Sunday, July 3, 2022

Περί της Θεσμικής Ενδυνάμωσης των Σπουδών Διασποράς στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο


Ομιλία στους μεταπτυχιακούς φοιτητές στην ημερίδα «Αφηγήσεις για τη μετανάστευση και και την διασπορά. Από την ιστορία στη μουσειολογική εφαρμογή»

Στα πλαίσια του μαθήματος Εφαρμοσμένη Μουσειολογία, 15 Ιουνίου 2022. Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Μουσειολογία-Διαχείρηση Πολιτισμού

Ξεκινώ την παρουσίασή μου σήμερα με την εξής βασική απορία. Για ποιο λόγο η Ελλάδα, μία χώρα που είναι συνδεδεμένη με μια από τις πιο δυναμικές ευρωπαϊκές ιστορίες μετανάστευσης και διασποράς στον εικοστό αιώνα, δεν έχει δημιουργήσει ένα μουσείο με σκοπό να αναδείξει τις πολύπλευρες πτυχές αυτού του φαινομένου; Για ποιο λόγο δεν υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο στο Ελληνικό πανεπιστήμιο –τμήματα ή κέντρα σπουδών– που να προωθεί την μελέτη του; 

Στην προσπάθειά μας να καλλιεργήσουμε την μελέτη της ελληνικής μετανάστευσης και διασποράς στην χώρα, αυτή η ερώτηση πρέπει να τεθεί επειγόντως. 

Στόχος μου σήμερα είναι να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις και να προτείνω θέσεις για την ενδυνάμωση των σπουδών διασποράς στο ελληνικό πανεπιστήμιο, καθώς και σε θεσμούς, όπως τα μουσεία. Θα αναφερθώ κυρίως σε ελληνοαμερικανικά παραδείγματα. Αφετηρία μου είναι η θέση ότι η νεότερη ελληνική διασπορά παρουσιάζει τεράστιο ερευνητικό και μουσειολογικό ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια πληθώρα εκθέσεων σε ένα πιθανολογούμενο μουσείο της ελληνικής μετανάστευσης και διασποράς. 

Μερικοί από τους τόπους ενός τέτοιου μουσείου θα ήταν οι εξής: 

    • Η αναπαράσταση της Ελλάδας στα εθνοτικά φεστιβάλ
    • Η κουλτούρα του φαγητού στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο
    • Η κατασκευή της παράδοσης σε πόστερ, ενδυμασίες και
      χορούς
    • Η αρχαιολογία της ξενιτιάς
    • Επιστολές ξενιτεμένων
    • Θέατρο στην diaspora
    • Η διασπορά στο τραγούδι, πέρα από τον λόγο της ξενιτιάς
    • Περιθωριοποιημένες ταυτότητες
    • Σχέσεις με την Ελλάδα
    • Αναπαραστάσεις της διασποράς στον κινηματογράφο
    • Λογοτεχνία και ταυτότητα
    • Νέες ταυτότητες στην διασπορά

Μπορούμε να φανταστούμε την μεγάλη σημασία αυτών των ειδών αναπαράστασης: αφορούν τον εμπλουτισμό της προσωπικής και συλλογικής σφαίρας στην ελληνική κοινωνία· τον στοχασμό σε θέματα συνάντησης του ελληνικού πολιτισμού με κυρίαρχες κουλτούρες έξω από τα σύνορα· την κατανόηση πτυχών της διασποράς πέρα από στερεότυπα. 

Και όμως, παρά την γνωστική του αξία αυτό το πεδίο έχει παραμεληθεί θεσμικά σε μεγάλο βαθμό. Το ενδιαφέρον των πανεπιστημίων –και στην Αμερική και στην Ελλάδα– είναι αντίστροφα δυσανάλογο με τις πλούσιες ερευνητικές προοπτικές του. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να αναρωτηθούμε τους λόγους αυτής της περιθωριοποίησης. 

Όσον αφορά την περίπτωση της Αμερικής, έχω απαντήσει σε σχετικές δημοσιεύσεις. 

