζήτησής μας εδώ θα περιοριστώ σε δύο αλληλένδετες πτυχές. Και οι δύο έχουν να κάνουν με βασικές μου ανησυχίες ως πολίτη της διασποράς και ως ερευνητή.

Πρώτον, η περιορισμένη παρουσία των ελληνοαμερικανικών σπουδών στο δημόσιο χώρο έχει αφήσει ευρυχωρία κινήσεων σε όλα τα είδη των απλουστευτικών αφηγήσεων και στερεοτύπων. Στην Ελλάδα είναι κυρίως αρνητικά όσον αφορά το πολιτικό ήθος των ελληνοαμερικανών, όπως διαπιστώθηκε στην πρόσφατη συζήτηση γύρω από την ψήφο της διασποράς. Δεν λείπει, βέβαια, και η κοινότοπη εικόνα του πετυχημένου επιχειρηματία. Στην Αμερική, αντίθετα, τα στερεότυπα είναι κυρίως θετικά, χαρακτηριστική συνέπεια του γεγονότος ότι εκείνοι που έχουν πάρει την εποπτεία της παραγωγής αφηγημάτων για την ταυτότητα και την κουλτούρα είναι σε μεγάλο βαθμό είναι οι ίδιοι οι Ελληνοαμερικανοί. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη για υπεύθυνες μελέτες, ώστε αυτές οι ταυτότητες να γίνουν κατανοητές υπερβαίνοντας τα στερεότυπα, εξού και η σημασία της στιβαρής ύπαρξης ελληνοαμερικανικών σπουδών. Εντέλει αυτή η κοινωνική ευθύνη επαφίεται στο πανεπιστήμιο.

Δεύτερον, με βάση τόσο τις συζητήσεις μου με διάφορους νέους επιστήμονες, όσο και την επαφή που έχω με την επαγγελματική πορεία αρκετών από αυτούς, εγείρεται το επείγον ζήτημα της υποστήριξης της νέας γενιάς των ερευνητών. Το υπάρχον και διαφαινόμενο τοπίο δεν αφήνει χώρο για αυταπάτες. Προσωπικά, γνωρίζω ικανότατους ιστορικούς της ελληνοαμερικανικής εμπειρίας οι οποίοι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν λόγω της έλλειψης επαγγελματικών προοπτικών στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Γνωρίζω κάποιες άλλες πολλά υποσχόμενες νέες ερευνήτριες που εκ των πραγμάτων άλλαξαν ακαδημαϊκή κατεύθυνση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη. Άλλους που ακόμη το παλεύουν, αλλά αμφιταλαντεύονται. Αρκετοί νέοι επιστήμονες με σχετικά ενδιαφέροντα υποαπασχολούνται στο πανεπιστήμιο κάτω από αντίξοες οικονομικές συνθήκες. Η ενασχόληση για αρκετούς είναι υποαμοιβόμενη ή μερικές φορές μη αμοιβόμενη, ένας μόχθος από αγάπη για το αντικείμενο. Χωρίς υποτροφίες και χωρίς τις κατάλληλες εργασιακές συνθήκες, μέχρι πότε θα αντέξουν; Η αποκαλούμενη «ηρωϊκή περίοδος» των ελληνοαμερικανικών σπουδών δεν έχει λήξει ακόμη. Ποιος όμως θα αντικαταστήσει τους εξηντάρηδες και τους εβδομηντάρηδες ερευνητές που βρίσκονται στα πρόθυρα της σύνταξης, αν δεν έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί;

Η χαρτογράφησή μου λοιπόν στρέφεται γύρω από αυτά τα δύο αλληλένδετα πεδία των οποίων οι συντεταγμένες συνεχώς μεταβάλλονται. Δεν είναι σπάνιο, για παράδειγμα, κάποιοι ερευνητές, είτε νεοελληνιστές είτε Ελληνοαμερικανοί, οι οποίοι βρίσκονται στα μέσα ή και στο πέρας της σταδιοδρομίας τους, να προσελκύονται από ένα ελληνοαμερικανικό θέμα συναφές με την επιστήμη τους και να το ενσωματώνουν στα ερευνητικά τους πλαίσια με εξαιρετικά αποτελέσματα.

Στην Ελλάδα, τρεις είναι κυρίως οι θεσμικοί χώροι που έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στην παραγωγή γνώσης για την ελληνοαμερικανική κοινωνία και κουλτούρα. Τα τμήματα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, τα τμήματα Ιστορίας, και εκείνα των Πολιτικών και Διεθνών Σπουδών. Μια ματιά στην πορεία του ανθρώπινου δυναμικού με σημαντική προσφορά στους χώρους αυτούς υποδεικνύει τη ρευστότητα του τοπίου. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οι θέσεις αυτών που συνταξιοδοτούνται θα αναπληρωθούν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχιστεί αυτό το συγκεκριμένο ερευνητικό ενδιαφέρον, αν όντως αναπληρωθούν. Είτε διότι δεν υπάρχει η δέσμευση από τους εμπλεκόμενους φορείς, είτε διότι λείπουν οι δομές που θα υποστήριζαν συστηματικά την ελληνοαμερικανική έρευνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι αρκετοί λαμπροί επιστήμονες και επιστημόνισσες, που το αρχικό τους ερευνητικό έργο διακρίθηκε σε ελληνοαμερικανικά θέματα, αργότερα στράφηκαν, για δικούς τους λόγους, προς άλλους επιστημονικούς τομείς. Μια παράλληλη στροφή παρατηρούμε και στις λίγες αντίστοιχες ερευνήτριες με διατριβή σε ελληνοαμερικανικά θέματα στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στη Γερμανία και τη Σουηδία. Θα βοηθούσε να κατανοήσουμε τη δυναμική αυτού του χώρου μέσω της οπτικής των ίδιων των εμπλεκομένων. Σε ένα δομικό επίπεδο, ωστόσο, μια αρχική αποτίμηση των αντικειμενικών στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ελληνοαμερικανιστές με πλήρη πανεπιστημιακή απασχόληση μειώνονται.

Η σχετικά περιορισμένη παρουσία του ελληνοαμερικανικού στοχαστικού λόγου στην Ελλάδα αντιδιαστέλλεται με την τεράστια επένδυση στο λόγο για τις χαμένες πατρίδες, ο οποίος, με όποιον τρόπο και αν το εξετάσει κανείς, άδραξε ιστορικά τη μερίδα του λέοντος σε σχέση με το λόγο για τις νέες πατρίδες. Η νέα επώνυμη έδρα Ποντιακών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης θα καλύπτει εκ των πραγμάτων τις απανταχού διασπορές των Ποντίων που δημιουργήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων αυτών στις ΗΠΑ. Το όλο εγχείρημα εντούτοις συνδέεται με τις χαμένες πατρίδες.

Στις ΗΠΑ οι ελληνοαμερικανικές σπουδές στο πανεπιστήμιο έχουν τη δική τους πολύπλοκη ιστορία. Πραγματοποιούνται από ερευνητές σε διάφορα ακαδημαϊκά τμήματα, ιδίως όπως αυτά της ιστορίας, της νεότερης αρχαιολογίας, της κοινωνιολογίας και των παιδαγωγικών, καθώς και σε κάποια προγράμματα νεοελληνικών σπουδών. Τα τελευταία σε γενικές γραμμές και στην πλειονότητά τους δεν επικεντρώθηκαν ερευνητικά στο ελληνοαμερικανικό γνωστικό αντικείμενο. Αρχικά, μάλιστα, υπήρξε κάποια θεσμική εναντίωση στο κάλεσμα να ανοίξουν οι νεοελληνικές σπουδές σε ένα διεθνικό προσανατολισμό ο οποίος θα εξέταζε την ελληνική πολιτιστική και πολιτική παραγωγή και σε σχέση με την κοινωνία των ΗΠΑ και την Ελλάδα. Δηλαδή πολύ νωρίς, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, υπήρξε ένα εξαιρετικά πρωτοποριακό κάλεσμα το οποίο έθετε την ελληνοαμερικανική εμπειρία σε δύο πλαίσια ταυτόχρονα, και εθνοτικά και διασπορικά, μια διπλoεστιακή προοπτική, όπως απαιτείται για κάθε διασπορικό μόρφωμα. Ήταν ένα έντονα πολιτικοποιημένο κάλεσμα, το οποίο μεταξύ άλλων επιζητούσε να καλλιεργήσει την αλληλεγγύη των ελληνοαμερικανών προς τους αγώνες των «μειονοτήτων» κατά της καταπίεσης και τη δημιουργία μιας ισότιμης πλουραλιστικής κοινωνίας.

