Sunday, June 27, 2010

Summer Reading for Youngsters, and Adults Too!


This is the time of the year that summer reading lists appear in virtually all kinds of publications. This blog cannot be an exception. My aim is modest. Rather than producing a canon of summer texts I wish to bring to your attention a neglected genre, juvenile literature for the Anglophone Greek diaspora.

If your family loves reading, or you are new to the world of books, here is one that will educate and delight your youngsters. It will fascinate adults too.

Written by author and cultural critic Sofka Zinovieff, it tells the story of emigration from Greece. Using maps, images, and text it takes its readers along the multiple routes associated with Greek emigration.

Topics include, "A Tradition of Travelling," "To Egypt and Britain," "To the United States," Postwar Emigration," "Greek Cypriots in Britain," "Forced to Migrate," "Guest Workers," "The Greeks Outside Greece," "Going Home," and "The Greeks Worldwide."

"The History of Emigration from Greece" is published by Franklin Watts (1996).
Happy reading!

Wednesday, June 16, 2010

Από τα «Πηγαδάκια» στον «Κινούμενο Θίασο»


Στο πρόσφατο παρελθόν ήταν τα λεγόμενα «πηγαδάκια». Θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτές τις εστίες έντονης αντιπαράθεσης πολιτικών απόψεων μεταξύ αγνώστων. Νεοφερμένος στη Θεσσαλονίκη στα μέσα του 1975 από την μικρή μου (τότε) επαρχιακή πόλη, τα θυμάμαι χαρακτηριστικά να φυτρώνουν σα μανιτάρια σε πλατείες, πάρκα, ή οποιοδήποτε άλλο ανοιχτό δημόσιο χώρο. Στην εκρηκτική περίοδο μετά την μεταπολίτευση τα πηγαδάκια εξέφραζαν με τον πιο δραματικό τρόπο την επανάκτιση της πολιτικής ελευθερίας.

Έλεγε ο καθένας το μακρύ και το κοντό του παθιασμένα, με αγωνιστική διάθεση να σαρώσει τον αντίπαλο του, χειρονομόντας και ενίοτε χειροδικόντας. Η διαφωνία όριζε αυτήν την δημόσια λογομαχία, που κάλυπτε όλων των ειδών τους ρητορικούς τρόπους, από παπαγαλισμό τίτλων εφημερίδων, θεωρίες συνωμοσίας, μέχρι και λαϊκά αποφθέγματα. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ένα «καφενείο στα όρθια» όπου η εμπλοκή με τα κοινά διαδραματιζόταν με τον πιο μη πειθαρχημένο τρόπο, δημιουργόντας μια αναρχική βαβέλ πολυφωνίας.

Aυτό το ήθος έχει περάσει σήμερα και στα λεγόμενα τηλεοπτικά παράθυρα, μόνο που εδώ είναι οι επώνυμοι τώρα που επιχειρηματολογούν και διαπληκτίζονται εκ του μακρόθεν.

Το ζωντανό, «χειροπιαστό» πηγαδάκι δεν έχει βέβαια σβήσει. Το ζει κανείς συχνά και έντονα και στις μέρες μας, αλλά σε έναν διαφορετικό δημόσιο χώρο και σε μια πολύ πιο εστιασμένη αντιπαράθεση.

Σήμερα διαδραματίζεται στα λεωφορεία όπου πλέον αυτό που (εκ)δικάζεται είναι οι μετανάστες. Το σενάριο είναι προβλέψιμο όσον αφορά τις βασικές θέσεις, αλλά η δημιουργικότητα βασιλεύει στον διάλογο, όπου οι ατάκες είναι και αιχμηρές και πρωτότυπες.

Η όλη ιστορία αρχίζει όταν κάποιος από τους επιβάτες σφυρίζει ένα υποτιμητικό σχόλιο για ένα μετανάστη–συνεπιβάτη. Πολλές φορές προέρχεται από υστεροβουλία, μια ηλικιωμένη κυρία που μάταια αναζητά θέση για κάθισμα καταφέρεται ότι σαν ιθαγενής Ελληνίδα έχει αυτή το δικαίωμα της θέσης και όχι οι «ξένοι» που στρογγυλοκάθονται. Άλλες φορές πάλι το καυστικό σχόλιο θα βγει αναπάντεχα, πάλι υποτιμητικά για τους μετανάστες, πάλι ιεραρχόντας εθνότητες.

