Showing posts with label Greece. Show all posts
Showing posts with label Greece. Show all posts

Thursday, November 17, 2011

Ελλάδα: Προς μια Νέα Μυθοπλασία

Το παρακάτω, που έχει δημοσιευθεί πριν τρία χρόνια (10/5/2008), είναι νομίζω εξίσου επίκαιρο σήμερα: 

«Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουνε.» Με αυτή τη λαϊκή ρήση θα μπορούσε κάποιος να αντιδράσει στη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση περί «Ελληνικότητας». Η εύλογη απορία του θα ήταν «τι συνεισφέρει τούτη η συζήτηση στην αγωνία αυτού του τόπου σήμερα, όταν η περιβαλλοντική κρίση, η χαμηλομισθία, η υποαπασχόληση, η κοινωνική παράλυση και η δυσπιστία πιέζουν για πολιτική λύση και όχι για ακαδημαϊκή ενδοσκόπηση;».

Η σύντομη απάντηση είναι ότι το θέμα «ταυτότητα» δεν είναι ανεξάρτητο από την πολιτική. Η ταυτότητα μάς προσδιορίζει και επομένως κατευθύνει τη δράση μας. Το ερώτημα λοιπόν τι είδους ταυτότητα προκρίνουμε, είναι ακραιφνώς πολιτικό. Γι΄ αυτό και διακυβεύονται τόσα στον «διάλογο» για την Ελληνικότητα.

Προς τα πού να στραφούμε λοιπόν για ένα καινούργιο όραμα ζωής, αν λάβουμε υπόψη μας και την κατάρρευση των αξιών; 

Συνέχεια εδώ, www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=68434


Wednesday, October 13, 2010

Half the island has asked to marry them (GRAMUP 4)

"Out on the terrace we could see them coming across the fields from a chapel with a blue dome. I recognized a figure in shorts and T-shirt with a sailor's cap on the back of his head. It was Tom Condor, christened Athanasios Kondarini in the Greek church in Brooklyn Heights, recently employed in an airlines office in Akron, Ohio, whom I had met at boat-drill two hours out of New York harbour. His sisters, on leave from a New York department store, their bobbed hair and pretty painted faces visible among so many heads swathed in kerchiefs, took long strides in their plaid trousers through the other slowly-moving women.
'Poor Anna and Zoe', said Phrangisko at my side. 'It seems already half the island has asked to marry them. The other half considers them–you will excuse the words–tsoules, because they paint themselves and go about in trousers. They don't deserve it, but people here are narrow in the head'" (11–12).

Andrews, Kevin. 1959. The Flight of Ikaros: A Journey into Greece. Houghton Mifflin Company.

Tuesday, October 12, 2010

She even spoke Greek with a New York accent (GRAMUP 3)

“Raised in Buffalo, married to a Greek and living in [Mani,] this parochial setting, [Lisa, born in Crete] had been walking a social tightrope for years. She even spoke Greek with a New York accent, as if determined not to lose that part of her identity. What poured out of her that night was a monologue on the roughness and violence of village life. There were hints that something was wrong in her marriage, but she was not comfortable enough with us to say more. She did say that her American upbringing was not good training for the job of a wife and mother in Mani. While her husband’s parents lived she was expected to slave for her mother-in-law. But when they died she was suddenly expected to take charge while her husband fell to pieces. She had to wash the corpses, dress them, bind them, prepare them for the grave­–and she had never so much as seen a dead person before.

Poor Lisa was thrust into a position in which she could do nothing right. She would always be the foreigner, the outsider or the whore who had stolen the affections of a handsome local boy, a real palikari.

[While revisiting the village] I caught up on Lisa’s news. Things were very bad. Because of the divorce, more and more people learned that Yiorgos had mistreated her. Before that became known, her leaving was a scandal in the village. Most people had sided with Yiorgos. Other than Marikaty and a few young women, Lisa had no allies, ….

It did not help that Lisa was considered part American, the American bitch who ruined a beautiful local boy, the President of the village. Only Yiorgos was no longer President, and that too must be Lisa’s fault. After the bombing of Belgrade it got even worse. One old woman stopped Kelly [Lisa’s daughter] and offered her candy and informed her that her mother was a whore. …

... Yiorgos refused their children Greek passports. Until they came of age they needed their father's consent to leave the country, and he refused to give it, claiming the American might steal his children. Now Lisa was afraid to leave as well, in case Yiorgos could give her more trouble or attempt to prove she was a negligent mother” (198–199, 268).

Mason, David. 2010. News from the Village: Aegean Friends. Red Hen Press.

Monday, October 11, 2010

She had the wildest-looking eyes I had ever seen (GRAMUP 2)

“The sun was setting and we saw people emerging from the olive groves at the end of a very arduous day. That is to say, the picking is not such hard word–they seem to take it slowly and they relax over their meal under the trees–but beginning and ending the day, carrying supplies out and returning home with huge bags of olive on their backs, looks very hard, especially knowing it is all they have. The women do most of what is difficult. Mothers walking home with supplies for the meal strung in front and bags of olives behind, while their husbands merely lead the laden donkeys. As we sat by the road that evening a woman approached us who looked as though she had escaped from some monastery, a prisoner of mad monks. She had the wildest-looking eyes I had ever seen, but seemed to know the other women and to have just come from her own trees. She looked at us and said, “You speak English?” and when we said yes she asked, “Where you from?” We had begun to notice something about her accent, but thought nothing of it and told her we were from New York. “No,” she said. “I’m from Albany, can you believe it?”

