Η διακίνηση παιδικών πληθυσμών κατά την διάρκεια του Ελληνικού εμφυλίου αποτελεί ένα πολυσυζητημένο ιστορικό θέμα, του οποίου η Ελληνο-Αμερικανική διάσταση έχει σχετικά παραμεληθεί από την Ελληνο-Αμερικανική ιστοριογραφία. Είναι λοιπόν έγκαιρο να παραθέσω κάποια σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο "Η καλοσύνη των ξένων: μια αληθινή ιστορία" του Πέτρου Τατσόπουλου (Μεταίχμιο, 2004) το οποίο αναφέρεται στο φλέγον θέμα:
«Η εμμονή της [βασίλισσας Φρειδερίκης] ήταν τα παιδιά. Γνώριζε από πολύ παλιά–από τον καιρό ίσως που ήταν η ίδια μέρος της ναζιστικής νεολαίας, πριν παντρευτεί τον Παύλο και κατηφορίσει προς θερμότερα κλίματα–πως όποιος κερδίζει τα παιδιά κερδίζει τον επόμενο γύρο, κερδίζει το μέλλον, κερδίζει τελικά το παιχνίδι....
Σχεδόν ταυτόχρονα η "Μεγάλη Επιτροπή του Εράνου" (το 1947), υπό την προεδρία της Φρειδερίκης, αποφασίζει τη δημιουργία της πρώτης παιδόπολης. ...
«"Ο έρανος των βορείων επαρχιών και οι παιδοπόλεις" επανέρχεται ο Κώστας Βαξεβάνης [στο Χαμένο γονίδιο, Ελληνικά Γράμματα, 2004 (perizitito.gr/product.php?productid=45213&page=1)] "ήταν μονάχα η φανερή κορυφή του παγόβουνου. Στο παρασκήνιο, η Φρειδερίκη συνεργάστηκε με υψηλά ιστάμενα στελέχη των ΑΧΕΠΑΝΣ στις Ηνωμένες Πολιτείες κι έστειλε έναντι αδρής αμοιβής, κυρίως σε ελληνοαμερικανικές οικογένειες της ανατολικής ακτής, περίπου οκτώ με δέκα χιλιάδες έκθετα παιδιά. Φουρνιές ορφανών, με ή χωρίς εισαγωγικά, επιβιβάζονταν στο 'Ολυμπιάς', στο 'Βασίλισα Φρειδερίκη' και σε άλλα υπερωκεάνια, ως επιστέγασμα νόμιμων, ημιπαράνομων ή κι εντελώς παράνομων υιοθεσιών. Άλλοτε ανακοίνωναν στη φυσική μητέρα ότι το παιδί της πέθανε αμέσως μετά τη γέννα, άλλοτε δεν την έβρισκαν ή δεν έψαχναν να τη βρουν για να πάρουν τη συγκατάθεσή της–είχε ανέβει στο βουνό ή είχε περάσει στην Αλβανία–, άλλοτε την είχαν φυλακίσει ή την είχαν στείλει εξορία οι ίδιοι και σε κάθε περίπτωση δεν ένιωθαν απέναντί της καμία δέσμευση. Η Φρειδερίκη τούς είχε λύσει τα χέρια. Είχε διακηρύξει με βασιλικό διάταγμα ότι οι εχθροί του έθνους ήταν ανάξιοι για ν' ασκούν καθήκοντα κηδεμόνα. Το διανοείσαι; Εάν οι γονείς σου είχαν προσχωρήσει-ασήμαντη διαφορά για τη Φρειδερίκη-στις γραμμές των ανταρτών, σε αντιμετώπιζαν αυτομάτως ως ορφανό πολέμου. Σε μάντρωναν στην παιδόπολη, σ΄ έστελναν πακέτο στην Αμερική. Σε έκαναν ό,τι ήθελαν με το αζημίωτο".
...