Αλλά οι αντιφρονούντες δεν σιωπούν. Ίσα ίσα σαν μαχαίρια βγαίνει η διαφωνία, η δημόσια υπεράσπιση των μεταναστών και οι προσβολές, περίγελος, ή ειρωνεία για τους Ελληναράδες. Το πηγαδάκι έχει μεταλλαχθεί σε κινούμενο θίασο. Η αντιπαράθεση είναι άκρως πολιτική. Και το τραγικό είναι ότι οι μετανάστες–πρωταγωνιστές σε αυτές τις ανταλλαγές συχνά–αλλά όχι πάντα–σιωπούν· είτε γιατί φοβούνται, είτε γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την γλώσσα, είτε για άλλους άγνωστους λόγους, είναι τα μέλη του θιάσου που τους πέφτει πρωταρχικά ο λόγος αλλά δεν παίρνουν τον λόγο.

Ο κινούμενος θίασος δεν έχει περάσει απαρατήρητος από τους λογοτέχνες. Ιδού μια εθνογραφική απόδοση του στην ιστορία «Η Μετανάστις» του Χριστόφορου Μηλιώνη (Τα Πικρά Γλυκά: Ιστορίες. Μεταίχμιο, 2008:142–147):

Στο σταθμό της Καλλιθέας μπήκε μια γυναίκα στρογγυλοπρόσωπη και κιτρινιάρα, που έδειχνε μάλλον για Ασιάτισσα, και άρχισε να διαφημίζει σε άγνωστη γλώσσα την πραμάτεια της – μια σακουλίτσα με χαρτομάντιλα, που τα πήγαινε από επιβάτη σε επιβάτη και τα έδειχνε, ζητώντας μ' αυτόν τον εύσχημο τρόπο την ελεημοσύνη του.
«Να τους μαζέψουν όλους αυτούς και να τους στείλουν στην πατρίδα τους!» είπε με πείσμα η κυρία δίπλα μου, δαγκώνοντας μια μια τις λέξεις, χωρίς να στρέψει καν το πρόσωπό της, έτσι που αναγκάστηκα για μια στιγμή να περιφέρω γύρω το βλέμμα μου, για να βεβαιωθώ πως μιλούσε σ' εμένα. Κι αφού βεβαιώθηκα πως πράγματι σ΄εμένα μιλούσε, παρατήρησα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή χωρίς να γυρίσω το πρόσωπό μου:
«Κι αν μαζέψουν όλους τους Έλληνες από Γερμανία, Σουηδία, Βέλγιο, Αυστραλία, Καναδά και να τους στείλουν όλους εδώ;»
«Οι Έλληνες έχουν εκεί σαράντα χρόνια» είπε η ασάλευτη κυρία με το ίδιο πείσμα.
«Κι αυτοί, ύστερα από σαράντα χρόνια θα έχουν ακριβώς σαράντα χρόνια!» παρατήρησα.
«Να πεθάνουν!» είπε τότε η κυρία με φαρμακερό πείσμα.
Η κακία της ξεπερνούσε πια κάθε όριο διαλόγου. Έτσι κράτησα την ψυχραιμία μου και είπα χωρίς να την κοιτάζω – όπως άλλωστε έκανε κι εκείνη:
«Και το ωραίο είναι πως αύριο θα πας στην εκκλησία, θ΄ανάψεις κερί, θα κάνεις μεγάλους σταυρούς!... Και ίσως θα μεταλάβεις!...»
...
Οστόσο το πράγμα δεν σταμάτησε εκεί.
...
