«Ο Λουάν [Τζούλης] είναι και θα παραμείνει οικονομικός μετανάστης. Μου έδειξε τους ρόζους στις παλάμες του από τα καφάσια με μήλα που κουβαλούσε καθημερινά. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή τον συμπατριώτη μας, τον Bezzerides, στην Καλιφόρνια, που κανένας δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά αν και ήταν αληθινός καλλιτέχνης, αλλά και τον Θοδωρή Καλλιφατίδη (που μου έλεγε ότι δεν έχει κλάψει στη ζωή του τόσο πολύ όπως όταν προσπαθούσε, στην αρχή, να γράψει στα σουηδικά...). Σκέφτηκα όμως κι όλους τους άλλους παρίες δημιουργούς, αυτούς που καταδικάζονται από την ίδια την πραγματικότητά τους να μείνουν στην αφάνεια γιατί έχουν την ιδιότητα του μετανάστη, του παρατρεχάμενου, του προσωρινού. Πιο συγκεκριμένα, είναι δεδομένο ότι εδώ στην Αθήνα υπάρχουν κι άλλοι όπως ο Λουάν οι οποίοι γράφουν ποίηση, τολμούν να ονειρεύονται την έκδοση των βιβλίων τους, ωστόσο πασχίζουν να εκφραστούν στα ελληνικά, εισπράττουν τη διακωμώδηση από το στενό, οικείο κι αγνώμον περιβάλλον των συμπατριωτών τους, πάντοτε έχουν στο μυαλό τους αρκετή ύλη (από την άγρια πλευρά της ζωής) για να κρατήσουν άσβεστη τη Μούσα τους.» (Βασσίλης Ρούβαλης, http://vassilisrouvalis.blogspot.com/2006_08_01_archive.html
[Αύγουστος 22, 2006])
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
Βρήκα τον ήλιο σκοτεινό
έξω από το σπίτι.
Δεν έχω όνομα και δεν μπορώ να βρω
τις αφορμές που είχαν τα μάτια του Ελύτη
να δουν γοργόνες μες στου Αιγαίου το νερό.
Φτιάχνω τους στίχους μου
από ιδρώτα και τσιμέντο
κάτω από φώτα νυσταγμένα ηλεκτρικά.
Κι όταν αισθάνομαι πως φτάνω στο κρεσέντο
με αναζητούν στο κινητό για τη δουλειά.
Γράφω τα ποιήματα
με κόκκινο μελάνι.
Ολα είναι μίζερα. Μα κάπου, ξαφνικά,
κάτι σαν έρωτας
σα νοσταλγία με πιάνει
και μια λιακάδα μου ζεσταίνει
την καρδιά.
Κι έτσι τη βρίσκω ξενυχτώντας
με στιχάκια
σε περιπάτους τριγυρίζω μοναχός.
Κι ο νεροχύτης, παραλία με βοτσαλάκια
γίνεται αμέσως
κι όλη η κάμαρη, βυθός.
Λουάν Τζούλης
[Αύγουστος 22, 2006])
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
Βρήκα τον ήλιο σκοτεινό
έξω από το σπίτι.
Δεν έχω όνομα και δεν μπορώ να βρω
τις αφορμές που είχαν τα μάτια του Ελύτη
να δουν γοργόνες μες στου Αιγαίου το νερό.
Φτιάχνω τους στίχους μου
από ιδρώτα και τσιμέντο
κάτω από φώτα νυσταγμένα ηλεκτρικά.
Κι όταν αισθάνομαι πως φτάνω στο κρεσέντο
με αναζητούν στο κινητό για τη δουλειά.
Γράφω τα ποιήματα
με κόκκινο μελάνι.
Ολα είναι μίζερα. Μα κάπου, ξαφνικά,
κάτι σαν έρωτας
σα νοσταλγία με πιάνει
και μια λιακάδα μου ζεσταίνει
την καρδιά.
Κι έτσι τη βρίσκω ξενυχτώντας
με στιχάκια
σε περιπάτους τριγυρίζω μοναχός.
Κι ο νεροχύτης, παραλία με βοτσαλάκια
γίνεται αμέσως
κι όλη η κάμαρη, βυθός.
Λουάν Τζούλης