“Are you Greek?”

“No way, you are kidding? I’m no Greek. I married a Greek, the S.O.B. I used to live in Jersey, Atlantic City, on the boardwalk. I married this guy and came over with him.”

Basically, her story was this: her Greek husband had already been married in the old country. His first marriage was Orthodox, and his second was not, so, by Greek standards, he is not a bigamist and any children by his second wife are not hers to keep. The poor woman was living in Deep Mani … in order to day near her children, trying to work out a way to get them to America. She could not entice her husband back to the States, of course, because, as she said it, “He sets foot in the States and I got him for bigamy” (113–114).

Mason, David. 2010. News from the Village: Aegean Friends. Red Hen Press.

Sunday, October 10, 2010

Η Αννα Κόκκινος Σκηνοθετεί την Εργατική Τάξη

Κόρη μεταναστών από τις Σέρρες, μεγάλωσε στις εργατικές συνοικίες της Μελβούρνης, που αποτελούν το φόντο του κινηματογράφου της. Επιστρέφει στην Ελλάδα για την προβολή της ταινίας της «Ευλογημένες ψυχές»

Γιάννης Ζουμπουλάκης | Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

«Θα πρέπει να το παραδεχθώ,οι επαφές μου με την Ελλάδα δεν έχουν υπάρξει και τόσο στενές» λέει η ελληνοαυστραλέζα σκηνοθέτις Αννα Κόκκινος με μια νότα απολογίας στη φωνή της. «Η δουλειά με έχει φάει ... ». Βρισκόμαστε στον ημιώροφο του ξενοδοχείου Grande Βretagne, η Κόκκινος πίνει καφέ και σκέφτεται το τσιγάρο που αμέσως μετά τη συνέντευξη θα ανάψει στον δρόμο...

Αλήθεια είναι. Η δουλειά ήταν που είχε φέρει την Αννα Κόκκινος πριν από κάτι παραπάνω από 10 χρόνια στην Ελλάδα και η δουλειά την ξανάφερε προσφάτως εδώ. Και τις δύο φορές υπήρξε προσκεκλημένη του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας που το 1998 πρόβαλε το «Ηead on», το ντεμπούτο της Κόκκινος στη μεγάλου μήκους ταινία, και σήμερα τις «Ευλογημένες ψυχές», που είναι η τρίτη της. Στο διάστημα που μεσολάβησε δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ξανάρθει, αν και πολύ θα το ήθελε.
Η καριέρα στη δικηγορία, το πάθος του σινεμά
Η Αναστασία Κόκκινος έχει γονίδια εργατικής τάξης. Γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1958 στα δυτικά προάστια της Μελβούρνης, όπου και μεγάλωσε σε περιοχές παρόμοιες με αυτές που αποτελούν φόντο όχι μόνο των «Ευλογημένων ψυχών» αλλά όλων των ταινιών της. Τη δεκαετία του 1950 οι γονείς της άφησαν τον τόπο καταγωγής τους, τις Σέρρες, και μετανάστευσαν στην Αυστραλία όταν η χώρα του Down Under γινόταν ένα τεράστιο χωνί μεταναστών απ΄ όλον τον κόσμο.
«Ο πατέρας μου κατασκεύαζε εργαλεία, η μητέρα μου δούλευε στη φάμπρικα. Μεγάλωσα σε εργατικές περιοχές της πόλης, επομένως όλη η δουλειά μου προέρχεται από το σετ των εμπειριών που έζησα εκεί. Ακόμη και να θέλεις να ξεφύγεις από το παρελθόν σου, αυτό θα σε ακολουθεί εφ΄ όρου ζωής».

Στα εφηβικά της χρόνια η Αννα Κόκκινος ερωτεύθηκε το ευρωπαϊκό σινεμά.
«Ημουν ερωτευμένη με τις ταινίες του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, του Αντρέι Ταρκόφσκι... Είδα ξαφνικά τις δυνατότητες του σινεμά ως τέχνης και τις δυνατότητές του να πραγματευτεί την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Ωστόσο ως καλή Ελληνοαυστραλέζα της εποχής μου σπούδασα Νομικά και άσκησα το επάγγελμά μου για αρκετά χρόνια. Το απίστευτο πάθος μου για τον κινηματογράφο όμως δεν με εγκατέλειψε ποτέ».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Κόκκινος αποφάσισε ν΄ αφιερωθεί στο πάθος της και το 1991 αποφοιτούσε από το μεταπτυχιακό τμήμα της Σχολής Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Victorian College of the Αrts΄ School. Το ντεμπούτο της στη σκηνοθεσία έγινε με τη μικρού μήκους ταινία «Οnly the Βrave» (1994), η οποία ταξίδεψε σε φεστιβάλ όλου του κόσμου, μεταξύ των οποίων εκείνα της Βενετίας, του «Νew Directors΄ Νew Film» στη Νέα Υόρκη και του Τορόντο. Τιμήθηκε από το Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Αυστραλίας με τα βραβεία καλύτερης μικρού μήκους ταινίας, σεναρίου και ερμηνείας, ενώ απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μελβούρνης και το βραβείο Dendy στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σίδνεϊ. «Κυνήγησα το πάθος μου και να που 20 χρόνια αργότερα εξακολουθώ να κάνω ταινίες».