Όσον αφορά την περίπτωση του Ελληνικού πανεπιστημίου, έχω περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Η γενική μου εντύπωση είναι ότι πέρα από άτομα-μελετητές και κάποια προγράμματα που εστιάζονται στην διδασκαλία των ελληνικών ως γλώσσας κληρονομιάς, η διασπορά στην Αμερική, την Αυστραλία και την Δυτική Ευρώπη δεν διδάσκεται συστηματικά ως γνωστικό αντικείμενο. Δεν υπάρχει ένα τμήμα ή κέντρο που να παράγει συστηματικά γνώση για το αντικείμενο. Ως αποτέλεσμα δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις τεράστιες αλλαγές που συντελούνται σήμερα στην διασπορά. Δεν υπάρχουν τμήματα ανθρωπολογίας ή κοινωνιολογίας που να καλλιεργούν συστηματικά την μελέτη της διασποράς. Παρότι υπάρχει δικαίως μεγάλο ενδιαφέρον για το μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα, δεν παρατηρείται αντίστοιχο ενδιαφέρον για την διασπορά. Δεν υπάρχει μια έδρα για την σημερινή διασπορά ανάλογη, ας πούμε, με την έδρα των ποντιακών σπουδών που πρόσφατα ιδρύθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 

Το αποτέλεσμα αυτής της περιθωριοποίησης ήταν καθοριστικό –έως και οδυνηρό– για αρκετούς νέους επιστήμονες που απέκτησαν διδακτορικά σε αυτό το γνωστικό πεδίο στα τέλη του 1990 και στις αρχές του 2000. Οι νέοι αυτοί επιστήμονες κατέφυγαν είτε στην υποαπασχόληση, ή στην μετανάστευση. 

Θα μπορούσα να φανταστώ ένα άρθρο, ακόμα και βιβλίο, για μια γενεαολογία των ελληνοαμερικανικών σπουδών στην Ελλάδα. Μια τέτοια μελέτη θα έθετε ερωτήματα όπως: α) γιατί νέοι αξιολογότατοι επιστήμονες την δεκαετία του 1990 στράφηκαν προς νέα ερευνητικά πεδία μετά το πρώτο τους «ελληνοαμερικανικό» βιβλίο; β) γιατί κάποιοι πυρήνες ελληνοαμερικανικών σπουδών δεν ανανεώθηκαν μετά την συνταξιοδότηση του εν ενεργεία καθηγητή; γ) γιατί το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν επενδύει συστηματικά στην πανεπιστημιακή έρευνά της διασποράς του εικοστού αιώνα; δ) ποια είναι η θέση των επιστημόνων στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες όσον αφορά την θεσμοθέτηση των διασπορικών σπουδών στο ελληνικό πανεπιστήμιο; Οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις θα βοηθούσαν στην προσπάθειά μας να θεσμοθετήσουμε αυτό το ερευνητικό πεδίο. 

Σε αυτήν την παρουσίαση θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες θέσεις που έχουν αποκρυσταλλωθεί μετά από μια εικοσαετία εντρύφησης μου στις ελληνοαμερικανικές σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. 

Θα ήθελα να επισημάνω συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις που πιθανόν να χρησιμεύσουν στον στόχο μας, δηλαδή την θεσμική ενδυνάμωση των διασπορικών σπουδών, αλλά και να εκφράσω προσωπικές σκέψεις και επιθυμίες πάνω στο ζήτημα. 

Το πρώτο θέμα είναι η σημαντική συνεισφορά της πρώτης γενιάς ελληνοαμερικανών σε καταγωγή ερευνητών στο γνωστικό πεδίο, και η ηθική μας υποχρέωση να συνεχίσουμε τις προσπάθειες τους. Η ιστορία των ελληνοαμερικανικών σπουδών μας δείχνει τον ερευνητικό πλούτο του πεδίου, χάρη στην συνεισφορά έστω και λίγων αφοσιωμένων ερευνητών. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που έχουν επιδείξει ένα αδιάκοπο ήθος ερευνητικής αφοσίωσης και οι οποίοι μου έδωσαν τα κίνητρα και μου γέννησαν την υποχρέωση να δράσω ώστε να συνεχιστεί το έργο τους. 

Η δεύτερη κατάσταση στην οποία θα ήθελα να εστιάσω σχετίζεται με τον ρόλο των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών στην ανάπτυξη ενός γνωστικού αντικειμένου όπως η ελληνοαμερικανική διασπορά. Αφοσιωμένοι ερευνητές δεν αρκούν για την ανάπτυξη του πεδίου. Απαραίτητη είναι και η θεσμική υποστήριξη, η οποία πολύ συχνά είναι συνδεδεμένη με τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Οι ελληνοαμερικανικές σπουδές κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και 1980 ενδυναμώθηκαν λόγω της εστίασης της αμερικανικής κοινωνίας και του πανεπιστημίου στην μετανάστευση, στις εθνοτικές ρίζες, στην ιστορία των καθημερινών ανθρώπων και των περιθωριοποιημένων ομάδων, όπως των μεταναστών εργατών και εργατριών· δεν είναι τυχαίο ότι την εποχή αυτή η ιστορία της εργατικής τάξης και των γυναικών, καθώς και η αυτοβιογραφία γνώρισαν πολύ μεγάλη άνθηση στο Αμερικανικό πανεπιστήμιο. 

