Στο πρόσφατο παρελθόν ήταν τα λεγόμενα «πηγαδάκια». Θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτές τις εστίες έντονης αντιπαράθεσης πολιτικών απόψεων μεταξύ αγνώστων. Νεοφερμένος στη Θεσσαλονίκη στα μέσα του 1975 από την μικρή μου (τότε) επαρχιακή πόλη, τα θυμάμαι χαρακτηριστικά να φυτρώνουν σα μανιτάρια σε πλατείες, πάρκα, ή οποιοδήποτε άλλο ανοιχτό δημόσιο χώρο. Στην εκρηκτική περίοδο μετά την μεταπολίτευση τα πηγαδάκια εξέφραζαν με τον πιο δραματικό τρόπο την επανάκτιση της πολιτικής ελευθερίας.
Έλεγε ο καθένας το μακρύ και το κοντό του παθιασμένα, με αγωνιστική διάθεση να σαρώσει τον αντίπαλο του, χειρονομόντας και ενίοτε χειροδικόντας. Η διαφωνία όριζε αυτήν την δημόσια λογομαχία, που κάλυπτε όλων των ειδών τους ρητορικούς τρόπους, από παπαγαλισμό τίτλων εφημερίδων, θεωρίες συνωμοσίας, μέχρι και λαϊκά αποφθέγματα. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ένα «καφενείο στα όρθια» όπου η εμπλοκή με τα κοινά διαδραματιζόταν με τον πιο μη πειθαρχημένο τρόπο, δημιουργόντας μια αναρχική βαβέλ πολυφωνίας.
Aυτό το ήθος έχει περάσει σήμερα και στα λεγόμενα τηλεοπτικά παράθυρα, μόνο που εδώ είναι οι επώνυμοι τώρα που επιχειρηματολογούν και διαπληκτίζονται εκ του μακρόθεν.
Το ζωντανό, «χειροπιαστό» πηγαδάκι δεν έχει βέβαια σβήσει. Το ζει κανείς συχνά και έντονα και στις μέρες μας, αλλά σε έναν διαφορετικό δημόσιο χώρο και σε μια πολύ πιο εστιασμένη αντιπαράθεση.
Σήμερα διαδραματίζεται στα λεωφορεία όπου πλέον αυτό που (εκ)δικάζεται είναι οι μετανάστες. Το σενάριο είναι προβλέψιμο όσον αφορά τις βασικές θέσεις, αλλά η δημιουργικότητα βασιλεύει στον διάλογο, όπου οι ατάκες είναι και αιχμηρές και πρωτότυπες.
Η όλη ιστορία αρχίζει όταν κάποιος από τους επιβάτες σφυρίζει ένα υποτιμητικό σχόλιο για ένα μετανάστη–συνεπιβάτη. Πολλές φορές προέρχεται από υστεροβουλία, μια ηλικιωμένη κυρία που μάταια αναζητά θέση για κάθισμα καταφέρεται ότι σαν ιθαγενής Ελληνίδα έχει αυτή το δικαίωμα της θέσης και όχι οι «ξένοι» που στρογγυλοκάθονται. Άλλες φορές πάλι το καυστικό σχόλιο θα βγει αναπάντεχα, πάλι υποτιμητικά για τους μετανάστες, πάλι ιεραρχόντας εθνότητες.
Αλλά οι αντιφρονούντες δεν σιωπούν. Ίσα ίσα σαν μαχαίρια βγαίνει η διαφωνία, η δημόσια υπεράσπιση των μεταναστών και οι προσβολές, περίγελος, ή ειρωνεία για τους Ελληναράδες. Το πηγαδάκι έχει μεταλλαχθεί σε κινούμενο θίασο. Η αντιπαράθεση είναι άκρως πολιτική. Και το τραγικό είναι ότι οι μετανάστες–πρωταγωνιστές σε αυτές τις ανταλλαγές συχνά–αλλά όχι πάντα–σιωπούν· είτε γιατί φοβούνται, είτε γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την γλώσσα, είτε για άλλους άγνωστους λόγους, είναι τα μέλη του θιάσου που τους πέφτει πρωταρχικά ο λόγος αλλά δεν παίρνουν τον λόγο.
Ο κινούμενος θίασος δεν έχει περάσει απαρατήρητος από τους λογοτέχνες. Ιδού μια εθνογραφική απόδοση του στην ιστορία «Η Μετανάστις» του Χριστόφορου Μηλιώνη (Τα Πικρά Γλυκά: Ιστορίες. Μεταίχμιο, 2008:142–147):
Στο σταθμό της Καλλιθέας μπήκε μια γυναίκα στρογγυλοπρόσωπη και κιτρινιάρα, που έδειχνε μάλλον για Ασιάτισσα, και άρχισε να διαφημίζει σε άγνωστη γλώσσα την πραμάτεια της – μια σακουλίτσα με χαρτομάντιλα, που τα πήγαινε από επιβάτη σε επιβάτη και τα έδειχνε, ζητώντας μ' αυτόν τον εύσχημο τρόπο την ελεημοσύνη του.