Μάλιστα σε κάποια στιγμή που το λεωφορείο είχε πάρει την ανηφόρα της Ασκληπιού, ένας επιβάτης στην προσπάθεια του να φτάσει στο κόκκινο μηχάνημα και ν΄ακυρώσει το εισιτήριο του, μ΄έσπρωξε, κι εγώ γύρισα και κοίταξα. Αλλά με την κίνησή μου ξέφυγε από το χέρι μου μια από τις πλαστικές σακκούλες και μου ήταν δύσκολο να σκύψω να την πάρω, επειδή ακριβώς μπροστά μου στεκόταν μια γυναίκα χοντρή με πολύχρωμο καφτάνι και μαντίλα γύρω στο αφρικανικό πρόσωπό της. Η γυναίκα είδε την κίνηση μου, αντιλήφθηκε την αμηχανία μου και με μια επιδέξια κίνηση, λυγίζοντας τα γόνατα, έπιασε τη σακούλα και μου την έδωσε. Την ευχαρίστησα, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα μια κυρία που στεκόταν δίπλα της ενοχλήθηκε και της παρατήρησε αυστηρά:
«Να προσέχεις, κυρά μου, πού ακουμπάς τους γοφούς σου!»
Η ξένη τότε οργίστηκε και ξέσπασε σ΄ένα χείμαρρο ακατάληπτου λόγου, όπου ξεχώριζε μονάχα μια λέξη που επαναλαμβανόταν κάθε τόσο, κάτι σαν «μαϊμού!... μαϊμού!...», που ποιός ξέρει τι σήμαινε στη γλώσσα της αφρικάνικης φυλής της. Ήταν όμως φανερό πως την έλουζε, και η άλλη, η Ελληνίδα, προσπαθούσε να της το ανταποδώσει, αλλά το μόνο που κατάφερνε να πει ήταν: «Κοίτα γλώσσα! Κοίτα γλώσσα!» Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται κωμικό και οι στριμωγμένοι επιβάτες γελούσαν κι έδιναν έτσι διέξοδο στον εκνευρισμό τους.
«Δεν φταίει η κυρία» πήγα να εξηγήσω «απλώς προσπάθησε να με βοηθήσει, γιατί με σπρώξανε και μου πέσανε τα ψώνια μου».
Επενέβη τότε οργισμένος ο κύριος, που με είχε σπρώξει, και μου παρατήρησε αυστηρά και λίγο ασυνάρτητα:
«Αν θέλεις να την υπερασπιστείς, να πας κι εσύ στην Αφρική να ζήσεις».
Σκέφτηκα πως δεν άξιζε να πάρω στα σοβαρά την αντιδικία και είπα χαμογελώντας:
«Δεν πιστεύω να είναι χειρότερα από δω!»
Κι εκείνος μου το ανταπέδωσε:
«Εγώ είμαι περήφανος για τον τόπο μου!»
Ακούστηκε τότε δίπλα μου μια φωνή να λέει χλευαστικά:
«Χα, χα, χα! Δεν ξέρω αν κι ο τόπος σου είναι υπερήαφανος για σένα!»
Ήταν ένας νεαρός με σκουλαρίκι, με ξυρισμένο κεφάλι κι αξύριστο πιγούνι.
Οι επιβάτες ξέσπασαν σε γέλια, το αυτοκίνητο σταμάτησε στη στάση Τσιμισκή και ο κύριος βιάστηκε να κατέβει, ενώ η Αφρικάνα που, ως φαίνεται, δεν είχε αντιληφθεί πολλά πράγματα και περιέφερε αμήχανα τους άσπρους βολβούς των ματιών της, συνέχιζε την καταρρακτώδη διαμαρτυρία της, όπου πηγαινοερχόταν εκείνη η λέξη «μαϊμού... μαϊμού...» λες και το εξωτικό τετράποδο πηδούσε συνεχώς από δέντρο σε δέντρο μες στο παρθένο δάσος των λόγων της.