Σήμερα, το κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον για την διασπορά αυξάνεται σε διάφορα επίπεδα, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην ενδυνάμωση του πεδίου. 

Εντοπίζω τουλάχιστον τρεις τάσεις: 

Η πρώτη αφορά το ενδιαφέρον της Ελληνικής πολιτείας. Η οικονομική κρίση απέδειξε ακόμη μια φορά πόσο πολύτιμο οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο αποτελεί η διασπορά για την Ελλάδα. 

Η δεύτερη τάση είναι το ενδιαφέρον ορισμένων κοινωνικών ομάδων της διασποράς για τις ρίζες τους και την οικογενειακή τους ιστορία, το οποίο στρέφει την προσοχή του κοινού προς τις επιστημονικές μελέτες. Ένα παράδειγμα είναι η ενασχόληση των ενήλικων πλέον υιοθετημένων παιδιών με τον εντοπισμό των βιολογικών τους γονιών. Σε αυτήν την περίπτωση παρατηρούμε την συνάρθρωση της επιστημονικής έρευνας με ένα ζήτημα που ενεργοποιεί μια κοινωνική ομάδα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Gonda Van Steen στο βιβλίο της, το οποίο έθεσε τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις των επιδιώξεων αυτής της ομάδας. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά και έχει προβληθεί ευρέως από τον ελληνικό τύπο. Έτσι, μέσα από αυτό το παράδειγμα παρατηρούμε πώς ένα ελληνοαμερικανικό θέμα με μεγάλη απήχηση στην ιστορία της Ελλάδας δημιουργεί πυκνό δημόσιο λόγο και υπογραμμίζει την σημασία της πανεπιστημιακής έρευνας και μουσειακής αναπαράστασης της διασποράς. 

Επιπλέον, στα πλαίσια της ευρύτερης τάσης των ελληνοαμερικανών να αναζητήσουν τις ρίζες τους, έχει στηθεί ένα οικονομικό, κοινωνικό, και πολιτισμικό δίκτυο που περιλαμβάνει τη δημιουργία σχετικής ομάδας στο facebook, ταξίδια στην Ελλάδα, έρευνα σε τοπικά αρχεία, πρωτοβουλίες για την ψηφοποίησή τους, καθώς και ενδιαφέρον για την ιστορία της μετανάστευσης. Ιστορικοί προσκαλούνται να προσφέρουν webinars, και κάποιοι προσφέρουν consulting services στους ενδιαφερόμενους έναντι αμοιβής. Διαμορφώνεται έτσι ένα διεθνικό δίκτυο με διάφορες πολιτισμικές και οικονομικές εκφάνσεις, που επίσης προκαλεί το ερευνητικό μας ενδιαφέρον. 

Ένα ερώτημα που προκύπτει από την παραπάνω διαδικασία έχει να κάνει με τους τρόπους που οι ελληνοαμερικανοί εκφράζουν την σχέση τους με την Ελλάδα, τους τρόπους που οι συμπεριφορές τους διαμορφώνουν τις τοπικές κοινωνίες, και τον αντίκτυπο αυτών των συμπεριφορών στην δημόσια σφαίρα. Η διαμόρφωση της ελληνικής επαρχίας αλλά και η εισαγωγή πολιτισμικών πρακτικών και τεχνογνωσίας από ελληνοαμερικανούς είναι εγγενές θέμα του ελληνοαμερικανικού διασπορικού φαινομένου και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αποκτά νέες μορφές έκφρασης. Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βασικό επιχείρημα για την δημιουργία πανεπιστημιακών θέσεων για την διασπορά. 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια σημαντική επισήμανση. Μέρος της προβληματικής της ενδυνάμωσης των σπουδών διασποράς οφείλει να είναι και η αναγνώριση των πιθανών προκλήσεων που θα συναντήσουμε στην πορεία μας. Αφετηρία μου είναι μια συγκεκριμένη θέση όσον αφορά την πανεπιστημιακή πρακτική: θεωρώ ότι οφείλει να υπάρχει μια κριτική διάσταση στην έρευνα. Κατά τη γνώμη μου, η πολιτική και ηθική υποχρέωση του πανεπιστημιακού λόγου δεν είναι μόνο η περιγραφική κατανόηση κοινωνικών και ιστορικών καταστάσεων, αλλά ο εντοπισμός των πολιτισμικών ιεραρχιών και αποκλεισμών που δημιουργούν τα υπό ανάλυση γεγονότα ή κείμενα, όπως και η θαρραλέα διατύπωση των κοινωνικών αδικιών. Να το θέσω αλλιώς, η γνώση που παράγουμε για ένα ζήτημα πρέπει να ιδωθεί σε σχέση με τις εξουσίες που το πλαισιώνουν. 