Οι τότε νεοελληνιστές ακολούθησαν άλλη πορεία, με τη δική της πολύπλοκη ιστορία. Αρχικά αντιμετώπισαν τη μεγάλη πρόκληση της νομιμοποίησης των εκκολαπτόμενων προγραμμάτων μέσω της καλλιέργειας του διαθέσιμου πολιτιστικού κεφαλαίου της Ελλάδας, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στους ευρείας φήμης πρόσφατους νομπελίστες ποιητές, καθώς και σε άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους συγγραφείς, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης. Η πολιτικοποίηση των εθνοτικών σπουδών μέσω της κριτικής που άσκησαν στον λογοτεχνικό, ιστορικό, και πολιτιστικό κανόνα, καθώς και του οράματος του πολιτικού ρόλου των εθνοτικών σπουδών, πραγματοποιήθηκε σε σχέση με την ελληνοαμερικανική πραγματικότητα, αλλά κυρίως υιοθετήθηκε από ερευνητές έξω από το πανεπιστήμιο στις ΗΠΑ και από τμήματα της αγγλικής φιλολογίας στην Ελλάδα. Έπρεπε να συντελεστεί η θεωρητική «επανάσταση» στο χώρο των προγραμμάτων και να αναπτυχθούν καινοτόμες μελέτες περί διασποράς, ώστε ο χώρος να ανοίξει, έστω σε περιορισμένο βαθμό, στο ερευνητικό πεδίο «Ελληνοαμερικανοί» με διατριβές και μελέτες για την επόμενη γενιά των πανεπιστημιακών.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ελληνοαμερικανικές κοινότητες και οι χορηγοί συνέχισαν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν τα προγράμματα, αλλά η εστίαση των επιχορηγήσεων επιδιώκει κυρίως τη διδασκαλία της γλώσσας και την καλλιέργεια της γνώσης για την Ελλάδα. Για λόγους που απαιτείται να ερευνηθούν, δεν υπήρξαν πρωτοβουλίες να θεσπιστούν έδρες ειδικά αφιερωμένες στην ελληνοαμερικανική ιστορία και κουλτούρα, παρότι ή ίσως λόγω του ότι τεράστια ποσά διατίθενται από ελληνοαμερικανικές οργανώσεις και επιχειρηματίες για αφηγήματα της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας από το εσωτερικό της «κοινότητας».

Από την παραπάνω σύντομη παρουσίαση, ας κρατήσουμε αυτό: η πρόσκληση και η πρόκληση των ελληνοαμερικανικών σπουδών ήταν και παραμένει το επιστημολογικό αίτημα της γνώσης των δύο εθνικών ιστοριών, των δύο πολιτισμών και των μεταξύ τους σχέσεων. Αυτή η πολλά υποσχόμενη διπλή εστίαση απαιτεί ερευνητές με γνώσεις και σε αμερικανικές και σε νεοελληνικές σπουδές, καθώς και την ανάλογη θεωρητική κατάρτιση για τις συγκριτικές και διαπολιτισμικές προσεγγίσεις. Σε αυτό το πλαίσιο αναδύεται το ενδεχόμενο να πραγματωθεί η ελληνοαμερικανική έρευνα σε χώρους πέραν των νεοελληνικών σπουδών στα τμήματα ιστορίας, πολιτικών επιστημών, κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, και αμερικανικής λογοτεχνίας και πολιτισμού, όπως συνέβη σε κάποιο βαθμό στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Η επικρατούσα στροφή των ανθρωπιστικών σπουδών στις ΗΠΑ προς το διεθνικό προσανατολισμό και η σημασία που αποδίδεται πολιτικά και πολιτιστικά στη διασπορά θα παρουσίαζε εύλογα ευκαιρίες για το ζητούμενό μας.

Και όμως, ο διευρυνόμενος χώρος δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε, εν μέρει ίσως λόγω του σχετικά μικρού αριθμού ελληνοαμερικανών ερευνητών στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Εκτός κι αν πρόκειται για ιδιαίτερα διακεκριμένους λογοτέχνες, όπως ο Jeffrey Eugenides, οι αμερικανικές σπουδές δεν έχουν γενικώς επιδείξει ενδιαφέρον για την ελληνοαμερικανική «μειονοτική» και εθνοτική λογοτεχνία. Εκτός από μεμονωμένες (και εξαιρετικές, όπως της Phyllis Pease Chock) περιπτώσεις, η ανθρωπολογία γενικά απέχει. Όπως απέχουν και οι εθνοτικές σπουδές, εκ των πραγμάτων, μια και οι λόγοι της ίδρυσής τους ήταν η επικέντρωση σε καταπιεσμένες μειονότητες. Υπάρχει μια σημαντική παρουσία, κυρίως στην ιστορία, ένα πεδίο που προσφέρει πρόσθετες δυνατότητες, και σε δεύτερο λόγο κάποια δραστηριότητα στην κοινωνιολογία, αλλά η κατάσταση στη δεύτερη δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Με αφορμή την εμπορική επιτυχία του Γάμος α λα ελληνικά υπήρξε ενδιαφέρον στις κινηματογραφικές σπουδές των ΗΠΑ, αλλά και της Βρετανίας, ενώ στο χώρο αυτό διαφαίνονται περαιτέρω προοπτικές, δεδομένης και της άνθησης των φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου στις ΗΠΑ.

Οι λόγοι για αυτήν τη σχετική περιθωριοποίηση σχετίζονται με τις γνωσιολογικές προτεραιότητες και ιεραρχίες που συνυφαίνονται με τη διαθεσιμότητα των επιχορηγήσεων, το πολιτιστικό κεφάλαιο του κάθε θέματος και την πολιτική σημασία ποικίλων φαινομένων. Άλλο το κύρος του Eugenides, άλλο της Παπάζογλου Μάργαρη. Το Βραβείο Πούλιτζερ με το οποίο τιμήθηκε ο πρώτος έχει πυροδοτήσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων πέρα από τα προγράμματα νεοελληνικών σπουδών, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με το λογοτεχνικό έργο της δεύτερης, που είναι γραμμένο στα ελληνικά και βραβευμένο στην Ελλάδα. Άλλη η διαθεσιμότητα των κονδυλίων για τις εθνογραφίες με θέμα τους πρόσφυγες, άλλη η διαθεσιμότητα για τις εθνογραφίες με θέμα την αφομοιωμένη ελληνοαμερικανική ελίτ. Οι ευκαιρίες για επαγγελματική σταδιοδρομία των επιστημόνων που έχουν εξειδικευτεί στις ελληνοαμερικανικές σπουδές είναι από απαγορευτικές μέχρι αυστηρά περιορισμένες – ιδιαίτερα στην τρέχουσα πραγματικότητα των τεράστιων περικοπών και της γενικότερης κρίσης των ανθρωπιστικών σπουδών στο δυτικό κόσμο.

Η παραπάνω χαρτογράφηση συμβάλλει να εντοπίσουμε πιθανές παρεμβάσεις για την ενδυνάμωση και την αναπαραγωγή των ελληνοαμερικανικών σπουδών, καθώς και για τον εμπλουτισμό του δημόσιου λόγου τον οποίο συνεπάγεται. Η τωρινή συγκυρία με το έντονο ενδιαφέρον για τις διασπορές στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα ευνοεί την προσπάθειά μας να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Προτείνω τα εξής:

α) Όσον αφορά τη νέα γενιά, πιστεύω ότι από την πλευρά των ενδιαφερόμενων επιστημόνων απαιτείται υψηλής ποιότητας συγκριτικός ερευνητικός προσανατολισμός και από την πλευρά των φορέων να διατεθούν υποτροφίες ως κίνητρο καλλιέργειας του ελληνοαμερικανικού σκέλους της έρευνας. Αρκετοί επιμορφωτικοί θεσμοί και νεοελληνικά προγράμματα σπουδών στις ΗΠΑ διαθέτουν υποτροφίες για αυτόν το σκοπό σε μεταπτυχιακούς φοιτητές. Θα ήταν επιθυμητό να διατηρηθεί αυτό το υποστηρικτικό δίκτυο και να επαυξηθεί, αν είναι δυνατόν, τουλάχιστον από τα πιο εύπορα προγράμματα. Μια εναλλακτική προσέγγιση θα ήταν η αρχική εδραίωση των νέων επιστημόνων σε ένα ηγεμονικό πεδίο σπουδών –ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτιστικές σπουδές, ανθρωπολογία– και κατόπιν η επέκταση σε θέματα εθνοτικού ενδιαφέροντος. Βέβαια υπάρχουν και αχαρτογράφητες λύσεις, οι επιστήμονες θα μπορούσαν να χαράξουν τις δικές του καινοτόμες πορείες ανάλογα με τις συγκεκριμένε θεσμικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν.

β) Όσον αφορά τους πανεπιστημιακούς που έχουν καταξιωθεί στον ακαδημαϊκό τους κλάδο, καλό θα ήταν να δοθούν κίνητρα για να συμπεριλάβουν το ελληνοαμερικανικό φαινόμενο στην έρευνά τους, εφόσον το επιθυμούν. Υπάρχει ένα πολύτιμο απόθεμα νεοελληνιστών με υψηλό πανεπιστημιακό κύρος στις ΗΠΑ, που με σχετικά λίγη επένδυση μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά. Ένα δοκίμιο, μια ανάλυση, ένα άρθρο, μια παρέμβαση– όπως έχουν πράξει αρκετοί, όχι για ανταμοιβή, αλλά επειδή αναγνωρίζουν τα διακυβεύματα του ζητήματος –θα καλύψουν καίριες γνωστικές ανάγκες και θα θέσουν προκλητικά ερωτήματα για περαιτέρω έρευνα. Επιμέρους παρεμβάσεις, όπως οι διεπιστημονικές συνεργασίες, συμπεριλαμβανομένων και των συμπράξεων μεταξύ επιστημόνων σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους, θα πρόσφεραν πολλά. Επίσης, μεταφράσεις ελληνοαμερικανικής λογοτεχνίας, ποίησης και άλλων κειμένων θα μπορούσαν να συνοδεύονται με εκτενή σχολιασμό από πανεπιστημιακούς.

