Sunday, April 23, 2023

Writing for the community––Stephanos Papadopoulos’s “Black Sea” (2012) [Ethos magazine (Columbus, OH)].


The Poet in History: Speaking Unspeakable Suffering

I’m a name they never spoke, I stepped from the ashes blind, deaf and dumb to what they saw, still a witness / by some force that drags me toward hills with nothing / but the shards of words passed on, the crumbling photographs, / the tears that slid from my father and grandfather / through the huge black eyes of paintings and into mine; / that weep when the light breaks on these imaginary cliffs.

We read these lines in the Epilogue which concludes Stephanos Papadopoulos’s “Black Sea” (2012). The poem place the speaker of the poem (“I stepped from the ashes”) in relation to family trauma (“the tears that slid from my father and grandfather”) as well as his ancestors whose feelings and experiences are irretrievably lost to him. Standing “blind, deaf and dumb to what they saw,” the speaker nevertheless is “still a witness” of a family past traced in family lore (“shards of words”), “crumpling photographs,” and paintings evoking their ordeal.

This bleak past, so distant yet so vivid in memory, refers to the traumatic experience of the Pontic Greeks who were caught in a series of devastating historical conflicts during WWI (1914-1917) as well as the Greco-Turkish war and its aftermath (1919-1922). They were targeted and ultimately forced out from their ancestral lands carrying with them memories of unspeakable loss.

How does a poet evoke this traumatic past? In his collection, Papadopoulos (b. 1976) raises the question of his role as a poet in this history of suffering. A descendant of a family defined by the trauma of the Pontic displacement, he feels the urgency to tell the story. But how can his writing do justice to the enormity of the devastation?

Papadopoulos, a North Carolina-born and acclaimed poet, seeks the answer by venturing into a journey, both physical and imaginative. One major source feeding his poetic imagination is family lore, passed down by his grandfather, a tobacco merchant in Samsun. Crucial to this quest is an old family photo album from the 1920s the poet discovered. “There were some recognizable family faces and lots of anonymous stares,” he indicates in an interview. Facing people caught in images but without having access to their voice leads to haunting questions: How did they experience the ordeal? What would they have shared with us if they could only speak?

But the initial writing felt too distant from the past he set out to portray. What was missing, he realized, was the physical connection to the ancestral places he longed to bring to life. To forge “his connection to the place where so many of his ancestors suffered and died,” Papadopoulos rode his motorcycle––a sort of pilgrimage––from Athens and though Anatolia, “along the southern coast of the Black Sea, exploring the villages and birthplaces” of his ancestors.”

Encountering a landscape of trauma triggers his memory and feeds his imagination. He writes in Voices:

Voices still rise from foggy hillsides / the drop and fade into the shore of this Black Sea, / …

Evoking voices from the past is Papadopoulos’s solution to speak about individuals caught in the cruel swirl of history. He invents these voices to convey the personal dramas of a wide range of characters––soldiers, priests, ordinary people, a prostitute. His sonnets do not reproduce a one-sided story of victimization. The historical fact is that all the involved armies committed unspeakable atrocities against civilians.

The starkness of its imagery makes Black Sea a difficult book to read. But it seems that one way to cope with trauma is to name trauma in its full bleakness. His characters are overwhelmed by the devastation they experienced, their memories dark. Take Alekos Remembers Smyrna:

You want to count the dead? One is too many. / You want the lesson history gave? / Each field furrow is an open grave.

Or, Stavros in Paris: Stavros carries the story in his veins / from Pontus Parisian steeple crosses / jutting like skeletons and cranes / …

Did the poet do justice to this unspeakable suffering? He is conscious of this responsibility. “If I ask myself whether I did justice to the memory of those people,” he shares with us, “I’m terrified.”

Sunday, April 16, 2023

Περί του Πολιτισμικού Μέλλοντος της Διασποράς: Ελληνοαμερικανική Κοινωνία, Δημόσια Μνήμη, Ταυτότητα


Webinar Talk, Greek History and Culture Seminars, Greek Orthodox Community of Melbourne, Australia, Fall 2022. (https://www.youtube.com/watchv=JoeZWHumVTk&list=PL3k1qgYo3ZqZzl8OqfkVo-IYWEZrVE72U&index=28)