Αυτή η κριτική γνώση που παράγουμε ως ακαδημαϊκοί είναι πιστεύω η μεγαλύτερη προσφορά μας στον δημόσιο λόγο: εντοπίζουμε δύσκολες αλήθειες, οι οποίες στην περίπτωση της διασποράς σχετίζονται με την ιστορικοποίησή της. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουμε στην πολιτισμική δημοκρατία. 

Επαναλαμβάνω, λοιπόν, πως είναι σημαντικό σκεφθούμε την γνώση που παράγουμε μέσα σε πλέγματα εξουσιών. Από την στιγμή που το κάνουμε, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε για τις ιδέες μας. 

Να αναφέρω ένα παράδειγμα από την ιστορία των ελληνοαμερικανικών σπουδών. Την δεκαετία του 1970 εκφράστηκε ένα πρωτοποριακό όραμα για τους στόχους αυτών των σπουδών. Το κάλεσμα έθετε την ελληνοαμερικανική εμπειρία σε δυο πλαίσια ταυτόχρονα, τόσο εθνοτικά όσο και διασπορικά, μια διπλoεστιακή προοπτική, όπως απαιτείται για κάθε διασπορικό μόρφωμα. Ήταν ένα έντονα πολιτικοποιημένο κάλεσμα, το οποίο μεταξύ άλλων επιζητούσε να καλλιεργήσει την αλληλεγγύη των ελληνοαμερικανών προς τους αγώνες των «μειονοτήτων» κατά της καταπίεσης, και την δημιουργία μιας ισότιμης Αμερικανικής πλουραλιστικής κοινωνίας. 

Και όμως αυτό το κάλεσμα δεν βρήκε ευρεία ανταπόκριση ούτε από τους φορείς των νεοελληνικών σπουδών στις Ηνωμένες πολιτείες, ούτε από ένα σημαντικό φάσμα μελετητών της ελληνοαμερικανικής εμπειρίας. Οι τότε εξουσίες παραγωγής γνώσης στο πανεπιστήμιο δεν το υποστήριξαν, αντίθετα το αγνόησαν (για να μην πω το πολέμησαν έμμεσα.) Έτσι χάθηκε η ευκαιρία να καλλιεργηθεί μια προοδευτική τάση στις ελληνοαμερικανικές σπουδές. Οι λόγοι για αυτήν την αποτυχία είναι πολλοί. Αν ενδιαφέρεστε, έχω μιλήσει για μερικούς σε άλλες τοποθετήσεις μου. 

Μας πήρε περίπου πενήντα χρόνια για να επανέλθουμε στα βασικά αξιώματα εκείνης της πρωτοβουλίας, δηλαδή την ανάλυση της εθνότητας ή της διασποράς σε ευρύτερα πλαίσια φυλετικών ιεραρχήσεων ή την ανάλυση των ελληνοαμερικανών σε σχέση με άλλες ομάδες. Η συγκριτική προσέγγιση είναι σημαντική όχι μόνο για την ευρύτερη εξέταση του φαινομένου, αλλά και για την ανάπτυξη διαλόγου με άλλες ερευνητικές κοινότητες, όπως αυτές των ιταλοαμερικανών, με στόχο την ευρύτερη ορατότητα και ενδυνάμωση των ελληνοαμερικανών σπουδών στο Αμερικάνικο πανεπιστήμιο. 