γ) Η χρηματοδότηση εδρών και ερευνητικών κέντρων αφιερωμένων στην έρευνα για τους ελληνοαμερικανούς θα αποτελούσε προφανώς την κυρίως επιθυμητή ισχυρή ώθηση. Εξυπακούεται ότι το όραμα αφορά ένα υψηλής ποιότητας ερευνητικό πεδίο που είναι ανοικτό σε νέες ιδέες και καινοτόμες προσεγγίσεις.

Συνέχιση των ελληνοαμερικανικών σπουδών σημαίνει θεσμική συνέχεια, κάτι για το οποίο αρκετοί από εμάς αγωνιζόμαστε. Ας κλείσω λοιπόν με το παράδειγμα ενός δικού μου εγχειρήματος. Στα ελληνοαμερικανικά γράμματα και τις τέχνες υπάρχει η σημαντική παράδοση των πολιτιστικών περιοδικών. Ανακαλώ από το παρελθόν τους τίτλους The Coffeehouse, Aegean Review, Greece in Print, Mondo Greco, The Charioteer. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, έχουν πάψει να κυκλοφορούν. Ανακαλώ με ιδιαίτερη αγάπη τα ειδικά αφιερώματα για τους ελληνοαμερικανούς των Mondo Greco και The Charioteer. Δεν πρόσφεραν μόνο απόλαυση ή πηγές μάθησης και αφορμές για σκέψη, αλλά και πολυτιμότατο υλικό για την έρευνά μου. Από το χώρο της έρευνας δε, ιδιαίτερα εκτιμώ το Journal of the Hellenic Diaspora, που μου υπενθύμιζε ότι σαν ερευνητής ήμουν μέλος μιας κοινότητας και το οποίο με ενδυνάμωνε να συνεχίσω, έδινε έναυσμα να συνεισφέρω κι εγώ. «Να ένας ποιητής που θα ήταν ωφέλιμο να προσεχθεί». «Να ένα θέμα που έχει παραμεληθεί». «Να ένα απόσπασμα από ένα πρόσφατο μυθιστόρημα». «Να ένα νέο ντοκιμαντέρ»: τα περιοδικά μας προέτρεπαν να τα προσέξουμε. Τα περιοδικά ήταν κομβικά σημεία αναφοράς. Συνέβαλλαν στην κατανόηση του φαινομένου, εντόπιζαν εξελίξεις, πρόσφεραν βιβλιογραφίες, έθεταν ερωτήματα, προκαλούσαν ενδιαφέρον. Ήταν ένα από τα μέσα που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή μου ως διασπορικού πολίτη και ως ελληνοαμερικανιστή.

Τέτοια δώρα είναι ωφέλιμο να ανταποδίδονται. Όταν τα νέα έφθασαν για την επικείμενη διακοπή της έκδοσης του Journal of the Hellenic Diaspora αισθανθήκαμε την ανάγκη, με την παρότρυνση και αρχική συμμετοχή της συναδέλφου Μάρθας Κληρονόμου, να αρχίσουμε ως η επόμενη γενιά το διαδικτυακό περιοδικό Ergon: Greek/American and Diaspora Arts and Letters. Είναι μια πλατφόρμα ανοικτή σε πολλά επίπεδα. Κατ’ αρχάς είναι ανοικτής πρόσβασης. Είναι φιλόξενο σε ποικίλα είδη: στα αυτοβιογραφικά δοκίμια, τα επιστημονικά άρθρα, την ποίηση, τις συνεντεύξεις, τις τέχνες, τις βιβλιογραφίες, την κριτική βιβλίων και το αρχειακό υλικό. Παρεμβαίνει ώστε να καλύψει τα θέματα που προαναφέρθηκαν: φέρνει στο προσκήνιο προσωπικές και συλλογικές ταυτότητες τις οποίες απέκλεισαν οι ηγεμονικοί λόγοι κατά το παρελθόν, και συνεχίζουν να τις αποκλείουν ακόμα και σήμερα. Παρακολουθεί τη νέα πολιτιστική παραγωγή και φέρνει στο επίκεντρο σημαντικά βιβλία που έχουν αδίκως παραγκωνιστεί, ακόμα και από τμήματα της ελληνοαμερικανικής διανόησης. Καλλιεργεί νέες τοπογραφίες διακίνησης ιδεών, όπως μεταξύ των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και της Ελλάδας. Εμπλουτίζει το αρχείο. Είναι ανεξάρτητο, στηριζόμενο από πανεπιστημιακούς φορείς και ιδιώτες που αγαπούν τη γνώση και τις δύσκολες αλήθειες. Έχει επισκεψιμότητα από όλο τον κόσμο. Είναι ένα διασπορικό εγχείρημα, κατά κύριο λόγο αγγλόφωνο, που όμως κάνει προσπάθειες να συμπεριλάβει υλικό και στα ελληνικά. Αποτελεί έναν κόμβο σε ένα πολύπλοκο δίκτυο με σκοπό να συνεισφέρει στην κατανόηση της ολοένα μεταλλασσόμενης διασποράς.

Ελπίδα μου και απώτερος σκοπός αυτού του κειμένου είναι ότι οι ενδιαφερόμενοι πολιτιστικοί παράγοντες, τα ιδρύματα και οι άνθρωποι των γραμμάτων θα συνεχίσουν ή ακόμα και θα εντείνουν τις προσπάθειες να εμπλουτίσουν τους δικούς τους ελληνοαμερικανικούς κόμβους σε συνομιλία με τους άλλους. Πολλά τα οφέλη που θα προκύψουν, όπως πιστεύω, μέσα από αυτόν τον πολιτιστικό ακτιβισμό και το διάλογο.

Γιώργος Αναγνώστου 

Σημειώσεις

(1) Η διακίνηση είναι αμφίδρομη και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μεταφράσεις ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης στα αγγλικά, όπως επίσης και ελληνοαμερικανικά φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου. Ας θυμηθούμε επίσης την παραγωγή αγγλόφωνης ποίησης στην Ελλάδα.

(2) Έχω παρουσιάσει τις θέσεις μου επί του θέματος σε διάφορα αγγλόφωνα και ελληνόφωνα βήματα διαλόγου. Ενδεικτικά αναφέρω τις ακόλουθες τέσσερεις: (α) “Where does ‘Diaspora’ Belong? The Point of View from Greek American Studies,” Journal of Modern Greek Studies 28.1, 2010. (β) “Empowering ‘Greek American Studies.’” http://immigrations-ethnicities-racial.blogspot.com/2013/12/empowering-greek-american-studies.html (2013). (γ) “Steve Frangos: Achieving an Archive.” Ergon: Greek/American and Diaspora Arts and Letters, 2018. (δ) «Ελληνοαμερικανική Πολιτισμική Παραγωγή στην Ελληνική Γλώσσα». Ergon: Greek/American and Diaspora Arts and Letters, 2019.


Greek American Stuies_A Note


The thing is, methodologically speaking, you cannot understand hyphenated populations (say Greek Americans) by neglecting the mediating, sometimes constitutive operation of the second component of the pair. Contemporary ethnic festivals, education, religion, nostalgia (sometimes reduced to a single modality), adaptations, documentaries, films, subjectivities cannot be understood independently from various modalities of US multiculturalism. Ethnic (and diasporic) studies require engagement not only with the ethnic component but also American studies. Otherwise we are producing simplistic, ahistorical, work, irrelevant to broader academic conversations.

Re. Greek American studies, one of the problems plaguing the field is that soft or non-existent peer review, as I have indicated elsewhere, contributes to this kind of ahistorical research ...

Thursday, November 30, 2023

Public scholarship in diaspora


Public scholarship in diaspora (in its iteration as writing for broad audiences) requires interdisciplinary versatility. The labor is intense: surveying unfolding cultural production (literature, documentary, photography, autobiography, among others) and then writing insightfully about it in a style that many of us have not been taught in graduate school––writing for the public.

Though most often this commitment is the product of genuine believing in the value of writing for the public––a labor of love and deep commitment to the public role of the academic––it may also connect with the mandate scholars face in professorships endowed by community monies.

Senior faculty i believe should be making the case to administrators and faculty for recognizing this demanding intellectual labor in promotion cases of assistant professors.

Tuesday, November 28, 2023

Reading Aspects of Greek Migrant History _ A Structure of Feeling [Helen Papanikolas, Toil and Rage]


I have started rereading the work of Helen Papanikolas, her writings in particular about the early twentieth century experiences of migrant miners in connection to Greek labor agents in Utah and beyond; the vast scale of their exploitative network.

A startling point in a piece published in 1976 makes me pause:

"The laborers were told to trade at certain Greek businesses or they would lose their jobs. The owners of these meat, grocery, and clothing stores were all agents of [the notorious labor agent Leonidas] Skliris" (413).