Περίληψη: Ο προβληματισμός για το πολιτισμικό μέλλον αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε διασποράς. Το γεγονός ότι οι γενιές απομακρύνονται κάθε φορά από την κουλτούρα των γονιών τους και διαπραγματεύονται νέες κοινωνικές καταστάσεις εγείρει επιτακτικές ερωτήσεις για την πολιτισμική συνέχεια της ομάδας και το είδος των ταυτίσεων της νέας γενιάς. Αυτή η προβληματική με τη σειρά της ωθεί στη δημιουργία αφηγημάτων και πρακτικών με σκοπό τη διαμόρφωση του επιζητούμενου μέλλοντος. Σε αυτήν την παρουσίαση θα διερευνήσω τη διαγενεακή δυναμική στα πλαίσια της ελληνοαμερικανικής κοινωνίας. Θα εστιάσω στους τρόπους με τους οποίους διάφοροι ελληνοαμερικανικοί φορείς σήμερα στρέφονται επιλεκτικά προς το παρελθόν –την πολιτιστική κληρονομιά τους (cultural heritage)– με σκοπό να ορίσουν το μέλλον. Η ανάλυση θα βασιστεί στην προσεκτική εξέταση ποικίλων ειδών αυτοαναπαράστασης όπως είναι τα απομνημονεύματα, τα διηγήματα, τα ντοκιμαντέρ και άλλων ειδών αφηγήματα ταυτότητας. Η δημιουργία ελληνοαμερικανικής δημόσιας μνήμης με σκοπό τη διαμόρφωση πολιτισμικής ταυτότητας δεν περιλαμβάνει μόνο μία, αλλά πολλαπλές εκδοχές ταυτότητας για το μέλλον. Επομένως, στην ομιλία μου θα εντοπίσω και θα αναλύσω τα διάφορα νοήματα που προσδίδονται στην ελληνοαμερικανική ταυτότητα του εικοστού πρώτου αιώνα και θα σχολιάσω τις πολιτισμικές και τις κοινωνικές επιπτώσεις του κάθε αφηγήματος.

Είναι ιδιαίτερη τιμή και μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι μαζί σας, να συμμετέχω σε μια κοινότητα που λειτουργεί ως πολύτιμη γέφυρα μεταξύ του πανεπιστημίου και της ευρύτερης κοινότητας. Συμβάλλετε στην ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών, η οποία αποτελεί σημαντικότατο φορέα για να στοχαστούμε το παρόν και να φανταστούμε το μέλλον.

H ομιλία μου σήμερα εντάσσεται σε μια μακροχρόνια συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα ερωτήματα «ποιο είναι το μέλλον της διασποράς» και «τι σημαίνει να είναι κανείς Έλληνας της διασποράς τον εικοστό πρώτο αιώνα» απασχολούν κοινότητες, θεσμούς, πανεπιστημιακούς, οικογένειες και πολίτες. Ελκύουν επίσης το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας λόγω της πολιτικής και της οικονομικής σημασίας που έχει η διασπορά για τη χώρα.

Το θέμα του πολιτισμικού μέλλοντος μας φέρνει αντιμέτωπους με ερωτήματα τα οποία αφορούν όλους μας, ανεξαρτήτως της επιμέρους διασποράς στην οποία ανήκουμε. Πρόκειται για ερωτήματα όπως «ποιο είναι το επιθυμητό μέλλον», «ποιος το αποφασίζει», «ποια θα είναι η πηγή χρηματοδότησης», και φυσικά για την κρίσιμη ερώτηση: «τι διακυβεύεται στην επιλογή ενός μέλλοντος αντί για κάποιο άλλο εναλλακτικό του;».

Η ύπαρξη κοινών ερωτημάτων, όμως, δεν σημαίνει ότι η κάθε διασπορά διαπραγματεύεται τα επί μέρους ερωτήματα με τον ίδιο τρόπο. Οι διασπορές έχουν ομοιότητες μεταξύ τους αλλά και καίριες διαφορές. Η διαφορετική κοινωνική τους οργάνωση για παράδειγμα, η συγκεκριμένη τους ιστορία, το οικονομικό τους στάτους ή οι προτεραιότητες της κάθε ηγεσίας επιδρούν στο πώς φαντάζεται κάθε διασπορά το μέλλον της. Τι είδους ταυτότητα επιθυμεί.

Επομένως, δεν προτείνω την ελληνοαμερικανική περίπτωση ως παράδειγμα. Ο στόχος μου είναι να λειτουργήσει ως έναυσμα για περαιτέρω δημόσια συζήτηση και στα δικά μας και στα δικά σας πλαίσια, καθώς και για πανεπιστημιακό διάλογο.