Να τονίσω ότι αυτή η εξωστρεφής προσέγγιση πρέπει να επεκταθεί και στο είδος των ερευνητικών ερωτήσεων που θέτουμε. Για παράδειγμα, δεν είναι αρκετό να ερευνήσουμε απλώς θέματα περί ελληνοαμερικανών γυναικών ή ανδρών, αλλά να τα ερευνήσουμε σε σχέση με ευρύτερες ερωτήσεις που απασχολούν την πανεπιστημιακή κοινότητα των σπουδών φύλου και σεξουαλικότητας. 

Σκεπτόμενος επιστημολογικά και θεσμικά, το μέλημα μας θα έπρεπε να είναι η σχέση που δημιουργούμε με την ευρύτερη πανεπιστημιακή έρευνα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να δημοσιεύουμε σε περιοδικά κύρους, να ελκύουμε ξένους εκδότες, και να ανοίγουμε προοπτικές επαγγελματικής απασχόλησης σε ευρύτερους κλάδους πέρα από τις ελληνοαμερικανικές σπουδές. Όλα δείχνουν ότι θα ωφεληθούμε αν είμαστε ανθρωπολόγοι όχι μόνο της ελληνοαμερικανικής εμπειρίας, αλλά της μετανάστευσης και της διασποράς γενικότερα, στα ενδιαφέροντα των οποίων συμπεριλαμβάνεται η ελληνοαμερικανική περίπτωση. Θα ωφεληθούμε αν είμαστε μουσειολόγοι της διασποράς και της μετανάστευσης γενικότερα, συμπεριλαμβανομένης της ελληνοαμερικανικής συνθήκης. 

Να επανέλθω στο πρωτοποριακό παράδειγμα του 1970 που περιθωριοποιήθηκε. Τι κρατάμε από αυτό; Αν επιθυμούμε να προβάλλουμε ένα πρωτοποριακό παράδειγμα ή απλώς γνώσεις που δεν ευθυγραμμίζονται με κυρίαρχους λόγους, θα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι να δώσουμε έναν δύσκολο αγώνα. 

Αυτό είναι το είδος διαπραγμάτευσης που πιστεύω θα αντιμετωπίσετε αναπόφευκτα ως μουσειολόγοι στον χώρο σας αν έχετε πρωτοποριακές ιδέες, ή αν επιθυμείτε να προχωρήσετε πιο πέρα από κοινούς λόγους και τόπους. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε περαιτέρω τις προκλήσεις που ένα συμπεριληπτικό μουσείο της διασποράς –ένα ιδεολογικά ευρύχωρο μουσείο– θα παρουσίαζε στην Ελλάδα. 

Αυτό το θέμα αφορά, επίσης, όλους από εμάς που φιλοδοξούμε να παρεμβαίνουμε στην δημόσια σφαίρα της διασποράς αλλά και της Ελλάδας. Απαιτείται να σκεφθούμε, πιστεύω, στρατηγικές παρέμβασης σε αυτήν την ελληνοαμερικανική σφαίρα, που κατά την δική μου εκτίμηση είναι συντηρητική και αντιστέκεται (ή αγνοεί) τον κριτικό μας λόγο. Σε αυτήν την ιστορική συγκυρία ένα θέμα που πιστεύω ότι πρέπει να θέσουμε αφορά τη ρητορική που χρησιμοποιούμε στην προώθηση των ιδεών μας και των πρότζεκτ μας. Ελπίζω να επανέλθουμε σε αυτό το θέμα στην συζήτησή μας αργότερα. 

Όσον αφορά την πρακτική μας στην πανεπιστημιακή σφαίρα η θέση μου είναι ότι είναι η πανεπιστημιακή κοινότητα πρέπει να διατηρήσει πάσα θυσία την αυτονομία της. Το πανεπιστήμιο είναι από τους λίγους χώρους στους οποίους καλλιεργείται η στοχαστική και κριτική σκέψη. Αποτελεί έναν ζωτικό χώρο πολιτισμικής δημοκρατίας, ένα χώρο στον οποίο αποκλεισμένες ομάδες γίνονται ορατές και ρηξικέλευθες ιδέες πλουτίζουν την κοινωνία μας. 

Αυτή η ηθική και πολιτική αξία της έρευνας συνιστά μια πρόκληση όταν προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να συνομιλήσουμε και να συνδιαλλαχθούμε με διάφορους φορείς και ομάδες στην δημόσια σφαίρα, λαμβάνοντας υπόψη τις υπάρχουσες εξουσίες και τις διάφορες φωνές που πασχίζουν για δημόσια αναγνώριση. Δύσκολο εγχείρημα. 