[Stomach churning, I recall the notorious exploitation of child labor, connected with illegal contract labor, in the shoeshine business.]

Papanikolas punctuates her conclusion with a melancholic rendering of labor exploitation as an early source of immigrant wealth in the state:

"Men who had combined a business with supplying labor for Skliris as a sideline were the earliest of Utah's successful Greeks. Their days as labor agents dimmed and the origin of the money that bought their businesses and property was almost forgotten" (433).

Emotional unease ripples on me. Rage for the blatant preying on precarious newcomers. Indignation too for the erasure of this knowledge, a forgetting enabling sugary peans today about wealth-making as ethnic success.

The labor agent money-grabbing machine is soaked in blood. Siding with companies exploiting miners, it served as a major source furnishing strikebreakers, undermining the labor movement and its struggle for the improvement of working conditions. A share of blame stains it for the amputated bodies, the murders of strikers, the devastation of human lives.

But yet another structure of feeling moves me, deep appreciation. Prizing a historian for naming truths, countering callous amnesia.

The historical memory is categorical, laborers subjected to systemic intra-immigrant violence. What is the least we owe to that past? 

The emotional  force of historical consciousness drives the desire to keep speaking up against sweetened ethnic mythologies. In the halls of the academy, webinars, writings, the obligation boils not in appeasing power but speaking truth to it.

Yiorgos Anagnostou
September 9, 22

Work Cited: Helen Papanikolas, 1976. " The Exiled Greeks." In The Peoples of Utah, edited by Helen Papanikolas, 409–35. Salt Lake City: Utah State Historical Society.

Sunday, November 26, 2023

Intra-Greek Conflicts in New York City


A number of contingencies reminded me of several cases of intra-ethnic conflicts and tensions––historical and contemporary––in NYC's metropolitan region.

Readily available in the archive are the following:

a) the class-based conflict between Greek workers and their Greek bosses in the fur industry in the 1930s (Karvonides, Karpozilos)

b) the cultural clashes between post-1960s immigrants and established Greek Americans (involving vicious stereotyping) (Karpathakis)

and c) new immigrant exploitation at the time and domestic family abuses (Moskos and Moskos).

[The often cited conflict between Royalists and Venizelists in the 1910 and 1920s as well as strife over language issues must have also played out in this city too––after all The National Herald and the Atlantis were NYC products.]

In other domains, we know very little about the tensions surrounding the (ultimately resisted) initiative to create a museum of Greek immigration in the metropolis; as well as other contemporary class and cultural issues, one being the internal tensions surrounding the Greek Independence Day Parade. There must surely be others that our historians and sociologists are in a position to identify.

I bring this up because discussion of these issues (in conferences, panels, essays, documentaries) is necessary for Greek America's historical and social self-understanding. A scholar's task, as so many acknowledge, involves the speaking of certain truths, which no matter how uncomfortable to some or many, are necessary if one wishes to contribute to the making of informed diasporic citizens.
 
Sources:
 
Nkosi, Joanna Karvonides. Greek Immigrants in the Fur Manufacturing Industry in New York City, 1887 to 1943 Class and Ethnicity at the Workplace. 1991.

Kostis Karpozilos, 2013 [documentary]. Greek-American Radicals / Ταξισυνειδησία: Η Άγνωστη Ιστορία του Ελληνοαμερικανικού Ριζοσπαστισμού (see around 35' for the NYC fur industry case)
https://www.youtube.com/watch?v=FpUgWHlIqto

Karpathakis, Anna. “‘Whose Church is it Anyway?’ Greek Immigrants of Astoria, New York and their Church.” Journal of the Hellenic Diaspora 20:1 (1994): 97–122.

Peter C. Moskos and Charles C. Moskos. 2014. Greek Americans: Struggle and Success [Third edition]


Friday, November 24, 2023

Eugenia Raskopoulos –– Czechoslovakia/Greece/Australia b 1959 –– re-ma(r)king 2010


Diasporic Encounters in Australia
(Art Gallery of New South Wales, Sydney)

Eugenia Raskopoulos
Czechoslovakia/Greece/Australia b 1959

re-ma(r)king 2010
dual-channel digital video, 5:15 mins


Lower part of caption (see image above):

"On the left-hand screen the artist unravels a crocheted dolly, winding the threads into a ball and restoring the hand-crafted object to its material origins. On the right she drips olive oil onto the concrete floor, spreading it with a rolling pin traditionally used to make tiropita (Greek pastries) these slow meditative actions reveal the power of mnemonic triggers to bring the past into the present."


What is it that the next generation makes out of material from the past? Under what conditions does it unmake it? Or reinvent it?
 
In Eugene Raskopoulos's videos the material past that the artist handles connects with tradition; gendered tradition given that a dolly and a rolling pin most commonly involved female labor.
The dolly and the pin could be objects of affect and social intimacy for the artist; things she inherited from the mother, a grandmother, or a female kin. Or perhaps just objects associated with traditional female labor which will be readily recognized by Greek viewers.
 
We often speak of tradition as preservation. But, clearly, we know, the next generation may turn its back on traditions that feel out of place in their lives. Women's rejection of pasts that confined women in the domestic sphere or oppressed women is not an unusual occurrence among the next generation.

But rejection is not the only route for dealing with tradition. Reworking the meaning of the material past is another. Changing its usage and meanings, making it meaningful, this meaningful re-signification for the present we often call heritage.
 
The title of the video––re-ma(r)king––lets out that much, the artist is shown in a process of remaking as well as remarking the significance of traditional objects. In addition, on the right-hand screen, reusing them for a purpose other than the originally intended one.

Reusing, remaking ,and remarking, the latter term in a twofold sense: re-marking (as in re-signifying, or, even better, it seems, reconfiguring its semantic and literal terrain of usage) and remarking as a creative evocative remark about her relationship with this inheritance, the dolly and the rolling pit.

Let us follow the body movements on each screen carefully (see images below): 
On the left-hand screen, the body of the next generation unmakes the labor of an ancestor (or the labor of a woman from the past). The body works patiently, systematically, dismantling the original handwork, made surely with skill, as expected, and inherited knowledge from an ancestor. The body introduces a point of rupture from the past as at the same time creates a moment of continuity by retrieving––reassembling––the original form of the material.






This is the point where she meets the earlier creator in a temporal confluence achieved by the original material capped by her hands. An immediate encounter not in the act of making tradition but in the act of unmaking it at the present moment; it is as if this moment is asking us (by the artist poised to be asking herself), and now what? What do I make out of this material that I recovered from tradition? Do I have an obligation to this material that connects me with the past––perhaps an affective past––as it marks and remarks and remakes discontinuity from that past connecting me thus with the maker before she turns the raw material into a traditional dolly?
 
The question drips from the tightly, meticulously reassembled ball of threads: and now what, what do I make with it, if anything, and why? For what purpose?

A poignant moment inviting the next generation to reflect about ways of animating the past even if this means to encounter it––to hold it––in a tightly woven, solid mass.
***
As for the video on the right-hand sight, i will leave the reading to you, the reader, this radical re-usage of two traditional items, one liquid (the dripping oil––from the mouth of the artists one wonders?) the other sturdy, calling the body to stretch even seemingly beyond its limits. Reproducing the rhythms of female labor producing sustenance for the family...






***

The art moves us beyond notions of mechanistic reproduction of a tradition, offering a departure pedagogical point about heritage-making in the subjectivities of the next generation.

The video made me recall images from a play I saw in Melbourne, The Life of Byron. Discarding doilies from the family's immigrant trunk opened the story about a second-generation male character negotiating the place of old world in his Greek Australian life. It also made me think of a museum exhibit and the corresponding article by Artemis Leontis on the changing meaning of women's handwork among daughters and granddaughters of immigrants.

All three together, the video, the play, the article would have made an excellent opening for a class reflecting on the next generation beyond common tropes of identity making as preservation, pointing to processes of agency, reinventing a diasporic self via rejecting tradition or (re)ma(r)king heritage.

Yiorgos Anagnostou
November 18, 2023
p.s. an extended analysis could benefit from the notion of the body as archive.

Comments from my fb posting:

Artemis Leontis: Bodies archive not only trauma but movement, procedure, hands meeting other handed, moving through machines, handling needles, feeling time pass or not, tongues move, words fly by or assault, being in the presence of, knowing and not knowing, feeling peace, wanting something else.

Transformation is ongoing, between receiving and decomposing and before that passing things along.
Meanwhile there are all the beautiful things that the older generation made, so much of it thrown away. A sign of the value the women never found. There’s an interesting bibliography in indigenous. studies.

Adrianne Kalfopoulou: Fascinating Yiorgos, thank you, & Artemis’ response as well. I think how the body travels w/in physical geographies of place can somehow repurpose how it archives memory. Acts of generational inheritance might become newly immediate rather than enacted as homage to tradition if that makes any sense.

Interdiasporic linkages–Diasporic Poetry–Representing Diaspora


The following is an essay I drafted for two purposes: extend a gesture of appreciation to those Greek/Australian civic friends who shared ideas and books with me; and honor Helen Nickas for her pioneering publishing and translation activism. In the process I have realized the potential for elaborating on the essay further. Due to pressing obligations the development has to wait. But I feel compelled to publish this early version as a token of appreciation.