...

Tuesday, June 15, 2010

Αρχίζει το Ματς, Μέσα και οι Μετανάστες!


Οι διάφορες πτυχές στην σχέση μεταξύ μεταναστών και αθλητισμού διακρίνονται πιο καθαρά αν προσεγγίσει κανείς το θέμα σε συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτιστικά πλαίσια.

Για τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική της δεκαετίας του 1950, παραδείγματος χάριν, η συμμετοχή (και μεγαλειώδης μάλιστα) του Aristotle George (Harry) Agganis στο μπέιζ μπολ, το εθνικό σπορ της Αμερικής, αντιπροσώπευε το όνειρο της ίσότιμης κοινωνικής συμμετοχής. «Δεν είμαστε πια ξένοι. Χάρη στον Harry είμαστε πάλι οι Χρυσοί Έλληνες,» δήλωνε χαρακτηριστικά η μητέρα του, δύο χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του. Η ατομική επιτυχία σε εθνικό επίπεδο λειτουργούσε και σαν εισητήριο για την σεβαστή αποδοχή του εθνοτικού συνόλου.

Η προτίμηση για ένα ατομικό-επιθετικό άθλημα όπως η ξιφασκία, από την άλλη μεριά, έχει αποδοθεί (από την Olympia Dukakis για παράδειγμα) στον άγριο θυμό που φούντωνε στα παιδιά των μεταναστών που βίωναν εθνοτικές διακρίσεις. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το σενάριο. Αντί να γίνεις φονιάς για να αντιπερασπιστείς την προσβολή του υποβιβασμού σου το ρίχνεις στην νόμιμη κατά μέτωπο επίθεση με το ξίφος. Αφήστε που σ΄αυτές τις καταστάσεις πέφταν βροχή και πραγματικές μπουνιές, σφαλιάρες και γενικά πλακώματα. Δεν θα εκπλαγόμουν από μια ανάλυση που θα συνέδεε το μποξ και την πάλη με αυτού του είδους τα βιώματα. Αν με μειώνεις εσύ καθημερινά, αν ποδοπατάς τους (μετανάστες) γονείς μου, έλα να τα πούμε στην αρρένα· κι αν σου τις βρέξω θα πάρω και βραβείο κιόλας. Να λοιπόν τι εξηγεί την μέθη των Ελλήνων μεταναστών τις δεκαετίες των ΄30 και ΄40 κάθε φορά που ο θρυλικός Christos Theofilou, ο επονομαζόμενος "Golden Greek" Jim Londos, ταπείνωνε τους αντιπάλους του (για ένα σχετικό σχόλιο και footage δέστε το ντοκιμαντέρ, thejourneygreekamericandream.org/)

Μια πρόσφατη καταχώρηση στη μπλογκόσφαιρα για το μουντιάλ προσθέτει άλλη μια διάσταση στο θέμα μας. Ο Κωστής Κουρέλης, στην καταχώρηση του οποίου αναφέρομαι, μας προσκαλεί να σκεφτούμε το ποδόσφαιρο όχι σαν ένα «ξένο» σπορ στην Αμερική αλλά σαν ένα σπορ του οποίου η σπονδυλική στήλη (οι παίκτες δηλαδή) είναι άμμεσα συνδεδεμένη με το φαινόμενο της μετανάστευσης, δηλαδή με το «ξένο» στην Αμερική που επαναπροσιορίζεται σαν εθνικό.

Ο Κωστής ανατρέχει στις οικογενειακές καταβολές των παικτών της εθνικής Αμερικής αναδεικνύοντας τις κατά κόρο μεταναστευτικές ρίζες ή εμπειρίες τους. Μαθαίνουμε ότι ο Benny Feilhaber γεννήθηκε στην Βραζιλία, ότι οι γονείς του Oguchi Onyewu προέρχονται από την Νιγηρία, ενώ ο Clint Dempsey έμαθε ποδόσφαιρο παίζοντας με Μεξικανούς μετανάστες στο Τέξας. Ας προσθέσουμε σε αυτήν την λίστα και μια παλαιότερη Ελληνομερικανική δόξα, τον πολύ Panayoti Alexander (Alexi) Lalas, ο οποίος ευδοκιμεί σαν ποδοσφαιρικός σχολιαστής στο ESPN και ABC.

Μια τέτοιου είδους ανάλυση της Αμερικανικής ομάδας σαν το «National Team of Immigrants» μπορεί να ξέφυγε των σχολιαστών του ESPN αλλά όχι και του Κουρέλη (kourelis.blogspot.com/).

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε μια ακόμα καταχώρηση στην μπλογκόσφαιρα που φαινομενικά δεν έχει να κάνει τίποτα με το θέμα μας. Πρόκειται εδώ για μια καθημερινή σκηνή στην Αθήνα όπου κατά το πλείστον άρρενες μετανάστες και μη είναι προσηλωμένοι στα ματς του μουντιάλ. Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Γκαζμέντ Καπλάνι, που συμμετέχει «αραγμένος» στην καφετερία Everest της γειτονιάς του, δεν έχει τα μάτια του κολλημένα αποκλειστικά στην οθόνη. Λειτουργεί εθνογραφικά, καταγράφοντας συμπεριφορές, στάσεις, και διαχωρισμούς στο μικρόκοσμο του δημόσιου ποδοσφαιρο-φεστιβάλ. Να πως καταγράφει «τις διαφορετικές χειρονομίες που συνοδεύουν τις ποδσφαιρικές φάσεις»: «Όταν χάνεται ένα γκολ, ελληνικά, συνοδεύεται με μούντζα ή σταυροκόπημα. Αλβανικά με μια κίνηση του χεριού που σημαίνει <Αϊ στον διάβολο>. Οι άραβες μετανάστες χτυπούν το μέτωπο ή το στήθος τους» (tanea.gr/default.asp?pid=10&ct=13&artID=4579742).*

Υπάρχει βέβαια μια οφθαλμοφανής διαφορά μεταξύ των δύο παραπάνω καταστάσεων. Στην πρώτη οι «μετανάστες» είναι μέσα στο γήπεδο, οι κεντρικοί ήρωες· ενώ στη δεύτερη είναι έξω, ούτε καν κομπάρσοι. Στην πρώτη οι «μετανάστες» είναι η εθνική, στην δεύτερη ίσως και να μη θεωρούνται καν μέλη του έθνους.