Σε πρακτικό επίπεδο, αν με ρωτούσατε ποιους λόγους θα παρέθετα στην ελληνική πολιτεία για να στηρίξει τις σπουδές διασποράς στο πανεπιστήμιο, ή ακόμα και το εγχείρημα για την δημιουργία ενός μουσείου, αυτοί θα ήταν οι εξής: 

Πρώτον, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές πτυχές της ελληνικής κοινωνίας χωρίς να λάβουμε υπ΄όψιν μας την διασπορά· ιστορικά, η διασπορά έχει διατελέσει καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής επαρχίας, στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών και ιδεών. Δεν μπορεί να υπάρξει ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ή της Ορθοδοξίας ανεξάρτητα από την διασπορά. Η ιστορία της Ελλάδας είναι διεθνική και δεν μπορεί να εξεταστεί επαρκώς αν δεν ερευνήσουμε την διασπορά. 

Δεύτερον, η πρόσφατη πρωτοβουλίας της ελληνικής πολιτείας να αναγνωρίσει και να τιμήσει την Ελληνική διασπορά οφείλει να συμπεριλάβει την σοβαρή κατανόησή της. Οφείλουμε να κατανοήσουμε τις διάφορες πτυχές της, να ακούσουμε τις φωνές της, να μελετήσουμε την ποίηση και λογοτεχνία της.

Το οφείλουμε ως χειρονομία αμοιβαιότητας. Η Ελλάδα έχει ωφεληθεί τεράστια από την διασπορά, οπότε ας δημιουργήσουμε έναν ουσιαστικό λόγο για το πώς η διασπορά μπορεί να εμπλουτίσει την ελληνική δημόσια σφαίρα. Αυτή η κατανόηση συμβάλλει στην διαδικασία διαπολιτισμικής αλληλοκατανόησης σε ένα παγκόσμιο γίγνεσθαι όπου ο λεγόμενος παγκόσμιος ελληνισμός βιώνει μια διευρυνόμενη ετερογένεια και πολυπλοκότητα. 

Αν αυτά τα επιχειρήματα δομούσαν ένα όραμα θεσμικής ενδυνάμωσης της διασποράς στο ελληνικό πανεπιστήμιο, θα ήταν ωφέλιμο ταυτόχρονα να υλοποιούμε δράσεις μικρότερης κλίμακας, όπως αυτή τη συνάντηση. Η θεσμοθέτηση ενός μαθήματος για την διασπορά, ένα ερευνητικό πρόγραμμα –όπως μια έρευνα για την επίδραση της διασποράς σε μια πόλη ή περιφέρεια–, μια τοπική έκθεση, μια διατριβή, είναι βήματα πιστεύω που θα διατηρήσουν τον ευρύτερο στόχο ζωντανό. Επείγει το θέμα παραγωγής νέων επιστημόνων και ταυτόχρονα η ηθική υποχρέωση να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας για την νέα γενιά. 

Άρχισα την ομιλία μου με την θέση ότι η διασπορά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κατάσταση, τη σημασία της οποίας θα είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε αν μέσω της έρευνας και της υπεύθυνης αναπαράστασης προχωρήσουμε πέρα από τα στερεότυπα και τον κοινό λόγο. Μέρος αυτής της διαδικασίας είναι η εξάσκηση της κοινωνιολογικής και μουσειολογικής μας φαντασίας, ώστε να καταστήσουμε τη διασπορά ορατή στο Ελληνικό κοινό μέσω της δημιουργίας συναρπαστικών αφηγημάτων στα αμφιθέατρα, τα μουσεία, και γενικά στον δημόσιο λόγο. 

Ανοίγεται ένα τεράστιο ερευνητικό επίπεδο το οποίο η πολιτεία και το πανεπιστήμιο οφείλουν να υποστηρίξουν. 

Γιώργος Αναγνώστου 
Ιούλιος 5, 2022

Ευχαριστώ την Ομότιμη Καθηγήτρια Ματούλα Σκαλτσά και την υποψήφια διδάκτορα Αγγελική Τσιοτινού, η οποία οργάνωσε την ημερίδα, για την πρόσκληση. 

Σημειώσεις 

1. Ο αρχικός τίτλος της ομιλίας ήταν, Ελληνοαμερικανικές σπουδές: ιστορική διαμόρφωση, τάσεις, προοπτικές 

2. Για το θέμα της ενδυνάμωσης των διασπορικών σπουδών δέστε επίσης Οι Σπουδές Διασποράς μας Καλούν 

No comments:

Post a Comment