***

My recent visit to Australia and encounter with Greek Melbourne gifted me with a remarkable experience: time shared in conversation with scholars, poets, journalists, intellectuals, educators, and community cultural activists among other exciting interlocutors. The exchange of ideas and stories (but also jokes) in cafes or walks invariably concluded with a material gift, books, sometimes authored by the person I met, other times their favorites. I counted more than fifty in what inevitably turned out a densely heavy packing for my return.

Now neatly shelved in a special section marked “Greek/Australian” in my library, these gifts serve as material testimonies of a most powerful structure of feeling generated in this inter-diasporic, Greek/American––Greek/Australian, encounter: the profound consciousness of diasporic spaces as spaces of homing.

Where else but amidst diasporic people can one meaningfully connect (discuss, debate, dialogue, drive a point home) around questions concerning biculturalism and bilingualism, the experience of betweenness, being a simultaneous insider and outsider, feeling inclusion and exclusion, feeling one way here and another one there?

I now viscerally recognize the following passage, which I came across while reading Greek/Australian authors in preparation for the trip, as one capturing––or, better, bringing home––the experience of belonging to diasporic spaces:

"In a letter to the photographer Frederic Brenner, Jacques Derrida noted that “the diaspora is at home outside its home, it remains outside its home at home, at home at the other’s”" (in N. Papastergiadis, Cosmopolitanism and Culture, 74)

My encounter with Greek/Australia expanded the cultural field of my affiliations, enlarging my being and feeling diasporic. If the experience of inhabiting diaspora commonly engages at least two worlds, I now can count three, placing myself within a demanding constellation of linkages along the feelings and activities which animate it. In this configuration, the scale of labor to keep the linkages going requires demanding labor to keep the connections in motion.

Gifts signal the beginning of social relations, and the prospect for meaningful relations calls for cultivation of civic friendships. In addition to my intra-diasporic civic friendships, I will be cultivating my inter-diasporic affiliations via a number of routes. One will involve small and middle-scale activities and projects, sharing poems, narrative excerpts, and artistic creations I extract from my Greek Australian gifts and texts, contributing thoughts and commentary.

A Greek/Australian Literary Archive

I start with a book published by Owl Publishing, a pioneering initiative founded in 1992 by literary educator, scholar and translator Helen Nickas. Its title is “Re-telling the Tale: Poetry and Prose by Greek Australian Women Writers" (Με δικά μας λόγια: Ελληνίδες συγγραφείς της Αυστραλίας) [A bilingual edition]. Edited by Helen Nickas and Konstandina Dounis, Melbourne, 1994).

I will be sharing two poems from this collection, connecting the texts with broader questions we face about inhabiting––but also, crucially, representing––diaspora.

The first is an extract from a poem entitled “The Place” (Ο Τόπος) by Antigone Kefala (1931-2022) whom we lost recently.

We travelled in old ships
with small decaying hearts
rode on the giant beast
uncertain
remembered other voyages
and the black depths
each day we feasted on the past
friends watching over
the furniture of generations
dolphins no longer followed us
we were in alien waters.

Migration, a process of movement across space, is starkly charted here as a process of cultural distancing. The immediate, intimate presence of home is turning into a past, former feelings of the familiar now being inhabited differently; the subject resorts to memory as the deep link with the receding worlds of social intimacy; an all-consuming mental and psychic preoccupation, “each day we feasted on the past.”

The migrant Self eye-witnesses its unfolding removal from social networks left to guard long ancestral continuities––intergenerational memories––while the migrant’s journey is marking a moment of rupture from that social world, the beginnings of discontinuity...

friends watching over
the furniture of generations

φίλοι φύλαγαν
αποσκευές γενεών

(μετάφραση Ελένη Νίκα)

And then at some point in this movement a threshold is crossed, the new terrain now visibly devoid of the playfulness of dolphins, a novel structure of feeling taking over in the experience of entering an uncharted landscape; moving into a new status, a foreigner.

What futures lie ahead? What their features would be? What kinds of lives will be build, what dreams realized? This excerpt of the poem raises a poignant question, I believe, for all of us who are into the very serious business of bringing these processes into representation. How do we do justice to the enormous complexities of the dramatic transformation attached to the migrant journey, how do we narrate these processes in an ethically and politically responsible manner?

The second poem I am sharing is entitled “Equilibrium” (Ισορροπία), originally published in O Logos, by Irini Pappas, a Melbourne-born actor, poet, prose writer and translator.

I am the yield of alien soil.
Born here, in Australia,
I’ve learnt all I know of Greece
from others’ lips.

     What do you want from me?
     Why do you seek, insistently,
     to classify me?

It’s time you understood
that I have not just one
but two allegiances.
Neither to one am I pledged totally
nor fully to the other.

My life is rich,
richer than yours twice over
because I’ve found my niche in both.

No-one can deny me
this gift, the ability to live
within the one society
and the other
comfortably.

We, who were born here
are quite another,
quite a separate race,
and we fit into no-one’s pattern
but our own.

“Equilibrium” asserts a position. The narrative persona––a bicultural Self connected with histories of migration––defiantly objects any demands that would impose a singular identity on her person. She is poised to confront anyone who would seek to reduce her identity into a seamless cultural whole––a national subject.

This is not simply the multicultural Self resisting external definitions. The poem’s last stanza clearly shifts the point of view from the personal I to the collective We, the “tribe” [“tribe” being the meaning I attach to the poet’s classification “race,” race being the ascribed classification by social discourse], connecting it with a pattern and its internal self-constituted arrangements.

The poem acknowledges a set of modalities––cultural betweenness, multiple allegiances, the negotiations required for a meaningful life, the pressures to conform to a singular identity––a space many theorists today call diasporic.

On Diasporic Literature and the Representation of Diaspora

“The Place” and “Equilibrium” reflect on two different experiences, speak to two historical moments, evoke two subject positions. Poetry is certainly not the kind of writing we turn for historical and cultural facts. But undoubtedly the poems above register truths connected with well-documented situations associated with the migrant condition.

The former dramatizes the migrants’ monumental encounter with a new place, the enormous scale of the ensuing challenges and transitions. The latter articulates major contours of diasporic subjectivities. Read next to each other the poems operate across an intergenerational terrain––the voice of a migrant entering alien soil and the voice of a next generation migrant being “the yield of alien soil.” The voices speak to two distinct historical experiences, two distinct ways of engaging with the old and the new world. They point to truths which history, ethnography, and autobiography have amply illuminated.

Why am I foregrounding the poems? What good does it do for us to “think with them” in relation to each other thirty years after their publication? What can they possibly tell us other than asserting truths already widely known?

The timing of these poems’ publication matters a great deal in recognizing their value. It was in the 1990s when they were put into circulation, a period marked by a broader, major shift in the social sciences and the humanities. Along with poets and fiction writers, it was a time when historians, anthropologists, as well as literary and cultural studies scholars were increasingly displaying interest in migrant and diasporic subjectivities. In the United States, this paradigm shift flourished in the academic world (books, new journals, and curricula) as well as the cultural life (poetry, literature, autobiography, biography, commentary) of the country. It also registered in Greek America, producing eminent academic and literary texts. Let us call this turn in Australia, United States and elsewhere a “diasporic historical moment.”

I will briefly identify two interwoven threads permeating this diasporic moment: First, in recognizing the enormous emotional and cultural impact of migration on its participants (as “The Place” does), practitioners were calling for attentive, affective, and cognitive engagement with the topic. Theoretical sophistication and deep knowledge were necessary for representing migrancy responsibly. Second, in moving away from national(ist) renderings of diasporic people (as “Equilibrium” does), scholars were not merely opening new conceptual grounds for understanding diasporic belonging but were also linking scholarship with ethical and political considerations. Cultural producers (academics, authors, film makers) were called to do justice to the complexity of migrant experiences, explicitly resisting ideologies which sought to contain it.

The “Place” and “Equilibrium” then were pioneering Greek/Australian literary participants, among others, in a broader cultural movement. In Greek America, this mode of a text, was awarded a Pulitzer Prize a few years later. In the inter-diasporic Greek Australian and Greek American terrain, literary texts were revising conventional understandings of diasporic belonging.

But, during the same decade, at least in Greek America, this literary diasporic intervention was relegated to the margins if not wholesale silenced in a range of dominant identity narratives. In the interest of producing one-dimensional portrayals of the group, official narratives and popular culture imposed an easily digestible uniformity on ethnic and diasporic spaces. Greek Americans were portrayed as either an extension of the nation or their difference domesticated along a static set of values (church going, family oriented, bearers of an essential philotimo, successful); a cookie cutter, or acceptable difference, as it is called. The intellectual labor necessary to capture the complexity of the phenomenon was never practiced; several high-profile projects representing the group were intellectually lazy projects. What the poetic personas of “The Place” alerted us, and of “Equilibrium” resisted, where utterly sidelined. The exact opposite became the norm, powerful interests imposing their reductive classifications in their representation of this group. Important literary insights were tossed away, a historical opportunity for a sophisticated representation of Greek Americans was lost. This, let us note, with only a tiny number of academics and intellectuals bringing public attention to this symbolic violence.