«Να τους μαζέψουν όλους αυτούς και να τους στείλουν στην πατρίδα τους!» είπε με πείσμα η κυρία δίπλα μου, δαγκώνοντας μια μια τις λέξεις, χωρίς να στρέψει καν το πρόσωπό της, έτσι που αναγκάστηκα για μια στιγμή να περιφέρω γύρω το βλέμμα μου, για να βεβαιωθώ πως μιλούσε σ' εμένα. Κι αφού βεβαιώθηκα πως πράγματι σ΄εμένα μιλούσε, παρατήρησα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή χωρίς να γυρίσω το πρόσωπό μου:
«Κι αν μαζέψουν όλους τους Έλληνες από Γερμανία, Σουηδία, Βέλγιο, Αυστραλία, Καναδά και να τους στείλουν όλους εδώ;»
«Οι Έλληνες έχουν εκεί σαράντα χρόνια» είπε η ασάλευτη κυρία με το ίδιο πείσμα.
«Κι αυτοί, ύστερα από σαράντα χρόνια θα έχουν ακριβώς σαράντα χρόνια!» παρατήρησα.
«Να πεθάνουν!» είπε τότε η κυρία με φαρμακερό πείσμα.
Η κακία της ξεπερνούσε πια κάθε όριο διαλόγου. Έτσι κράτησα την ψυχραιμία μου και είπα χωρίς να την κοιτάζω – όπως άλλωστε έκανε κι εκείνη:
«Και το ωραίο είναι πως αύριο θα πας στην εκκλησία, θ΄ανάψεις κερί, θα κάνεις μεγάλους σταυρούς!... Και ίσως θα μεταλάβεις!...»
...
Οστόσο το πράγμα δεν σταμάτησε εκεί.
...
Μάλιστα σε κάποια στιγμή που το λεωφορείο είχε πάρει την ανηφόρα της Ασκληπιού, ένας επιβάτης στην προσπάθεια του να φτάσει στο κόκκινο μηχάνημα και ν΄ακυρώσει το εισιτήριο του, μ΄έσπρωξε, κι εγώ γύρισα και κοίταξα. Αλλά με την κίνησή μου ξέφυγε από το χέρι μου μια από τις πλαστικές σακκούλες και μου ήταν δύσκολο να σκύψω να την πάρω, επειδή ακριβώς μπροστά μου στεκόταν μια γυναίκα χοντρή με πολύχρωμο καφτάνι και μαντίλα γύρω στο αφρικανικό πρόσωπό της. Η γυναίκα είδε την κίνηση μου, αντιλήφθηκε την αμηχανία μου και με μια επιδέξια κίνηση, λυγίζοντας τα γόνατα, έπιασε τη σακούλα και μου την έδωσε. Την ευχαρίστησα, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα μια κυρία που στεκόταν δίπλα της ενοχλήθηκε και της παρατήρησε αυστηρά:
«Να προσέχεις, κυρά μου, πού ακουμπάς τους γοφούς σου!»
Η ξένη τότε οργίστηκε και ξέσπασε σ΄ένα χείμαρρο ακατάληπτου λόγου, όπου ξεχώριζε μονάχα μια λέξη που επαναλαμβανόταν κάθε τόσο, κάτι σαν «μαϊμού!... μαϊμού!...», που ποιός ξέρει τι σήμαινε στη γλώσσα της αφρικάνικης φυλής της. Ήταν όμως φανερό πως την έλουζε, και η άλλη, η Ελληνίδα, προσπαθούσε να της το ανταποδώσει, αλλά το μόνο που κατάφερνε να πει ήταν: «Κοίτα γλώσσα! Κοίτα γλώσσα!» Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται κωμικό και οι στριμωγμένοι επιβάτες γελούσαν κι έδιναν έτσι διέξοδο στον εκνευρισμό τους.
«Δεν φταίει η κυρία» πήγα να εξηγήσω «απλώς προσπάθησε να με βοηθήσει, γιατί με σπρώξανε και μου πέσανε τα ψώνια μου».
Επενέβη τότε οργισμένος ο κύριος, που με είχε σπρώξει, και μου παρατήρησε αυστηρά και λίγο ασυνάρτητα:
«Αν θέλεις να την υπερασπιστείς, να πας κι εσύ στην Αφρική να ζήσεις».
Σκέφτηκα πως δεν άξιζε να πάρω στα σοβαρά την αντιδικία και είπα χαμογελώντας:
«Δεν πιστεύω να είναι χειρότερα από δω!»
Κι εκείνος μου το ανταπέδωσε:
«Εγώ είμαι περήφανος για τον τόπο μου!»
Ακούστηκε τότε δίπλα μου μια φωνή να λέει χλευαστικά:
«Χα, χα, χα! Δεν ξέρω αν κι ο τόπος σου είναι υπερήαφανος για σένα!»
Ήταν ένας νεαρός με σκουλαρίκι, με ξυρισμένο κεφάλι κι αξύριστο πιγούνι.
Οι επιβάτες ξέσπασαν σε γέλια, το αυτοκίνητο σταμάτησε στη στάση Τσιμισκή και ο κύριος βιάστηκε να κατέβει, ενώ η Αφρικάνα που, ως φαίνεται, δεν είχε αντιληφθεί πολλά πράγματα και περιέφερε αμήχανα τους άσπρους βολβούς των ματιών της, συνέχιζε την καταρρακτώδη διαμαρτυρία της, όπου πηγαινοερχόταν εκείνη η λέξη «μαϊμού... μαϊμού...» λες και το εξωτικό τετράποδο πηδούσε συνεχώς από δέντρο σε δέντρο μες στο παρθένο δάσος των λόγων της.
...