Το να συγκρίνουμε βέβαια αυτές τις καταστάσεις θα ήταν άτοπο χωρίς να λάβουμε υπ΄όψιν μας τις ριζικά διαφορετικές ιστορίες της μετανάστευσης σε Αμερική και Ελλάδα. Αλλά ποιός ξέρει. Με την αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα, είναι δυνατόν στο μέλλον ταλέντα με ονόματα όπως «Τζαμίλ» και «Ογκόυα–Σοφοκλής» να λαμπρύνουν την εθνική φανέλλα· να σκοράρουν σωρηδόν χωρίς άδικα να τους ελέγχει η κοινωνία–διαιτητής σαν οφφσάιντ. Αμήν γιατί και goal, και σκληρή δουλειά, και διακρίσεις χρειαζόμαστε.

Ο χρόνος θα δείξει.

* Για περαιτέρω σκέψεις για την γλώσσα των εκφράσεων και την μεταφορική σημασία του ποδοσφαίρου δέστε, opinionator.blogs.nytimes.com/2010/06/16/a-world-cup-mentality/?hp

Saturday, June 12, 2010

Η Ελληνική Κρίση σε Στίχους


Ο Διονύσης Σαββόπουλος έσπευσε να μας υπενθυμίσει πρόσφατα τους στίχους με τους οποίους είχε καταδικάσει την Ελληνική κοινωνία το 1989, καταγγέλοντας το «όραμα κονόμας» και «ένας βίος φιλοτομάρης» που τόσο έχουν ταλαιπωρήσει την (τελικά πάλι) Ψωροκώσταινα (enet.gr/?i=events.el.home&id=171737).

Αν είναι να τραγουδήσουμε αυτές τις εποχές αυτά ας τραγουδήσουμε, και όχι άλλα ζαχαρωμένα όπως θα έλεγε και η Μπέλλου. Θα πρόσθετα και ακόμα δύο συνθέσεις που πέτυχα πρόσφατα ξεφυλλίζοντας την ανθολογία «Ο Κόσμος ο Δικός μου» του Άκη Πάνου (Εκδόσεις Γνώση, 1980). Το πρώτο είναι η «Κοινωνία,» ερμηνευμένο από το Μανώλη Μητσιά (1977), και που πρωτοπαίχτηκε στο «Παλαί ντε Σπορ» της Θεσσαλονίκης στις 15.1.1967. Το δεύτερο είναι η «Κοινή Αγορά,» ερμηνευμένο από τους Μιχάλη Μενιδάτη και Γιάννη Πάριο (1978).
[και τα δύο σε πολυτονικό στο πρωτότυπο]

Κοινωνία

Την κοινωνία
που τήνε σπρώχνουν στον κατήφορο τα λάθη
κι αργοπεθαίνει
μες στην ψευτιά, την αμαρτία και τα πάθη,
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
–τι ειρωνεία–
εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία.

Την κοινωνία
που και πιστεύει, και παλεύει, και ελπίζει,
μα αυτό που χτίζει
από τη μοίρα της σπρωγμένη το γκρεμίζει,
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
–τι ειρωνεία–
εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία.

Κοινή Αγορά

Όταν θα μπούμε στην Κοινή την Αγορά
όταν θα γίνουμ' Ευρωπαίοι επισήμως,
δε θα κοιτάζουμε τους άλλους πονηρά
κι οι συνεταίροι, θα μας φέρονται εντίμως.

Εμείς θα στέλνουμε αγγούρια κρητικά
και θα εισάγουμε τα πάντα από τη Δύση.
Θα ΄ρθουνε ήθη κάπως πιο ελαστικά
και δε θα φτάνει στο κακούργημα η χρήση.

Τώρα θα πεις: πως ονομάζεται Κοινή;
Κι αυτή η λέξη εξηγείται πολυτρόπως.
Μα αφού «δε γίνεται να ζήσουμε ορφανοί»
με την «κοινή» θα βολευτούμε όπως–όπως.


–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι προσωπικά θα αγνοούσα το «από τη μοίρα της σπρωγμένη το γκρεμίζει» του πρώτου και θα κρατούσα ευλαβικά την ειρωνεία του δεύτερου.

Saturday, June 5, 2010

Reunion–The Moment of Recognition
















Collage (medium, paper)
Yiorgos Anagnostou, early 1990s