It is in this context that I foreground “The Place” and “Equilibrium”––and via these texts, poetry and literature broadly––as sites of probing migrant and diasporic subjectivities in a manner which resists convenient cultural reductions.

I cannot help but contemplate the “what if” question: what if Greek American society had foregrounded the paradigm of the historical diasporic moment? What if its institutions had invested in its broad circulation in schools, universities, the public sphere? Possibly, we would not be now wasting resources, in 2023, asserting the truths of the diasporic moment, an ethic and politics now accepted in the world of educated Americans and many ethnic and racial groups.

I approach the “Greek Australian” section in my library, a heritage gifted to me. I touch the spine of each book, a gesture establishing a tactile connection with a tiny sample of diaspora’s literary archive. What do we owe to this archive? What is our responsibility as individuals, as institutions? How do we proceed at a time when literary diasporic production intensifies and only a handful of professionals are available to discuss it, reflect on it, identify the ideas it places in public for our contemplation? We need not only literature and poetry but also its analysis to position ourselves to grapple with an increasingly complex present and emergent realities we cannot yet articulate, let alone see...

Yiorgos Anagnostou
Columbus, Ohio
November 2023

Thursday, November 23, 2023

Νέα Θεσμική Ώθηση για τις Διασπορικές Σπουδές _ Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης


Το ΒΗΜΑgazino φιλοξένησε τον Οκτώβριο δύο άρθρα σχετικά με τη νεοσυσταθείσα έδρα Hellenic Senior Lectureship in Global Diasporas στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Ο κάτοχος της έδρας δρ Αντώνης Πιπέρογλου και ο Γιώργος Αναγνώστου, επισκέπτης υπότροφος (Walter Mangold Fellowship, October-November 2023), σχολίασαν την σημασία της έδρας και ταυτόχρονα σκιαγράφησαν τις αρχικές συντεταγμένες μιας νέας χαρτογράφησης των ελληνικών διασπορών, ένα καινοτόμο πρότζεκτ το οποίο και θα το αναπτύξουν πολύπλευρα και με διάφορους τρόπους.

Περιλήψεις των άρθρων:

Α) Η Σημασία της Ελληνικής Διασποράς (Αντώνης Πιπέρογλου)

«Ο δρ Αντώνης Πιπέρογλου, επίκουρος καθηγητής για την Παγκόσμια Διασπορά στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, γράφει σχετικά με την ενδυνάμωση των σπουδών για τον απόδημο Ελληνισμό μέσω παγκόσμιων ακαδημαϊκών συνεργασιών». (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Β) Η Νέα Χαρτογράφηση της Διασποράς στην Μελβούρνη

«Ο Γιώργος Αναγνώστου, καθηγητής στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών και κάτοχος της ‘Eδρας Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό’ στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο, γράφει για την ανάδυση ενός εναλλακτικού μοντέλου ‘παγκοσμίου ελληνισμού’». ΤΟ ΒΗΜΑ

Βρείτε τα δύο άρθρα στις παρακάτω αντίστοιχες αναρτήσεις.



Wednesday, November 22, 2023

Η Σημασία της Ελληνικής Διασποράς (Αντώνης Πιπέρογλου)


[Πρώτη δημοσίευση, Το ΒΗΜΑgazino, 15 Οκτωβρίου 2023]. 

Ο δρ Αντώνης Πιπέρογλου, επίκουρος καθηγητής για την Παγκόσμια Διασπορά στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, γράφει σχετικά με την ενδυνάμωση των σπουδών για τον απόδημο Ελληνισμό μέσω παγκόσμιων ακαδημαϊκών συνεργασιών.

Στην αρχή της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας μου και τρέφοντας έντονο ενδιαφέρον για την ελληνοαυστραλιανή ιστορία και διασπορά, λαχταρούσα να βρω μια ακαδημαϊκή θέση για να εργαστώ στο πεδίο των σπουδών για την ελληνική διασπορά.΄Ομως, οι προοπτικές μου ήταν περιορισμένες. Αν και οι σπουδές σχετικά με τη διασπορά είναι πλέον ένας ανερχόμενος ακαδημαϊκός τομέας, υπάρχουν πολύ λίγες μόνιμες ακαδημαϊκές θέσεις για τη μελέτη της ελληνικής διασποράς.

Πέρυσι είχα την τύχη να εγκαινιάσω τη θέση του έλληνα επίκουρου καθηγητή για την Παγκόσμια Διασπορά στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Με την κοινή υποστήριξη της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και της Κοινοπολιτειακής Κυβέρνησης της Αυστραλίας, η θέση είναι η πρώτη του είδους της, όχι μόνο στην Αυστραλία, αλλά και στον κόσμο. Η δημιουργία της έδρας αντανακλά πόσο η ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης εκτιμά τη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού της, καθώς και την ενίσχυση τόσο της τοπικής όσο και της παγκόσμιας γνώσης για την ελληνική διασπορά.

Η πολυπολιτισμική Αυστραλία –στην καλλιέργεια της οποίας η ελληνική διασπορά έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο– αναμόρφωσε τον αυστραλιανό πολιτισμό από τις βρετανικές αποικιακές ρίζες της προς ένα πιο κοσμοπολίτικο ήθος. Πράγματι, η αυστραλιανή πολυπολιτισμικότητα επέτρεψε σε μεμονωμένα μέλη της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών μεταναστών που γεννήθηκαν στην Αυστραλία όπως εγώ, να αντιληφθούν τον εαυτό τους ως συνδεδεμένο με πολλούς πολιτισμικούς κόσμους. Ενδυναμωμένος από αυτό το κοσμοπολίτικο ήθος, σκοπεύω να συμβάλω σε συζητήσεις που διερευνούν τη σημασία του να ανήκεις στην ελληνική διασπορά.

Αυτή η θέση μού επιτρέπει να αναπτύξω ερευνητικά έργα για το ιστορικό και σύγχρονο φαινόμενο της ελληνικής διασποράς. Εκτιμώ ιδιαίτερα την ευκαιρία που μου δίνεται για ακαδημαϊκές ανταλλαγές, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη του τομέα. Επιπλέον, είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία να εκπαιδεύσω προπτυχιακούς φοιτητές στη μελέτη της έννοιας της διασποράς και της Ελλάδας και ελπίζω να βοηθήσω στη δημιουργία της επόμενης γενιάς μελετητών, οι οποίοι θα είναι εξοπλισμένοι να διερευνήσουν τις ποικίλες εκφάνσεις της διασποράς.

Ωστόσο, στόχος μου είναι να προωθήσω και τη δημόσια ευρυμάθεια. Η ενασχόληση με την κοινότητα της διασποράς έχει σημασία για εμένα. Με μητέρα η οποία μετανάστευσε από την Κύπρο τη δεκαετία του 1970 και πατέρα του οποίου η οικογένεια έφυγε από το Καστελλόριζο τη δεκαετία του 1920, ανατράφηκα σε μια ελληνική Αυστραλία με ευρηματικό πνεύμα. Ως προσφορά στη μεταναστευτική μου κληρονομιά, επιθυμώ να μιλήσω σε ακροατήρια της διασποράς που, όπως και εγώ, ζουν σε πολλούς πολιτισμικούς κόσμους. Για να το κατορθώσω, πρέπει να χτίσω γέφυρες μεταξύ του ακαδημαϊκού χώρου και της κοινότητας. Μέσω δημοσίων διαλέξεων, δοκιμίων και ραδιοφωνικών συνεντεύξεων στοχεύω να αποκωδικοποιήσω τις ενδυναμωτικές αλλά συχνά αφηρημένες αντιλήψεις της διασποράς, ώστε να είναι καταληπτές στην καθημερινή ζωή.

Η διδασκαλία για την Παγκόσμια Διασπορά μού προσφέρει τη δυνατότητα να αναπτύξω συνεργασίες μεταξύ εθνοτικών κοινοτήτων και πανεπιστημίων για τη συνεργασία με στόχο το ευρύτερο δημόσιο καλό. Ως βασικός εταίρος, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, με την οποία συνεργάζομαι στενά, μου επιτρέπει να αναπτύξω ερευνητικές δυνατότητες που διαπερνούν πολλά στενά ακαδημαϊκά «σιλό» και ερευνητικές παραμέτρους με επίκεντρο το έθνος. Αναπτύσσοντας τη δημόσια ευρυμάθεια παράλληλα με τις ανάγκες της ελληνικής διασποράς της Μελβούρνης, δεσμεύομαι να κινητοποιήσω πόρους για τη μελέτη των πολλών διασπορών της Ελλάδας.

Η δημιουργία χώρων για την ανταλλαγή γνώσεων με μελετητές που εργάζονται στις σπουδές της ελληνικής διασποράς αποτελεί μέρος της εντολής μου. Ετσι, με την υποστήριξη του The Walter Mangold Trust Fund, προσκάλεσα τον καθηγητή Γιώργο Αναγνώστου (σ.σ.: καθηγητή στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών και κάτοχο της «Eδρας Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό» στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο) να παραστεί ως επισκέπτης επιστημονικός συνεργάτης του Mangold για το 2023. Ο καθηγητής Αναγνώστου είναι ο κατ’ εξοχήν ειδικός στην ελληνοαμερικανική διασπορά. Ως επισκέπτης συνεργάτης, θα παραδώσει την περίβλεπτη διάλεξη «Walter Mangold Public Lecture 2023, Multiculturalism and the Making of European Americans in the United States (Πολυπολιτισμικότητα και η Δημιουργία των Ευρωπαίων Αμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες)».