Οι πόρτες της επιτυχίας θα άνοιγαν το 1998, όταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Κόκκινος, το «Ηead on», έκανε πρεμιέρα στο 15ήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες και έγινε το θέμα του φεστιβάλ. Το πορτρέτο ενός Ελληνοαυστραλού ( Αλεξ Δημητριάδης ) με μπερδεμένη σεξουαλική ταυτότητα άρεσε για την αμεσότητά του και βραβεύθηκε στο L & G Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, στο Οutfest του Λος Αντζελες και από το Σωματείο Συγγραφέων και Σεναριογράφων της Αυστραλίας. Η προοπτική για μια καριέρα στην Αμερική ήταν μπροστά στην Αννα Κόκκινος. «Είχα όντως την ευκαιρία να δουλέψω στην Αμερική και δεν λέω ότι δεν πήγαινα ποτέ εκεί. Δεν είναι κανόνας μου να κάνω τις ταινίες μου αποκλειστικά στην Αυστραλία. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι κατάφερα να κάνω τη δουλειά που ήθελα στο σπίτι μου. Δημιουργικά μιλώντας αυτό είναι πολύ σημαντικό, να μπορώ να γαλουχώ τη δική μου φωνή,να συνεχίζω να λέω τις ιστορίες που θέλω να πω, να κάνω πράγματα που ενδιαφέρουν εμένα. Δεν υπάρχει λόγος να φύγω».

Αυτό που η Κόκκινος σκέφτεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια είναι να ανακαλύψει τη χώρα που δεν γνώρισε ποτέ όσο θα ήθελε, την Ελλάδα. «Δέκα χρόνια πριν το είχα ξανασκεφτεί, αλλά μετά επιστρέφεις σπίτι σου, μπαίνεις ξανά στους ρυθμούς σου και το ξεχνάς. Αυτή την φορά όμως ερχόμενη εδώ ένιωσα διαφορετικά. Ηδη φλερτάρω με την ιδέα μιας ιστορίας που ενδεχομένως θα λάμβανε χώρα στην Ελλάδα αλλά και στην Αυστραλία. Δεν θέλω όμως να κάνω τίποτε εσπευσμένα. Κάθε καλή ιστορία πρέπει να βγαίνει οργανικά από μέσα σου και να έχει ισχυρές βάσεις. Η ζωή είναι μικρή και το παιχνίδι του κινηματογράφου σκληρό. Πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέει η καρδιά σου. Ειδάλλως δεν έχει νόημα. Ο λόγος που εγκατέλειψα μια καριέρα στη δικηγορία δεν ήταν επειδή δεν μου άρεσε αλλά επειδή δεν μου προκαλούσε πάθος. Κάθε ταινία που κάνω θέλω να πιστεύω ότι είναι φτιαγμένη με πάθος». ...

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artId=356819&dt=26/09/2010

Friday, October 8, 2010

Greek America in "Unexpected" Places (GRAMUP 1)

They keep appearing in rather unexpected sources: An American poet’s memoir of his experiences in Greece; a Greek novelist’s autobiographical writing; a British literature professor’s account of life in Athens. I refer to stories about people and events related to Greek America: A narrative of how an immigrant becomes wealthy, the experience of an American wife living in a Greek village, a Greek American who starts a new life in Greece, adoption practices among Greek Americans.

These discoveries take place during “spare-time” reading, challenging my research habits and assumptions. I wouldn’t have normally turned to a memoir of a British professor, say, to locate a Greek American tall tale; I would have first and foremost sought for it in folkloric sources. Yet, to my delight, it popped up in a story told by a British classics teacher to a British professor, all this in the port of Aegina. These are the treasures that “random” reading may reward to a researcher.

We shouldn’t be surprised, however. As immigration and ethnic routes inextricably sustain complex networks connecting Greece with places beyond its borders, narratives unfolding in Greece are bound to frequently include transnational dimensions. This directs us to contemplate the following: One could read Greek as well as American texts with an aim to draw out the transnational aspects of Greek worlds. Once the archive is processed in this manner one could imagine the production of new mappings of how people, ideas, and material goods circulate across borders, transnationally.

I will start reporting these dimensions for greater visibility. (In fact my earlier blog entry on Henry Miller has been an initial step on this kind of reporting.) In this manner, this blog may offer yet another unexpected source for locating Greek American research material.

Here is an entry:

A Greek American Tall Tale

“It was Gerald [Thompson, a British classics teacher] who told me the history of Bessie's. It has its beginnings in New York. There, at the very end of the nineteenth century, a Greek immigrant, let's call him Yannis, read in his newspaper that a family of Greek extraction was looking for someone to accompany the coffin of a relative back to Greece for burial in native ground. Naturally, the successful applicant, in order to deal with local officials and their requirements, would have to speak good Greek and be conversant with Greek burial customs, and he could expect to be well paid for his work. He would also receive a free return steamship ticket to New York. Yannis applied, was accepted, and set sail with his unusual cargo. As the boat neared its destination, Yannis for some reason decided to take a peek inside the coffin. Surprise, surprise. There was no body. There was, however, a box which, when prised open, proved to contain gold bars and jewellery. By the time the ship docked at Piraeus the gold and jewels had become part of our man's property. He then made for Aegina, though why is not revealed, where he used the money to build a hotel in the middle of the island, conveniently near the temple of Afaia, so that the visitors who came from far and near to wander about the place would have somewhere to lay their weary bones. His mother, who was put in charge of the hotel, was called Bessie, and before long the hotel itself was called Bessie's. Unfortunately, the visitors did not come in sufficient numbers and after a few years the hotel was converted into a sanatorium for TB sufferers, to whom it could be recommended because of the clear piney air, and because surrounding herds of goats guaranteed plentiful supplies of milk which was then held to be essential to the successful treatment of TB. But not wanting to give up on the hotel business, Yannis opened another establishment down on the waterfront, once more taking his mother's name – presumably to throw off the scent anyone from the outsmarted new york set who might have come looking for him” (154–155).

