Wednesday, March 27, 2024

Η τραγωδία του ορυχείου Castle Gate (1924): το χρέος της μνήμης


Στις 8 Μαρτίου συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την τραγωδία του ορυχείου Castle Gate αριθ. 2 – το δεύτερο χειρότερο βιομηχανικό ατύχημα στην ιστορία της αμερικανικής πολιτείας της Γιούτα. Νωρίς το πρωί εκείνης της ημέρας, 171 ανθρακωρύχοι σκοτώθηκαν ενώ εξόρυσσαν άνθρακα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν παντρεμένοι, 114 συνολικά. Το ατύχημα στα ορυχεία σκόρπισε τον όλεθρο στις οικογένειες των νεκρών εργατών. Η πενθούσα σύζυγος ενός εκ των θυμάτων, που καταγόταν από την Κρήτη, λύγισε από την απελπισία και πέθανε 3 χρόνια αργότερα, το 1927.

Η ιστορικός Έλεν Παπανικόλα περιγράφει τις τραγικές σκηνές που εκτυλίχθηκαν κατά την ταφή των Ελλήνων ανθρακωρύχων που σκοτώθηκαν στην έκρηξη – στη συντριπτική τους πλειοψηφία Κρητικοί: «Πενήντα Έλληνες σκοτώθηκαν. Οι θρηνητικές κραυγές των γυναικών που μοιρολογούσαν, τα ανατριχιαστικά διαπεραστικά μοιρολόγια που εξιστορούσαν αυτοσχεδιαστικά τη ζωή και τις ελπίδες των νεκρών, αντηχούσαν στις ελληνικές παροικίες».

Σε αυτόν τον συλλογικό θρήνο, ακούμε τον απόηχο των ανθρώπων της εργατικής τάξης που έγιναν μάρτυρες του βίαιου τέλους ζωών που αναλώθηκαν στο μόχθο της βιοπάλης. Αισθανόμαστε, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, το μέγεθος της δοκιμασίας.

Ποιο είναι το χρέος μας προς τους νεκρούς του Castle Gate, αλλά και χιλιάδες άλλους που χάθηκαν δουλεύοντας κάτω από άθλιες συνθήκες στα ανθρακωρυχεία;

Τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν στο Castle Gate διασώθηκαν χάρη στις προσπάθειες περιφερειακών οργανώσεων πολιτών, εθνοτικών κοινοτήτων και άλλων φορέων – ένας «ακτιβισμός μνήμης» που οδήγησε στην ανέγερση τουλάχιστον τεσσάρων μνημείων. Οι Ελληνοαμερικανοί της Πολιτείας της Γιούτα έχουν το μερίδιό τους σε αυτές τις τιμητικές «πράξεις μνήμης». Μια πλάκα με τα ονόματα των θυμάτων τοποθετήθηκε στο Ελληνικό Ιστορικό Μνημείο στην ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Σολτ Λέικ Σίτι (1988). Τοπικές δράσεις μνήμης οδήγησαν στην ανέγερση μιας αναμνηστικής στήλης για τους Έλληνες μετανάστες που είναι θαμμένοι σε ανώνυμους τάφους στο νεκροταφείο της πόλης Price (2005).

Τα σκληρά βιώματα των Ελλήνων ανθρακωρύχων παραμένουν ζωντανά στη μνήμη των Ελληνοαμερικανών της Γιούτα. Οι απόγονοί τους δεν παραλείπουν να μνημονεύουν στις αφηγήσεις τους την εκμετάλλευση που υπέστησαν οι ανθρακωρύχοι από τους διαχειριστές των ανθρακωρυχείων και το ρατσισμό που βίωσαν.

Η επίσημη ιστοριογραφία της πολιτείας της Γιούτα έχει εντάξει τα γεγονότα αυτά στη διδακτέα ύλη των σχολείων. Ένα εκπαιδευτικό μέσο που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικού και γυμνασίου και στο ευρύ κοινό περιγράφει λεπτομερώς, για παράδειγμα, τη δεινή θέση των παντρεμένων ανθρακωρύχων. Σε αντίθεση με τους ανύπαντρους ανθρακωρύχους που διέμεναν σε ιδιωτικά οικοτροφεία, οι παντρεμένοι νοίκιαζαν σπίτια που ανήκαν στην εταιρεία, αυξάνοντας τα κέρδη της:

«Αυτοί οι Έλληνες, Γιουγκοσλάβοι, Σέρβοι και Ιταλοί ανθρακωρύχοι που σκοτώθηκαν στην έκρηξη άφησαν περισσότερες από 400 χήρες και παιδιά χωρίς εισόδημα, ενώ πολλές από αυτές βρέθηκαν φορτωμένες με χρέη προς την εταιρεία για ενοίκια και τρόφιμα».

«Οι εταιρείες παρείχαν στέγη στους εργαζομένους και στη συνέχεια παρακρατούσαν το ενοίκιο από το μισθό τους. Το κόστος των αγαθών που αγόραζε ένας ανθρακωρύχος ή η οικογένειά του από το κατάστημα της εταιρείας αφαιρούνταν απευθείας από το μισθό του. Ορισμένοι ανθρακωρύχοι αντί για μισθό έπαιρναν πίστωση στο κατάστημα [γνωστή ως scrip]. Συχνά κατέληγαν χρεωμένοι στους εργοδότες τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να παραιτηθούν από τη δουλειά τους».