Θα αναπτύξω το θέμα μου γύρω από τους εξής άξονες: Κατ’ αρχάς θα παρουσιάσω ένα ιστορικό περίγραμμα της ελληνοαμερικανικής κοινωνίας, κυρίως των δημογραφικών της στοιχείων και τη συζήτηση που εξελίσσεται σχετικά με το μέλλον της. Κατόπιν θα εστιάσω στο κυρίως θέμα μου, τον ρόλο της δημόσιας μνήμης στη διαμόρφωση του εθνοτικού μέλλοντος. Θα τοποθετήσω τη δημιουργία αυτής της μνήμης στα ιστορικά της συμφραζόμενα στην Αμερική. Θα περάσω κατόπιν στο κεντρικό επιχείρημά μου. 

Παρατηρώ ότι η δημιουργία ελληνοαμερικανικής δημόσιας μνήμης με σκοπό τη διαμόρφωση πολιτισμικής ταυτότητας δεν περιλαμβάνει μόνο μία αλλά πολλαπλές –και συχνά συγκρουόμενες– εκδοχές ταυτότητας για το μέλλον. Έτσι, λοιπόν, θα εντοπίσω και θα αναλύσω τα διάφορα νοήματα που αυτοί οι ανταγωνιστικοί τρόποι μνήμης προσδίδουν στην ελληνοαμερικανική ταυτότητα του εικοστού πρώτου αιώνα και θα σχολιάσω τις πολιτισμικές και τις κοινωνικές συνέπειες του κάθε αφηγήματος.

Ευελπιστώ με αυτόν τον τρόπο να συνεισφέρω στον ευρύτερο στοχαστικό διάλογο ο οποίος έχει συρρικνωθεί, απελπιστικά θα έλεγα, στην ελληνοαμερικανική δημόσια σφαίρα.

Ας αρχίσουμε λοιπόν με τα δημογραφικά στοιχεία.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, 1.3 εκατομμύρια Αμερικανοί δηλώνουν ότι έχουν συνείδηση ελληνικής καταγωγής. Πρόκειται για μια οικονομικά εύρωστη ομάδα σε γενικές γραμμές, με υψηλή συχνότητα κολεγιακής μόρφωσης. Τα επί μέρους δημογραφικά στοιχεία καταγράφουν 200.000 μετανάστες, 400.000 γεννημένους στην Αμερική με ελληνική καταγωγή και από τις δύο πλευρές της οικογένειας, ενώ 300.000 δηλώνουν μεικτή καταγωγή (Moskos 191). Ένας από τους πιο ισχυρούς θεσμούς είναι η εκκλησία, και ως εθνοθρησκευτικός και πολιτικός θεσμός: τα στοιχεία καταγράφουν περίπου μισό εκατομμύριο μέλη στην ελληνορθόδοξη εκκλησία. Υπάρχει πληθώρα πολιτικών και πολιτιστικών οργανώσεων. Η πιο μεγάλη από αυτές είναι η διεθνική οργάνωση της ΑΧΕΠΑ. Η κοινότητα χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα διεθνικών γάμων, το 80% των γάμων που τελούνται στα πλαίσια της ελληνορθόδοξης εκκλησίας είναι μεικτοί. Η εξασθένιση στη χρήση της ελληνικής γλώσσας είναι σημαντική. Ο λόγος, μεταξύ άλλων, συνδέεται με τις αφόρητες πιέσεις για αφομοίωση στον αγγλοσαξωνικό πολιτισμό που ασκήθηκαν στους μετανάστες από τη νοτιοανατολική Ευρώπη κατά το πρώτο μαζικό κύμα της ελληνικής μετανάστευσης (1890-1924). Η Κου Κλουξ Κλαν εκείνη την περίοδο διέθετε ισχυρή πολιτική δύναμη, γεγονός που εξηγεί τον ρατσιστικό νόμο του 1924, ο οποίος μείωσε δραματικά τον επιτρεπόμενο αριθμό μεταναστών από τη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Το δεύτερο μαζικό κύμα μετανάστευσης (1965-1980) που αφορούσε περίπου 200.000 νέους μετανάστες, συνδέεται με τη δραστική αλλαγή του μεταναστευτικού νόμου και με την παράλληλη μετατροπή της Αμερικής σε πολυπολιτισμική χώρα.