Lucas, John. 2007. 92 Acharnon Street. London Eland.

Thursday, August 19, 2010

The Greek Americans (of Tarpon Springs) as the Past and the Future of the Greeks (I)



BBC discovered in America a politically self-innocuous explanation for the Greek economic crisis. The place was Tarpon Springs, Florida, and the sources were, well, local Greek Americans. A mere three individuals were interviewed, an old timer, a restaurant owner, and the local priest.

Here is the mini visual ethnography accompanied by a short commentary, entitled Greek Traditions Live on in Tarpon Springs. Let's take the time to watch the segment, all 5.10 minutes of it:

news.bbc.co.uk/2/hi/programmes/world_news_america/8882354.stm

A disturbing element in this piece is its economy of scale. A few individuals produce grand claims. There is no effort to correct this imbalance of acute disproportion, as the reporter makes no attempt to identify alternative points of view; he shows no interest in scaling down the generality of the claims. What is elicited from the few conveniently passes as the inviolate truth that applies to the whole.

Additional elements cause further uneasiness. The conspicuous absence of analysis in this reportage is particularly troubling given the ideologically loaded commentaries of the interviewees. The points of view of the "natives" are treated as transparent truths, as authentic gems of knowledge that need no further contextualization. Thus the segment simply features a Greek American who orientalizes the Greeks, citing "Greek laziness" as the root cause of the Greek crisis.

It is not that Greek society does not have its share of blame for the crisis. But indicting the Greeks as lazy–and for that matter offering laziness as the explanation for the problem–is dead wrong, a testament of the power of Orientalism among some Greek Americans. In offering this simplistic culturalist explanation to a complicated political and economic issue of a global scale, unreflective Greek Americans join the western chorus of singling out the Greeks as the exclusive culprits in this disaster. The BBC segment conveniently makes no gesture to trouble this picture.

The "film" not only underwrites Orientalism but hints of the Greek Americans of Tarpon Springs as the model for the Greeks of tomorrow.

The story line is unambiguous. Greek America in this locality is construed along two temporalities. One the one hand, the community has been preserving its past intact as in a time-capsule; there is a fundamental sameness between the time of immigration, about a century ago, and the present. In experiencing the ethnic enclave today one experiences the Greece of the past. Time has stuck in the 1900s which is seen as the base line of a "real Greece," exclusively preserved in Tarpon Springs. It is this static view of culture allowing the statement, "Greeks from Greece come here and say that this is Greece not [what you find in] Greece."

On the other hand, the community always finds itself in tune with changes in the host society, readily responding to American modernity. Greek Americans' work ethic is a "distinctly modern" trait they picked up in America. Even traditionalist women embrace Obama politics.

There no intersection between the two temporalities. One Greek American male can be, say, a feminist American and at the same time a traditional patriarch; or an advocate of modernity and a devout traditionalist; all this with no trace of irony whatsoever.

Greek America is then simultaneously construed as a static entity encapsulating an essential Greekness and a dynamic one fully galloping through the contemporary western landscape to harvest its bounty. The hyphen is bifurcated: The Greek component directs itself toward the past, which comprises a set of eternal traditional values worth preserving. The American component is forward looking, introducing layers of modernity, improving the Greek, turning the ethnic into a contemporary subject.

This model of identity limits agency among the Greeks. It cannot account for a Greek identity acting upon tradition and reinventing it, mixing codes, or defining itself outside the contours of tradition. A Greek in this formulation is relegated to reproducing tradition, preserving intact what is already available. And, since Greek identity is inescapably defined by the past, a desirable contemporary Greek is one who imitates the West. A Greek needs a western hyphen in order to claim contemporaneity.

And in its conclusion the segment winks at the viewer, if Greece is necessarily heading toward change, couldn't it be that the Greek Americans so construed serve as a mirror for its future image? Couldn't it be that this Greek America embodies the past and future of tomorrow's Greece?

(To be continued)

Wednesday, June 16, 2010

Από τα «Πηγαδάκια» στον «Κινούμενο Θίασο»


Στο πρόσφατο παρελθόν ήταν τα λεγόμενα «πηγαδάκια». Θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτές τις εστίες έντονης αντιπαράθεσης πολιτικών απόψεων μεταξύ αγνώστων. Νεοφερμένος στη Θεσσαλονίκη στα μέσα του 1975 από την μικρή μου (τότε) επαρχιακή πόλη, τα θυμάμαι χαρακτηριστικά να φυτρώνουν σα μανιτάρια σε πλατείες, πάρκα, ή οποιοδήποτε άλλο ανοιχτό δημόσιο χώρο. Στην εκρηκτική περίοδο μετά την μεταπολίτευση τα πηγαδάκια εξέφραζαν με τον πιο δραματικό τρόπο την επανάκτιση της πολιτικής ελευθερίας.