Η κακομεταχείριση, η εκμετάλλευση και άλλες αδικίες έστρεψαν σημαντικό αριθμό Ελλήνων ανθρακωρύχων και εργατών από άλλους τομείς προς το «συνδικαλισμό ως θεμιτό μέσο αντίδρασης», που συνδέθηκε με την ανάδυση της ταξικής συνείδησης. Αν και οι μετανάστες απεργοί χαρακτηρίστηκαν αντιαμερικανοί από τα μέσα ενημέρωσης και την κυρίαρχη τότε Κου Κλουξ Κλαν, η συνδικαλιστική τους δράση εξέφραζε την «εργατική εκδοχή του αμερικανισμού»: τη διεκδίκηση του δικαιώματος να οργανώνονται με σκοπό την αμοιβαία προστασία, και «ένα αμερικανικό βιοτικό επίπεδο, το οποίο σήμαινε γι’ αυτούς υψηλότερους μισθούς, λιγότερες ώρες και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας».

Ποιο είναι το χρέος των Ελλήνων της Αμερικής προς τους νεκρούς του Castle Gate, αλλά και χιλιάδες άλλους που έχασαν τη ζωή τους δουλεύοντας κάτω από άθλιες συνθήκες στα ανθρακωρυχεία της χώρας; Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κατανοήσουμε το ιστορικό τους βίωμα.

Για το σκοπό αυτό, αισθάνθηκα την υποχρέωση να δημοσιεύσω ένα εκτενέστερο δοκίμιο με τίτλο «The Castle Gate Mine Disaster Centenary: A Tribute» («Εκατό χρόνια από την τραγωδία του ορυχείου Castle Gate: Ένα αφιέρωμα»). Είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο, στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης Ergon: Greek American and Diaspora Arts and Letters (https://ergon.scienzine.com/article/articles/castle-gate-mine-disaster-centenary).

Η πρόθεσή μου να αναδείξω την τραγωδία του ορυχείου Castle Gate ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ορισμένοι εθνοτικοί φορείς αποφεύγουν να διερευνήσουν ουσιαστικά, ακόμη και να αναγνωρίσουν, αυτό το παρελθόν. Δεν είναι σπάνιο στις ταυτοτικές αφηγήσεις να γίνεται αναφορά στους αγώνες των πρώτων μεταναστών εργατών με μοναδικό σκοπό να προβληθεί η κοινωνικοοικονομική επιτυχία των απογόνων.

Το ατύχημα στο ορυχείο Castle Gate δεν αποτελεί εξαίρεση στην ιστορία του έθνους. Από το 1870 ως το 1912, συνολικά 41.746 ανθρακωρύχοι σκοτώθηκαν ενώ εργάζονταν κάτω από τη γη. Μεταξύ αυτών, χιλιάδες Έλληνες μετανάστες έχασαν τη ζωή τους δουλεύοντας σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας της χώρας – σιδηροδρόμους, χυτήρια, πριονιστήρια, υδροηλεκτρικά εργοστάσια και εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας.

Ο απολογισμός των θυμάτων περιλαμβάνει επίσης εκείνους που έσβησαν πρόωρα λόγω επαγγελματικών ασθενειών – φυματίωση και πνευμονοκονίαση, επιπλοκές μετά από ακρωτηριασμούς, αρθρίτιδα ή μαρασμό λόγω επαγγελματικής ανικανότητας. Τα νεαρά σώματα καταπίνονταν κυριολεκτικά από το χώμα και τα νερά της νέας γης, της οποίας τους πόρους εξόρυσσαν και επεξεργάζονταν προς όφελος της βιομηχανικής ανάπτυξης, η οποία, με τη σειρά της, υπηρετούσε την οικονομική και στρατιωτική ισχύ του έθνους. Δεν θα μάθουμε ποτέ τον ακριβή αριθμό εκείνων που χάθηκαν εξαιτίας των μακροπρόθεσμων συνεπειών των άναρχων συνθηκών εργασίας.

Για να αναλογιστούμε πόσο σημαντικό είναι αυτό το βίωμα των μεταναστών απαιτείται μια μεγάλη παύση, που θα μας επιτρέψει να βρούμε τον τρόπο να το εντάξουμε στις αφηγήσεις μας για το παρελθόν. Τα βιομηχανικά ατυχήματα επανέρχονται συχνά στα εθνοτικά αφηγήματα με τα οποία εξιδανικεύεται ο αγώνας και η επιτυχία των μεταναστών, όπως και στην εθνική μυθολογία των ίσων ευκαιριών και της δικαιοσύνης. Χιλιάδες εργάτες που μόχθησαν για να φτάσουν στο πολυπόθητο Αμερικάνικο Όνειρο όχι μόνο δεν τα κατάφεραν ποτέ αλλά έφυγαν από τη ζωή με τα κορμιά τους τσακισμένα από τις αδικίες.

Τα βιομηχανικά ατυχήματα επιβάλλουν τη διερεύνηση των καταστάσεων που έπληξαν τους μετανάστες και τους πολίτες σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και την κατανόηση της σημασίας που έχει στο παρόν αυτή η γνώση – η οποία συχνά αποσιωπάται σε κάποιους κύκλους. Καλούν τους θεσμικούς φορείς και τις κοινότητες να εγκαταλείψουν τις μεγάλες αφηγήσεις και να στραφούν προς μια ιστοριογραφία που θα εναρμονίζεται με το δράμα των ατομικών και οικογενειακών βίων που διακόπηκαν και διαταράχθηκαν βίαια.

Γιώργος Αναγνώστου, «Το Χρέος της Μνήμης», ΤΟΒΗΜΑ. Μάρτιος 24, 2024. Π. 34.

Ευχαριστώ ΤΟΒΗΜΑ για τη φιλοξενία καθλως και μετάφραση του κειμένου στα Ελληνικά.

No comments:

Post a Comment