Όπως επισημαίνουν οι κοινωνιολογικές μελέτες, η ελληνοαμερικανική κοινωνία βρίσκεται πια σε μια διαδικασία σημαντικών πολιτισμικών αλλαγών. Ενώ στο πρόσφατο παρελθόν κυριαρχούσε η εκδοχή της ελληνορθόδοξης ταυτότητας –δηλαδή το ελληνικό ταυτιζόταν με την ορθοδοξία–, η σημερινή τάση οδηγεί προς τον πλουραλισμό των ταυτοτήτων. Οι γνώσεις μας για αυτό το φαινόμενο, όπως και τις ευρύτερες πολιτισμικές εξελίξεις στην κοινότητα, είναι περιορισμένες, εξαιτίας των λίγων συγκριτικά ερευνητών που ασχολούνται με το θέμα.

Tο πολιτισμικό μέλλον: Αισιοδοξία και ανησυχία

Σε αυτά τα πλαίσια, η συζήτηση για το πολιτισμικό μέλλον των Ελληνοαμερικανών τείνει να εκφράζεται μέσα από δύο αντίθετους πόλους.

Από τη μια πλευρά δηλώνεται καθησυχαστική αισιοδοξία, από την άλλη εκφράζεται ανησυχία, ακόμη και αγωνία.

Η αισιοδοξία πηγάζει κυρίως από την πολιτισμική δύναμη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Αυτή η κληρονομιά, η οποία ιστορικά αποτελεί τον βασικό άξονα της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας, χαίρει αναγνώρισης στην αμερικανική κοινωνία. Διδάσκεται στο πανεπιστήμιο, αποτελεί σημείο αναφοράς στην εκπαίδευση και τη δημόσια κουλτούρα, παρουσιάζεται στο θέατρο και εκτίθεται στα μουσεία. Λόγω της πολιτισμικής δύναμης που έχει επίσης ως πηγή κύρους θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την ελληνική ταυτότητα στο μέλλον, όπως προβλέπει η αισιόδοξη τάση.

Η αισιοδοξία πηγάζει από μια πρόσθετη πηγή, από το γεγονός ότι πρακτικές που συνδέονται με την απόλαυση, όπως οι ελληνικοί χοροί, η κουζίνα, η κοινωνικότητα στις παρέες, καθώς και οι καλοκαιρινές διακοπές στα νησιά, είναι «σούπερ κουλ», όπως θα το έθετε η νέα γενιά. Σύμφωνα με ορισμένες κοινωνιολογικές μελέτες, μάλιστα, η ιταλική και η ελληνική ταυτότητα επισκιάζουν εναλλακτικές ταυτίσεις στις περιπτώσεις παιδιών από μεικτούς γάμους. Επίσης, έχει καταγραφεί πλήθος εθελοντικών πολιτισμικών οργανώσεων, γεγονός που υπογραμμίζει την ύπαρξη μιας συλλογικότητας η οποία εκφράζεται σε θεσμικό επίπεδο, και επομένως αναδεικνύει την επιθυμία για πολιτισμική συνέχεια.

Η ανησυχία από την άλλη μεριά εκδηλώνεται ως φάσμα μιας επικείμενης κρίσης. Η οικονομική επιτυχία, το υψηλό ποσοστό διεθνικών γάμων, η διαδεδομένη απώλεια της ελληνικής γλώσσας, η ανυπαρξία νέων μεταναστευτικών ροών, η μετακίνηση στα μεσοαστικά προάστεια και η συνακόλουθη χαλάρωση των κοινοτικών δεσμών, καθώς και η πολιτισμική αδιαφορία την οποία επιδεικνύει ένα τμήμα της νέας γενιάς πυροδοτούν τον φόβο μιας επικείμενης επιφανειακής πολιτισμικής ταύτισης, το αποκαλούμενο σύνδρομο «μουσακάς-μπουζούκι- συρτάκι».

Οι προφητείες για την εξασθενημένη πολιτισμική ταύτιση που αποτελεί πλέον ένα βήμα πριν από την ολική αφομοίωση ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1980. «Μήπως βιώνουμε το λυκόφως της εθνοτικότητας;» Αυτή είναι μια ερώτηση στην οποία απαντούν θετικά ορισμένοι μελετητές των ευρωπαίων Αμερικανών.

Είναι σημαντικό, βέβαια, να κατανοήσουμε το δημόσιο αίσθημα ανησυχίας πέρα από γενικότητες. Η ελληνοαμερικανική κοινωνία είναι ετερογενής, και η ανησυχία βιώνεται με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετική ένταση στα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Την έχω συναντήσει σε οικογένειες οι οποίες δεν έχουν την πολυτέλεια να ταξιδεύουν συχνά στην Ελλάδα ώστε να προσφέρουν στα παιδιά τους ευκαιρίες για πολιτισμική ανατροφοδότηση. Εκδηλώνεται έντονα επίσης σε γονείς που διαμένουν σε περιοχές με πληθυσμιακά αδύναμη ελληνοαμερικανική παρουσία.