Έλεγε ο καθένας το μακρύ και το κοντό του παθιασμένα, με αγωνιστική διάθεση να σαρώσει τον αντίπαλο του, χειρονομόντας και ενίοτε χειροδικόντας. Η διαφωνία όριζε αυτήν την δημόσια λογομαχία, που κάλυπτε όλων των ειδών τους ρητορικούς τρόπους, από παπαγαλισμό τίτλων εφημερίδων, θεωρίες συνωμοσίας, μέχρι και λαϊκά αποφθέγματα. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ένα «καφενείο στα όρθια» όπου η εμπλοκή με τα κοινά διαδραματιζόταν με τον πιο μη πειθαρχημένο τρόπο, δημιουργόντας μια αναρχική βαβέλ πολυφωνίας.

Aυτό το ήθος έχει περάσει σήμερα και στα λεγόμενα τηλεοπτικά παράθυρα, μόνο που εδώ είναι οι επώνυμοι τώρα που επιχειρηματολογούν και διαπληκτίζονται εκ του μακρόθεν.

Το ζωντανό, «χειροπιαστό» πηγαδάκι δεν έχει βέβαια σβήσει. Το ζει κανείς συχνά και έντονα και στις μέρες μας, αλλά σε έναν διαφορετικό δημόσιο χώρο και σε μια πολύ πιο εστιασμένη αντιπαράθεση.

Σήμερα διαδραματίζεται στα λεωφορεία όπου πλέον αυτό που (εκ)δικάζεται είναι οι μετανάστες. Το σενάριο είναι προβλέψιμο όσον αφορά τις βασικές θέσεις, αλλά η δημιουργικότητα βασιλεύει στον διάλογο, όπου οι ατάκες είναι και αιχμηρές και πρωτότυπες.

Η όλη ιστορία αρχίζει όταν κάποιος από τους επιβάτες σφυρίζει ένα υποτιμητικό σχόλιο για ένα μετανάστη–συνεπιβάτη. Πολλές φορές προέρχεται από υστεροβουλία, μια ηλικιωμένη κυρία που μάταια αναζητά θέση για κάθισμα καταφέρεται ότι σαν ιθαγενής Ελληνίδα έχει αυτή το δικαίωμα της θέσης και όχι οι «ξένοι» που στρογγυλοκάθονται. Άλλες φορές πάλι το καυστικό σχόλιο θα βγει αναπάντεχα, πάλι υποτιμητικά για τους μετανάστες, πάλι ιεραρχόντας εθνότητες.

Αλλά οι αντιφρονούντες δεν σιωπούν. Ίσα ίσα σαν μαχαίρια βγαίνει η διαφωνία, η δημόσια υπεράσπιση των μεταναστών και οι προσβολές, περίγελος, ή ειρωνεία για τους Ελληναράδες. Το πηγαδάκι έχει μεταλλαχθεί σε κινούμενο θίασο. Η αντιπαράθεση είναι άκρως πολιτική. Και το τραγικό είναι ότι οι μετανάστες–πρωταγωνιστές σε αυτές τις ανταλλαγές συχνά–αλλά όχι πάντα–σιωπούν· είτε γιατί φοβούνται, είτε γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την γλώσσα, είτε για άλλους άγνωστους λόγους, είναι τα μέλη του θιάσου που τους πέφτει πρωταρχικά ο λόγος αλλά δεν παίρνουν τον λόγο.

Ο κινούμενος θίασος δεν έχει περάσει απαρατήρητος από τους λογοτέχνες. Ιδού μια εθνογραφική απόδοση του στην ιστορία «Η Μετανάστις» του Χριστόφορου Μηλιώνη (Τα Πικρά Γλυκά: Ιστορίες. Μεταίχμιο, 2008:142–147):