Η διάλεξη του καθηγητή Αναγνώστου θα αναδείξει σε ένα ακροατήριο –το οποίο θα περιλαμβάνει πολλά μέλη της τοπικής ελληνοαυστραλιανής κοινότητας– τον ιστορικό και σύγχρονο αγώνα για το περιεχόμενο του ελληνοαμερικανικού πολιτισμού. Η παρουσίαση θα τοποθετήσει την παγκόσμια ελληνική διασπορά σε ακαδημαϊκές συζητήσεις σχετικά με την πολυπολιτισμικότητα, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάταση του πεδίου. Επιπλέον, θα συμβάλει σε ένα αναδυόμενο συγκριτικό πλαίσιο που θα εντοπίζει τις διαφορές καθώς και τις ομοιότητες μεταξύ της ελληνικής Αυστραλίας και της ελληνικής Αμερικής. Αυτού του είδους η συγκριτική εργασία είναι ζωτικής σημασίας σε ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, όπου αναζωογονούνται οι συνειδήσεις της διασποράς.

Συχνά, οι μελέτες της διασποράς διερευνούν πώς οι διασπορές εξιδανικεύουν, διατηρούν δεσμούς και επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Τέτοιες μελέτες έχουν σημασία, αλλά απαιτείται και μετατόπιση του σημείου της ακαδημαϊκής εστίασης. Απαιτείται διότι η συνδεσιμότητα με την Ελλάδα λειτουργεί με νέους τρόπους. Είτε πραγματική είτε φανταστική, η Ελλάδα δεσπόζει στον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της διασποράς βιώνουν την καθημερινή ζωή. Οι οικογενειακές ιστορίες μετανάστευσης από την Ελλάδα διασταυρώνονται με διαπολιτισμικές διατροφικές πρακτικές. Η θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση επιτρέπει στους νέους της διασποράς την πρόσβαση σε καινούργιους κοινωνικούς δεσμούς. Οι ψηφιακές πλατφόρμες διευκολύνουν τις στενές σχέσεις της διασποράς.

Οι ομογενείς έχουν ποικίλες ιστορικές εμπειρίες, συλλογικές αφηγήσειςκαι διαφορετικές σχέσεις με την Ελλάδα και τις χώρες εγκατάστασής τους. Από την Αυστραλία, στοχεύω να δώσω φωνή σε αυτή την ποικιλία εμπειριών και αφηγήσεων. Με αυτόν τον τρόπο σκοπεύω να συμμετάσχω σε ένα διαρκές ακαδημαϊκό έργο που επιδιώκει την επέκταση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ελληνική διασπορά.

Δεδομένου ότι θα φιλοξενηθεί στην παγκοσμίως κορυφαία Σχολή Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου, θεωρώ τη «Δημόσια Διάλεξη Mangold 2023» ως ένα δημόσιο προνόμιο παγκόσμιας εμβέλειας. Η διάλεξη, που παραδίδεται από κορυφαίο έλληνα μελετητή της διασποράς, επιδρά στον σχεδιασμό αποτελεσματικών ερευνητικών έργων για τη διασπορά, καθώς και στην έκθεση ελλήνων και αυστραλών ερευνητών, φοιτητών και επαγγελματιών της κοινότητας σε μια καινοτόμο μετάδοση γνώσης που διευρύνει τον τρόπο με τον οποίο οι σπουδές της ελληνικής διασποράς γίνονται αντιληπτές από εξωτερικούς παράγοντες.

Σε μια εποχή που οι παγκόσμιες ροές δημιουργούν ένα όλο και πιο διασυνδεδεμένο παγκόσμιο σύστημα, είναι σημαντική η διεύρυνση της μελέτης των θεμάτων της διασποράς. Οι μελετητές στην Ελλάδα και πέραν αυτής πρέπει να αναγνωρίσουν τις ποικίλες αλλαγές που συμβαίνουν στις κοινότητες της διασποράς. Η έμφαση στη συνεργασία –στην αξία της και σε όσα υπόσχεται– λειτουργεί ως μέσο ενδυνάμωσης για τον αναπροσανατολισμό του μέλλοντος των σπουδών για την ελληνική διασπορά.

Αντώνης Πιπέρογλου, επίκουρος καθηγητής για την Παγκόσμια Διασπορά στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης,

Μετάφραση από τα Αγγλικά: ΤΟ ΒΗΜΑ

Η Νέα Χαρτογράφηση της Διασποράς στην Μελβούρνη (Γιώργος Αναγνώστου)


[Πρώτη δημοσίευση, Το ΒΗΜΑgazino, Κυριακή 22 Οκτωβρίου. Ελαφρώς επιμελημένο]

Συντάσσω αυτό το κείμενο στην Μελβούρνη, Βικτώρια, όπου βρίσκομαι προσκεκλημένος από το εδώ ομώνυμο Πανεπιστήμιο σε συνάρτηση με την νεοσυσταθείσα έδρα Hellenic Senior Lectureship in Global Diasporas. Με κεντρικό φορέα υποστήριξης την Ελληνική Κοινότητα της Μελβούρνης, ή έδρα αυτή, θα ήθελα να υπογραμμίσω, είναι από ότι γνωρίζω η πρώτη πανεπιστημιακή περίπτωση στον αγγλόφωνο κόσμο που ρητά θέτει την έρευνα της Ελληνικής διασποράς ως το πρωταρχικό ζητούμενο.

Το όραμα είναι πολυδιάστατο και σχεδιασμένο στρατηγικά. Ο κάτοχος της έδρας, ο ιστορικός Δρ. Αντώνης Πιπέρογλου, καλείται να μελετήσει την ελληνική διασπορά στις τοπικές (Βικτώρια) και εθνικές (Αυστραλία) διαστάσεις της καθώς και συγκριτικά με άλλες διασπορές όπως αυτές της Αμερικής και του Καναδά. Ταυτόχρονα, η θέση του στην υψηλού κύρους School of Philosophical and Historical Studies εγγυάται μια γόνιμη αλληλεπίδραση μεταξύ της ελληνικής περίπτωσης και της ευρύτερης πανεπιστημιακής συζήτησης περί διασπορών. Ο διορισμός του σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Αυστραλίας εγγυάται την υψηλή ποιότητα της παραγόμενης έρευνας και διδασκαλίας. Όλα αυτά ενώ το Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών στο γειτονικό La Trobe University παράγει πολύτιμο έργο, προσφέροντας μαθήματα ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού.

Η έδρα θα επιτελέσει μια πρόσθετη λειτουργία. Αποστολή της θα είναι να συμβάλλει στην διάχυση της γνώσης που παράγει πέρα από το πανεπιστήμιο, προς την τοπική αλλά και το παγκόσμιο αγγλόφωνο και ελληνόφωνο κοινό μέσω συμμετοχής σε τοπικά δρώμενα, άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και διαδικτυακά fora. Εμπεριέχει με άλλα λόγια μια πτυχή public scholarship.

Οι συνθήκες είναι ευοίωνες για την επιτέλεση αυτής της προσέγγισης. Η έδρα προστίθεται ως μια ακόμα πηγή συνεισφοράς στην Ελληνική πολιτιστική παραγωγή στο εύρωστο πολιτιστικό δίκτυο της κοινότητας αλλά και της ευρύτερης παροικίας. Η κοινότητα διατηρεί ένα πλέγμα σχολείων, οργανώνει την σειρά δια ζώσης δημόσιων ομιλιών –οι οποίες επίσης μεταδίδονται μέσω online streaming και αρχειοθετούνται– οργανώνει το ετήσιο φεστιβάλ Αντίποδες, και οργανώνει το Ελληνικό φεστιβάλ στην πόλη, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων.

Η παροικία στην Μελβούρνη, η οποία αριθμεί παραπάνω από 200.000 Έλληνες, διατηρεί ένα δίκτυο ραδιοφωνικών σταθμών, εφημερίδων και πληθώρα πολιτιστικών οργανισμών. Δημοσιογράφοι, ποιητές, καλλιτέχνες, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί ακτιβιστές αγωνίζονται ο καθένας με τον τρόπο του και στα θεσμικά πλαίσια που λειτουργούν να δημιουργήσουν μια στοχαστική δημόσια σφαίρα η οποία παίρνει θέσεις σε παροικιακά ζητήματα, παράγει ιδέες, εξασκεί κριτική και προσφέρει πηγές αυτογνωσίας. Οι συνθήκες λοιπόν υπάρχουν ώστε η πανεπιστημιακή γνώση η παραγόμενη από την έδρα του Hellenic Senior Lectureship in Global Diasporas να διαχυθεί ευρέως τοπικά δια ζώσης αλλά και παγκόσμια μέσω του διαδικτύου.