Παιδομάζωμα ή παιδοφύλαγμα όπως κι αν βαφτίστηκε η εκατέρωθεν συγκομιδή παιδιών, δεν έπαψε να δηλητηριάζει την ελληνική πολιτική ζωή για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Ακόμα και η απόπειρα των Νέων σε δύο δόσεις, το καλοκαίρι του 2004 και το καλοκαίρι του 2005, ν' ανοίξουν ένα ψύχραιμο διάλογο μεταξύ των ιστορικών προσέκρουσε στις βαθειά ριζωμένες προκαταλήψεις και λίγο έλλειψε ν΄αναμοχλεύσει μισοσβησμένα διχαστικά πάθη. Η συντηρητική παράταξη, με κινηματογραφικά εξαμβλώματα τύπου Στα σύνορα της προδοσίας αλλά και με πιο απαιτητικές λογοτεχνικές καταθέσεις, σαν την περιώνυμη Ελένη του Νίκολας Γκέιτζ, επιμένει ότι την κρίσιμη τριετία, και φυσικά σε μικροκλίμακα, οι αντάρτες αντέγραψαν κι έβαλαν σ΄εφαρμογή τις πιο απεχθείς πρακτικές του οθωμανού δυνάστη.
...
Η διένεξη μεταφέρθηκε κι εκτός πατρίου εδάφους. Τον Μάιο του 2005, κατά την διάρκεια των Ελληνικών σεμιναρίων του πανεπιστημίου του Πρίνστον, στην πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ, η ολλανδέζα ανθρωπολόγος-ιστορικός Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, αναπληρώτρια καθηγήτρια του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πήρε μια καλή γεύση από το πως ακριβώς εννοούν οι συμπατριώτες μας τον ακαδημαϊκό διάλογο. Ο Αλέξανδρος Καζαμίας, επίκουρος καθηγητής πολιτικών επιστημών του Κόβεντρι, ήταν παρών εκείνη την ημέρα στο Πρίνστον: "Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στα σεμινάρια αυτά κάμερες και δημοσιογράφοι της ομογενειακής εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ, συνοδεύοντας στελέχη της 'Παμμακεδονικής Ένωσης' Αμερικής. Επικεφαλής τους ο Νίκολας Γκέιτζ, ο οποίος, αφού δοκίμασε να μονοπωλήσει τη συζήτηση προφασιζόμενος ότι 'ή οπτική μου είναι μοναδική', όταν διεκόπη, απεχώρησε επιδεικτικά καταγγέλοντας τους διοργανωτές πως 'αρνούνται το διάλογο΄. 'Ήταν οργανωμένο' είπε 'να μην αφήσουν κανέναν να να επικρίνει τη μέθοδο και τα συμπεράσματα των ομιλητών' [...]. Πίσω όμως απ΄ τις λαϊκίστικες διεκδικήσεις ενός διαλόγου που δήθεν τους στερούν οι συνωμοτικοί θεσμοί, μέλη της ίδιας ομάδας έκαναν παρασκηνιακά το παν για να αφαιρέσουν την ακαδημαϊκή ελευθερία της Βαν Μπούσχοτεν. Κλείνοντας την ομιλία της, ο διοργανωτής και διευθυντής του ελληνικού προγράμματος του Πρίνστον, Δημήτρης Γόντικας αποκάλυψε ότι 'τις δύο τελευταίες εβδομάδες δεχτήκαμε καταιγισμό ηλεκτρονικών μηνυμάτων, μέσω των οποίων ζητούνταν η ματαίωση της διαλέξεως' [...] Ήδη από τις 12 Μαρτίου, η αντιπρόεδρος της 'Παμμακεδονικής' Νίνα Γκατζούλη είχε κυκλοφορήσει επιστολή σε δίκτυο πανεπιστημιακών όπου έλεγε: 'Χάνουμε τις μάχες διότι κανείς δεν θέλει να αναμειχθεί... η ολλανδέζα καθηγήτρια που πληρώνεται από την ελληνική κυβέρνηση διδάσκει σκοπιανές θεωρίες'..."» (229–230, 232–235).