Στο σταθμό της Καλλιθέας μπήκε μια γυναίκα στρογγυλοπρόσωπη και κιτρινιάρα, που έδειχνε μάλλον για Ασιάτισσα, και άρχισε να διαφημίζει σε άγνωστη γλώσσα την πραμάτεια της – μια σακουλίτσα με χαρτομάντιλα, που τα πήγαινε από επιβάτη σε επιβάτη και τα έδειχνε, ζητώντας μ' αυτόν τον εύσχημο τρόπο την ελεημοσύνη του.
«Να τους μαζέψουν όλους αυτούς και να τους στείλουν στην πατρίδα τους!» είπε με πείσμα η κυρία δίπλα μου, δαγκώνοντας μια μια τις λέξεις, χωρίς να στρέψει καν το πρόσωπό της, έτσι που αναγκάστηκα για μια στιγμή να περιφέρω γύρω το βλέμμα μου, για να βεβαιωθώ πως μιλούσε σ' εμένα. Κι αφού βεβαιώθηκα πως πράγματι σ΄εμένα μιλούσε, παρατήρησα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή χωρίς να γυρίσω το πρόσωπό μου:
«Κι αν μαζέψουν όλους τους Έλληνες από Γερμανία, Σουηδία, Βέλγιο, Αυστραλία, Καναδά και να τους στείλουν όλους εδώ;»
«Οι Έλληνες έχουν εκεί σαράντα χρόνια» είπε η ασάλευτη κυρία με το ίδιο πείσμα.
«Κι αυτοί, ύστερα από σαράντα χρόνια θα έχουν ακριβώς σαράντα χρόνια!» παρατήρησα.
«Να πεθάνουν!» είπε τότε η κυρία με φαρμακερό πείσμα.
Η κακία της ξεπερνούσε πια κάθε όριο διαλόγου. Έτσι κράτησα την ψυχραιμία μου και είπα χωρίς να την κοιτάζω – όπως άλλωστε έκανε κι εκείνη:
«Και το ωραίο είναι πως αύριο θα πας στην εκκλησία, θ΄ανάψεις κερί, θα κάνεις μεγάλους σταυρούς!... Και ίσως θα μεταλάβεις!...»
...
Οστόσο το πράγμα δεν σταμάτησε εκεί.
...
Μάλιστα σε κάποια στιγμή που το λεωφορείο είχε πάρει την ανηφόρα της Ασκληπιού, ένας επιβάτης στην προσπάθεια του να φτάσει στο κόκκινο μηχάνημα και ν΄ακυρώσει το εισιτήριο του, μ΄έσπρωξε, κι εγώ γύρισα και κοίταξα. Αλλά με την κίνησή μου ξέφυγε από το χέρι μου μια από τις πλαστικές σακκούλες και μου ήταν δύσκολο να σκύψω να την πάρω, επειδή ακριβώς μπροστά μου στεκόταν μια γυναίκα χοντρή με πολύχρωμο καφτάνι και μαντίλα γύρω στο αφρικανικό πρόσωπό της. Η γυναίκα είδε την κίνηση μου, αντιλήφθηκε την αμηχανία μου και με μια επιδέξια κίνηση, λυγίζοντας τα γόνατα, έπιασε τη σακούλα και μου την έδωσε. Την ευχαρίστησα, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα μια κυρία που στεκόταν δίπλα της ενοχλήθηκε και της παρατήρησε αυστηρά:
«Να προσέχεις, κυρά μου, πού ακουμπάς τους γοφούς σου!»
Η ξένη τότε οργίστηκε και ξέσπασε σ΄ένα χείμαρρο ακατάληπτου λόγου, όπου ξεχώριζε μονάχα μια λέξη που επαναλαμβανόταν κάθε τόσο, κάτι σαν «μαϊμού!... μαϊμού!...», που ποιός ξέρει τι σήμαινε στη γλώσσα της αφρικάνικης φυλής της. Ήταν όμως φανερό πως την έλουζε, και η άλλη, η Ελληνίδα, προσπαθούσε να της το ανταποδώσει, αλλά το μόνο που κατάφερνε να πει ήταν: «Κοίτα γλώσσα! Κοίτα γλώσσα!» Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται κωμικό και οι στριμωγμένοι επιβάτες γελούσαν κι έδιναν έτσι διέξοδο στον εκνευρισμό τους.
«Δεν φταίει η κυρία» πήγα να εξηγήσω «απλώς προσπάθησε να με βοηθήσει, γιατί με σπρώξανε και μου πέσανε τα ψώνια μου».
Επενέβη τότε οργισμένος ο κύριος, που με είχε σπρώξει, και μου παρατήρησε αυστηρά και λίγο ασυνάρτητα:
«Αν θέλεις να την υπερασπιστείς, να πας κι εσύ στην Αφρική να ζήσεις».
Σκέφτηκα πως δεν άξιζε να πάρω στα σοβαρά την αντιδικία και είπα χαμογελώντας:
«Δεν πιστεύω να είναι χειρότερα από δω!»
Κι εκείνος μου το ανταπέδωσε:
«Εγώ είμαι περήφανος για τον τόπο μου!»
Ακούστηκε τότε δίπλα μου μια φωνή να λέει χλευαστικά:
«Χα, χα, χα! Δεν ξέρω αν κι ο τόπος σου είναι υπερήαφανος για σένα!»
Ήταν ένας νεαρός με σκουλαρίκι, με ξυρισμένο κεφάλι κι αξύριστο πιγούνι.
Οι επιβάτες ξέσπασαν σε γέλια, το αυτοκίνητο σταμάτησε στη στάση Τσιμισκή και ο κύριος βιάστηκε να κατέβει, ενώ η Αφρικάνα που, ως φαίνεται, δεν είχε αντιληφθεί πολλά πράγματα και περιέφερε αμήχανα τους άσπρους βολβούς των ματιών της, συνέχιζε την καταρρακτώδη διαμαρτυρία της, όπου πηγαινοερχόταν εκείνη η λέξη «μαϊμού... μαϊμού...» λες και το εξωτικό τετράποδο πηδούσε συνεχώς από δέντρο σε δέντρο μες στο παρθένο δάσος των λόγων της.

...

Tuesday, June 15, 2010

Αρχίζει το Ματς, Μέσα και οι Μετανάστες!


Οι διάφορες πτυχές στην σχέση μεταξύ μεταναστών και αθλητισμού διακρίνονται πιο καθαρά αν προσεγγίσει κανείς το θέμα σε συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτιστικά πλαίσια.