Ένας από τους σκοπούς της πρόσκλησής μου στο πανεπιστήμιο εδώ είναι να δώσω το 2023 Walter Mangold Lecture στην οποία θα παρουσιάσω τον τρόπο με τον οποίο έχω συνδυάσει την έρευνα μου στην Ελληνική Αμερική σε σχέση με ευρύτερες πανεπιστημιακές συζητήσεις περί εθνότητας και διασποράς. Σε συνάρτηση με τον ανάλογο ρόλο του Δρ. Πιπέρογλου στην Αυστραλία, ανοίγεται λοιπόν μια συζήτηση για την μελέτη της ελληνικής διασποράς ως εξωστρεφούς πρακτικής, η οποία συμπεριλαμβάνει και συγκριτικές προσεγγίσεις. Μέσω αυτής της οπτικής, έδρες ελληνικής διασποράς θα μπορούσαν να ιδρυθούν σε Αμερικανικά πανεπιστήμια και αλλού.

Στα πλαίσια της παροικίας, έχοντας δυο εβδομάδες στην πόλη είχα την ευκαιρία να βιώσω από κοντά τον αγώνα αλλά και την πολιτισμική αγωνία αρκετών ανθρώπων που διακινούν το ελληνοαυστραλιανό πολιτιστικό δίκτυο στην πόλη. Το συμβούλιο της κοινότητας δημιούργησε ευκαιρίες για μακροσκελείς ανταλλαγές απόψεων περί θεμάτων της διασποράς και πολιτιστικής πολιτικής. Συνομίλησα με εκπαιδευτικούς και με αρκετά άτομα, των οποίων το έργο γνώριζα ήδη μέσω των κοινωνικών δικτύων. Οι δημιουργοί αυτοί νοιώθουν ότι η παροικία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Το επείγον ερώτημα που προκύπτει αφορά το μέλλον. Θα υπάρξει μια νέα γενιά η οποία θα συνεχίσει την ουσιαστική πολιτιστική παραγωγή στην περιοχή;

Η παροικία ευτύχησε να έχει υψηλής εμβέλειας φωτογράφους, λογοτέχνες, ποιητές, καλλιτέχνες, πανεπιστημιακούς και δημόσιους διανοούμενους. Τι είδους ενέργειες απαιτούνται ώστε μια νέα γενιά να διαμορφώσει το πολιτιστικό μέλλον με υψηλής ποιότητας πολιτιστική παραγωγή; Η ερώτηση εγείρεται επιτακτικά. Ανταλλάχτηκαν απόψεις και στην δημόσια ομιλία μου στην κοινότητα και στις συναντήσεις μου με πολιτιστικούς φορείς της κοινότητας. Το θέμα απαιτεί συστηματική έρευνα και στοχασμό.

Πολλά γράφονται για το θέμα «Ελληνική διασπορά». Στην Μελβούρνη για πρώτη φορά συνάντησα τo κάλεσμα από μη πανεπιστημιακούς –συμπεριλαμβανομένων και εκπροσώπων τοπικών θεσμικών φορέων– για μια νέα χαρτογράφηση της διασποράς. Οι φορείς αναγνωρίζουν το αυταπόδεικτο, δηλαδή ότι η παροικία είναι μια ετερογενής κοινωνική ομάδα και πολιτιστικά (οι διαφορές για παράδειγμα μεταξύ μεταναστών και της δεύτερης και τρίτης γενιάς) αλλά και γλωσσικά και ιδεολογικά. Γίνεται λοιπόν μια συνειδητή προσπάθεια να αναγνωρίζεται αυτή η πολλαπλότητα και να δημιουργούνται συμπεριληπτικές θεσμικές πλατφόρμες ώστε να εκφράζονται οι διάφορες φωνές.

Σε αυτήν την ανοικτότητα συντελεί βέβαια και ο κοσμικός χαρακτήρας της κοινότητας. Η συστηματική και θεσμική αναγνώριση αυτής της ετερογένειας έρχεται σε αντίθεση με την περίπτωση της Ελληνικής Αμερικής όπου τα κυρίαρχα αφηγήματα επιμένουν να παρουσιάζουν μονοδιάστατες αναπαραστάσεις της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας. (Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις.) Το πολιτικό ερώτημα «ποιος έχει το δικαίωμα και την εγκυρότητα να ορίσει την ταυτότητα της παροικίας αλλά και των άλλων ελληνικών διασπορών» τίθεται ανοικτά και άμεσα εδώ.

Mια διάσταση της νέας εννοιόλογησης του όρου και πρακτικής «διασπορά» από τους Έλληνες Μελβουρνιώτες συνδέεται με την επιθυμία της κοινότητας για την ίδρυση της έδρας που προανέφερα. Φορείς και πρόσωπα συνδέονται με την Ελλάδα και επιθυμούν αμοιβαίες πολιτιστικές ανταλλαγές και ισότιμες συμπράξεις. 

Αλλά σημαντικός αριθμός ανθρώπων με τους οποίους συνομίλησα (στα πλαίσια και της παροικίας και της κοινότητας) ρητά πλέον απομακρύνονται από την ιδέα της Ελλάδας ως μητροπολιτικού κέντρου. Θεωρούν ότι το διασπορικό κέντρο τους είναι η Ελληνική παροικία της Μελβούρνης στην οποία με τεράστιο μόχθο έχουν δημιουργήσει θεσμούς που αγωνίζονται να διατηρήσουν, ο κριτικός δημόσιος λόγος που αγωνιούν να συνεχίζει να καλλιεργείται· άτομα που έχουν μνήμες και εμπειρίες που επιθυμούν να εκφράσουν, αρχεία τα οποία θέλουν να οργανώσουν, χώρους να την αφηγηθούν, επιτελέσουν και να την στοχαστούν. Κυκλοφορούν ιδέες να ενσωματωθεί η ελληναυστραλιανή ιστορία και κουλτούρα στο εκπαιδευτικό υλικό των σχολείων. [κάτι που επίσης ισχύει σε ορισμένους ελληνοαμερικανικούς κύκλους.]

Η νέα χαρτογράφηση εκ μέρους της κοινότητας λοιπόν αφορά ένα πραγματικό φαινόμενο το οποίο κάποιοι μελετητές από εμάς έχουν ήδη εντοπίσει. Στην Μελβούρνη γίνομαι μάρτυρας της άρθρωσης* ενός εναλλακτικού μοντέλου «παγκοσμίου ελληνισμού» που η μεταφορά που τον αποδίδει πιο ρεαλιστικά είναι αυτής του πολυκεντρικού και πολύμορφου δικτύου σε αντίθεση με τις επικρατούσες εθνικιστικές αντιλήψεις του φυλλορροούντος δέντρου (του εθνικού κορμού) ή του οργανικού εθνικού σώματος. Το νέο μοντέλο του δικτύου αναγνωρίζει τις ποικίλες διασυνδέσεις των διαφόρων ελληνικών διασπορικών εκφράσεων με την Ελλάδα αλλά επιμένει στην αναγνώριση της ιστορικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητα της κάθε μιας. Σε αυτόν τον χάρτη η κάθε διασπορά δεν είναι ούτε περιφέρεια ούτε προέκταση του «μητροπολιτικού κέντρου» αλλά μια διαφοροποιημένη πολιτιστική πραγματικότητα.

Αυτήν την λογική εκφράζει και η υποστήριξη της νεοσυσταθείσας έδρας από την κοινότητα. Εκφράζει ακριβώς αυτήν την θέληση για αυτογνωσία και αυτονομία –το δικαίωμα να ορίζει αυτή τις ποικίλες πτυχές της ταυτότητάς της– καθώς ταυτόχρονα να καλλιεργεί ένα παραγωγικό και ισότιμο διάλογο και ανταλλαγές με την Ελλάδα και τις διάφορες διασπορές.

Γιώργος Αναγνώστου

Ο Γιώργος Αναγνώστου κατέχει την έδρα Μιλτιάδης Μαρινάκης στο πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο.


Σημείωση

* Δύο παραδείγματα, μεταξύ πολλών άλλων:

«Αναζητώντας τον πολύμορφο, πολυπολιτισμικό, πολυφυλετικό, πολυγλωσσικό και πολυκεντρικό οικουμενικό Ελληνισμό». Κώστας Καραμάρκος

“Much of our identities as Greeks are rooted in the suburbs in which we settled, raised our children and grew up ourselves, and our histories are entwined with those who shared those experiences with us whether Greek or not. Given that the subtleties and nuances of our local Greek identities distinguish us from one another and the sub-cultures that arise from our co-habitation deserve study and celebration, perhaps Dean Kotsianis’ mural can be interpreted as a profound symbol as a way of re-configuring the relevance of Hellenism to Melbourne by moving away from a narrow identification of Greeks via their place of origin within Greece, an increasingly obscure and futile endeavour considering how few of the latter generations identify in any meaningful way with their grandparents’ birthplace, to a local identity, which is rooted in the experiences and interactions of those who actually live in that area, making these relevant to all those who still remain in, or identify with that area, considering that many of those who do so, have moved out of the suburb, some photos and a lingering affection for the local football team the most enduring ties to the place of their own personal migrant foundation myth.” Dean Kalimniou