Στο σημείο αυτό, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη μια εθνογραφική ανάλυση η οποία θα εξέταζε το θέμα της παραγωγής ταυτότητας σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες της κοινωνικοοικονομικής τάξης, της ύπαρξης διεθνικών συγγενικών δικτύων, καθώς και σε συνάρτηση με την περιοχή διαμονής.

Η αγωνία για το πολιτισμικό μέλλον στις μέρες μας, φυσικά, δεν αποτελεί ιστορική εξαίρεση. Θα έλεγε κανείς ότι είναι συστατικό στοιχείο της διασποράς. Το φάσμα ότι η κυρίαρχη κουλτούρα θα οδηγήσει τις μειονοτικές κουλτούρες σε αφανισμό –αυτό που αποκαλούμε «αφομοίωση»– διαπερνά την ελληνοαμερικανική κοινωνία καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας της στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι τις ημέρες μας.

Είναι απαραίτητο, βέβαια, να κατανοήσουμε την κάθε έκφραση ανησυχίας στα συγκεκριμένα ιστορικά της πλαίσια. Οι εξελίξεις αυτές στην εποχή μας διαδραματίζονται στα πλαίσια της αμερικανικής πολυπολιτισμικότητας, η οποία ενθαρρύνει την πολιτισμική διαφορετικότητα στον βαθμό που δεν απειλεί την εθνική συνοχή και τα πολιτισμικά ιδεώδη της χώρας.

Πολιτιστική κληρονομιά

Η ανησυχία για το μέλλον λειτουργεί ως δημιουργική διαδικασία· ωθεί σε ποικίλες δράσεις και παράγει πολιτιστικό έργο.

Σχετικά πρόσφατες δράσεις, για παράδειγμα, αφορούν την ενίσχυση των νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστημιακό επίπεδο. Επίσης, υπάρχουν προγράμματα εκπαιδευτικών επισκέψεων στην Ελλάδα που απευθύνονται σε νέους και πραγματοποιούνται από οργανισμούς όπως το National Hellenic Society και η ΑΧΕΠΑ. Άλλες μορφές με στόχο να κινήσουν το ενδιαφέρον της νεολαίας αφορούν την προσφορά υποτροφιών προς ενίσχυση των κολεγιακών σπουδών. Η στρατηγική προσέλκυσης των νέων βασίζεται στη σύνδεση της πολιτισμικής ταυτότητας με τη δημιουργία κοινωνικών και επαγγελματικών δικτύων τα οποία συμβάλλουν στην προώθηση της καριέρας τους.

Υπάρχει επίσης μια μεγάλη γκάμα πολιτιστικών δράσεων που οραματίζονται το μέλλον μέσω της στροφής προς το παρελθόν. Αναφέρονται σε ορισμένες αξίες και εμπειρίες του παρελθόντος, οι οποίες εν συνεχεία προτάσσονται ως θεμελιώδεις για το παρόν και το μέλλον.

Στην υπόλοιπη ομιλία μου θα εστιάσω ακριβώς σε αυτήν την κοινωνική πρακτική, τη δημιουργία δημόσιας μνήμης και θα αναλύσω τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας.

Δημιουργία δημόσιας μνήμης:
Από το παρόν στο παρελθόν, από το παρόν στο μέλλον


Η δημιουργία μνήμης κατακλύζει τον ελληνοαμερικανικό δημόσιο χώρο. Τη συναντάμε σε μουσεία, ντοκιμαντέρ, αυτοβιογραφίες, προφορική ιστορία, αγάλματα, αφηγήματα για την αναζήτηση της καταγωγής, ιστορικά λευκώματα των κοινοτήτων, καθώς και σε εορτασμούς εθνικών, εθνοτικών και θρησκευτικών επετείων.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την αφετηρία αυτής της πυκνής παραγωγής μνήμης στο ιστορικό της πλαίσιο, το οποίο εντοπίζεται στη δεκαετία του 1960. Πρόκειται για μια ιστορική στιγμή δραματικών αλλαγών κατά την οποία η αμερικανική κοινωνία προσανατολίζεται προς την πολυπολιτισμικότητα ως κοινωνικό μοντέλο. Ο νέος προσανατολισμός επιδρά ριζικά στη σχέση της κοινωνίας με το παρελθόν. Φορείς όπως η κυβέρνηση, το πανεπιστήμιο, τα μέσα ενημέρωσης, καθώς και η πολιτιστική βιομηχανία, όπως ο κινηματογράφος και οι εκδότες, ενθαρρύνουν το κοινό να (επανα)ανακαλύψει τις εθνοτικές του ρίζες. Η δημόσια σφαίρα κατακλύζεται από σχετικές ταινίες, αυτοβιογραφίες, ντοκιμαντέρ και εθνοτικά φεστιβάλ. Το πανεπιστήμιο στρέφεται προς τη μελέτη των μεταναστών, των γυναικών και άλλων περιθωριακών ομάδων καταξιώνοντας την αναγνώριση των αποσιωπημένων ιστοριών τους. Η ανεύρεση και η δημιουργία πολιτιστικής κληρονομιάς (αυτό που αποκαλείται cultural heritage) σαρώνει την κοινωνία.