Για τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική της δεκαετίας του 1950, παραδείγματος χάριν, η συμμετοχή (και μεγαλειώδης μάλιστα) του Aristotle George (Harry) Agganis στο μπέιζ μπολ, το εθνικό σπορ της Αμερικής, αντιπροσώπευε το όνειρο της ίσότιμης κοινωνικής συμμετοχής. «Δεν είμαστε πια ξένοι. Χάρη στον Harry είμαστε πάλι οι Χρυσοί Έλληνες,» δήλωνε χαρακτηριστικά η μητέρα του, δύο χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του. Η ατομική επιτυχία σε εθνικό επίπεδο λειτουργούσε και σαν εισητήριο για την σεβαστή αποδοχή του εθνοτικού συνόλου.

Η προτίμηση για ένα ατομικό-επιθετικό άθλημα όπως η ξιφασκία, από την άλλη μεριά, έχει αποδοθεί (από την Olympia Dukakis για παράδειγμα) στον άγριο θυμό που φούντωνε στα παιδιά των μεταναστών που βίωναν εθνοτικές διακρίσεις. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το σενάριο. Αντί να γίνεις φονιάς για να αντιπερασπιστείς την προσβολή του υποβιβασμού σου το ρίχνεις στην νόμιμη κατά μέτωπο επίθεση με το ξίφος. Αφήστε που σ΄αυτές τις καταστάσεις πέφταν βροχή και πραγματικές μπουνιές, σφαλιάρες και γενικά πλακώματα. Δεν θα εκπλαγόμουν από μια ανάλυση που θα συνέδεε το μποξ και την πάλη με αυτού του είδους τα βιώματα. Αν με μειώνεις εσύ καθημερινά, αν ποδοπατάς τους (μετανάστες) γονείς μου, έλα να τα πούμε στην αρρένα· κι αν σου τις βρέξω θα πάρω και βραβείο κιόλας. Να λοιπόν τι εξηγεί την μέθη των Ελλήνων μεταναστών τις δεκαετίες των ΄30 και ΄40 κάθε φορά που ο θρυλικός Christos Theofilou, ο επονομαζόμενος "Golden Greek" Jim Londos, ταπείνωνε τους αντιπάλους του (για ένα σχετικό σχόλιο και footage δέστε το ντοκιμαντέρ, thejourneygreekamericandream.org/)

Μια πρόσφατη καταχώρηση στη μπλογκόσφαιρα για το μουντιάλ προσθέτει άλλη μια διάσταση στο θέμα μας. Ο Κωστής Κουρέλης, στην καταχώρηση του οποίου αναφέρομαι, μας προσκαλεί να σκεφτούμε το ποδόσφαιρο όχι σαν ένα «ξένο» σπορ στην Αμερική αλλά σαν ένα σπορ του οποίου η σπονδυλική στήλη (οι παίκτες δηλαδή) είναι άμμεσα συνδεδεμένη με το φαινόμενο της μετανάστευσης, δηλαδή με το «ξένο» στην Αμερική που επαναπροσιορίζεται σαν εθνικό.

Ο Κωστής ανατρέχει στις οικογενειακές καταβολές των παικτών της εθνικής Αμερικής αναδεικνύοντας τις κατά κόρο μεταναστευτικές ρίζες ή εμπειρίες τους. Μαθαίνουμε ότι ο Benny Feilhaber γεννήθηκε στην Βραζιλία, ότι οι γονείς του Oguchi Onyewu προέρχονται από την Νιγηρία, ενώ ο Clint Dempsey έμαθε ποδόσφαιρο παίζοντας με Μεξικανούς μετανάστες στο Τέξας. Ας προσθέσουμε σε αυτήν την λίστα και μια παλαιότερη Ελληνομερικανική δόξα, τον πολύ Panayoti Alexander (Alexi) Lalas, ο οποίος ευδοκιμεί σαν ποδοσφαιρικός σχολιαστής στο ESPN και ABC.

Μια τέτοιου είδους ανάλυση της Αμερικανικής ομάδας σαν το «National Team of Immigrants» μπορεί να ξέφυγε των σχολιαστών του ESPN αλλά όχι και του Κουρέλη (kourelis.blogspot.com/).

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε μια ακόμα καταχώρηση στην μπλογκόσφαιρα που φαινομενικά δεν έχει να κάνει τίποτα με το θέμα μας. Πρόκειται εδώ για μια καθημερινή σκηνή στην Αθήνα όπου κατά το πλείστον άρρενες μετανάστες και μη είναι προσηλωμένοι στα ματς του μουντιάλ. Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Γκαζμέντ Καπλάνι, που συμμετέχει «αραγμένος» στην καφετερία Everest της γειτονιάς του, δεν έχει τα μάτια του κολλημένα αποκλειστικά στην οθόνη. Λειτουργεί εθνογραφικά, καταγράφοντας συμπεριφορές, στάσεις, και διαχωρισμούς στο μικρόκοσμο του δημόσιου ποδοσφαιρο-φεστιβάλ. Να πως καταγράφει «τις διαφορετικές χειρονομίες που συνοδεύουν τις ποδσφαιρικές φάσεις»: «Όταν χάνεται ένα γκολ, ελληνικά, συνοδεύεται με μούντζα ή σταυροκόπημα. Αλβανικά με μια κίνηση του χεριού που σημαίνει <Αϊ στον διάβολο>. Οι άραβες μετανάστες χτυπούν το μέτωπο ή το στήθος τους» (tanea.gr/default.asp?pid=10&ct=13&artID=4579742).*

Υπάρχει βέβαια μια οφθαλμοφανής διαφορά μεταξύ των δύο παραπάνω καταστάσεων. Στην πρώτη οι «μετανάστες» είναι μέσα στο γήπεδο, οι κεντρικοί ήρωες· ενώ στη δεύτερη είναι έξω, ούτε καν κομπάρσοι. Στην πρώτη οι «μετανάστες» είναι η εθνική, στην δεύτερη ίσως και να μη θεωρούνται καν μέλη του έθνους.

Το να συγκρίνουμε βέβαια αυτές τις καταστάσεις θα ήταν άτοπο χωρίς να λάβουμε υπ΄όψιν μας τις ριζικά διαφορετικές ιστορίες της μετανάστευσης σε Αμερική και Ελλάδα. Αλλά ποιός ξέρει. Με την αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα, είναι δυνατόν στο μέλλον ταλέντα με ονόματα όπως «Τζαμίλ» και «Ογκόυα–Σοφοκλής» να λαμπρύνουν την εθνική φανέλλα· να σκοράρουν σωρηδόν χωρίς άδικα να τους ελέγχει η κοινωνία–διαιτητής σαν οφφσάιντ. Αμήν γιατί και goal, και σκληρή δουλειά, και διακρίσεις χρειαζόμαστε.

Ο χρόνος θα δείξει.

* Για περαιτέρω σκέψεις για την γλώσσα των εκφράσεων και την μεταφορική σημασία του ποδοσφαίρου δέστε, opinionator.blogs.nytimes.com/2010/06/16/a-world-cup-mentality/?hp

Saturday, June 12, 2010

Η Ελληνική Κρίση σε Στίχους


Ο Διονύσης Σαββόπουλος έσπευσε να μας υπενθυμίσει πρόσφατα τους στίχους με τους οποίους είχε καταδικάσει την Ελληνική κοινωνία το 1989, καταγγέλοντας το «όραμα κονόμας» και «ένας βίος φιλοτομάρης» που τόσο έχουν ταλαιπωρήσει την (τελικά πάλι) Ψωροκώσταινα (enet.gr/?i=events.el.home&id=171737).

Αν είναι να τραγουδήσουμε αυτές τις εποχές αυτά ας τραγουδήσουμε, και όχι άλλα ζαχαρωμένα όπως θα έλεγε και η Μπέλλου. Θα πρόσθετα και ακόμα δύο συνθέσεις που πέτυχα πρόσφατα ξεφυλλίζοντας την ανθολογία «Ο Κόσμος ο Δικός μου» του Άκη Πάνου (Εκδόσεις Γνώση, 1980). Το πρώτο είναι η «Κοινωνία,» ερμηνευμένο από το Μανώλη Μητσιά (1977), και που πρωτοπαίχτηκε στο «Παλαί ντε Σπορ» της Θεσσαλονίκης στις 15.1.1967. Το δεύτερο είναι η «Κοινή Αγορά,» ερμηνευμένο από τους Μιχάλη Μενιδάτη και Γιάννη Πάριο (1978).
[και τα δύο σε πολυτονικό στο πρωτότυπο]

Κοινωνία

Την κοινωνία
που τήνε σπρώχνουν στον κατήφορο τα λάθη
κι αργοπεθαίνει
μες στην ψευτιά, την αμαρτία και τα πάθη,
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
–τι ειρωνεία–
εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία.

Την κοινωνία
που και πιστεύει, και παλεύει, και ελπίζει,
μα αυτό που χτίζει
από τη μοίρα της σπρωγμένη το γκρεμίζει,
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
–τι ειρωνεία–
εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία.

Κοινή Αγορά

Όταν θα μπούμε στην Κοινή την Αγορά
όταν θα γίνουμ' Ευρωπαίοι επισήμως,
δε θα κοιτάζουμε τους άλλους πονηρά
κι οι συνεταίροι, θα μας φέρονται εντίμως.

Εμείς θα στέλνουμε αγγούρια κρητικά
και θα εισάγουμε τα πάντα από τη Δύση.
Θα ΄ρθουνε ήθη κάπως πιο ελαστικά
και δε θα φτάνει στο κακούργημα η χρήση.

Τώρα θα πεις: πως ονομάζεται Κοινή;
Κι αυτή η λέξη εξηγείται πολυτρόπως.
Μα αφού «δε γίνεται να ζήσουμε ορφανοί»
με την «κοινή» θα βολευτούμε όπως–όπως.


–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι προσωπικά θα αγνοούσα το «από τη μοίρα της σπρωγμένη το γκρεμίζει» του πρώτου και θα κρατούσα ευλαβικά την ειρωνεία του δεύτερου.

Thursday, May 13, 2010

Διανοούμενοι Βάλτε τα Δυνατά σας!

Η τωρινή κρίση που μαστίζει την Ελλάδα φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη μιας ριζικής αλλαγής στη σχέση πολίτη-κοινωνίας. Απαιτεί μια νέα αφήγηση που να διαχυθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, από μαθητές μέχρι συνταξιούχους.

Είναι μια ιστορική στιγμή που θα ήταν ασυγχώρητο στους διανοούμενους να παραμείνουν αμέτοχοι. Να ένα πρώτο βήμα:

www.enet.gr/?i=news.el.article&id=161663