Το κύμα της πολιτιστικής κληρονομιάς εισάγει μια νέα προσέγγιση στο παρελθόν: Αν πρωτύτερα ήταν κυρίως οι ελίτ και οι επαγγελματίες ιστορικοί οι οποίοι είχαν το κύρος να αναπαραστήσουν το παρελθόν, τώρα είναι οι μετανάστες, οι γυναίκες, οι φεμινίστριες, οι εθνοτικές κοινότητες, οι ηττημένοι της ιστορίας (όπως οι αριστεροί) που αναπαριστάνουν με αυτοπεποίθηση τους εαυτούς τους. Σε αυτήν τη στροφή πυκνώνουν οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος από μη ειδικούς· τώρα τα υποκείμενα που παράγουν γνώση για το παρελθόν, χωρίς να έχουν επαγγελματική ειδίκευση στις ιστορικές σπουδές και την ιστοριογραφία, είναι τα διάφορα ενδιαφερόμενα άτομα και ομάδες. Συλλέγουν προφορικές ιστορίες, συντάσσουν ιστορικά λευκώματα, δημιουργούν ντοκιμαντέρ, δημοσιεύουν αυτοβιογραφίες.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή η στροφή προς το παρελθόν δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα ως μέσο κατανόησης της ιστορίας, αλλά πρωταρχικά ως μέσο δημιουργίας ταυτότητας. Διαστάσεις του μεταναστευτικού παρελθόντος ανασύρονται ώστε να απαντήσουν σε ερωτήματα όπως «ποιες ήταν οι εμπειρίες που βιώσαμε, ποιες ήταν οι αξίες που μας ενδυνάμωσαν;» Η μνήμη είναι επιλεκτική. Επιλέγονται αξίες και εμπειρίες από το παρελθόν που θεωρούνται σημαντικές για το παρόν και εκφράζουν τις ανάγκες της ομάδας ή των διάφορων ακτιβιστών. Με άλλα λόγια, εκείνο που διαμορφώνει ποια στοιχεία επιλέγονται από το παρελθόν ως ταυτότητα είναι το παρόν.

Η δημιουργία δημόσιας μνήμης, λοιπόν, αποκτά τεράστια σημασία ως μέσο ορισμού της ταυτότητα της ομάδας. Η ισχύς της πηγάζει από την ευρεία παρουσία της στον δημόσιο χώρο και από την εύκολη πρόσβαση σε αυτήν μέσω της λαϊκής κουλτούρας.

Να παραθέσω ένα παράδειγμα, αυτό της πρεσβυτέρας Πετράκη. Η μετανάστρια πρεσβυτέρα έζησε από κοντά την εχθρότητα που επέδειξε η τοπική ελληνική κοινότητα σε έναν διαφυλετικό γάμο μεταξύ μιας ελληνίδας μετανάστριας, της Σοφίας, και ενός Αφροαμερικανού, του Ντένζελ, στο Σικάγο, το 1955. Η εμπειρία της, η οποία καταγράφηκε από τον γιο της, τον συγγραφέα Χάρυ Μαρκ Πετράκη, έχει ως εξής:

Η πρεσβυτέρα αισθάνθηκε την υποχρέωση να βοηθήσει τη Σοφία και τον Ντένζελ, «γιατί ένιωθε ότι αυτό ήταν το ηθικό και το φιλεύσπλαχνο που έπρεπε να κάνει». Η θρησκευτική κληρονομιά της την ώθησε να αμφισβητήσει την ιδεολογία του φυλετικού διαχωρισμού με μέτρο τη χριστιανική αγάπη. Ως προστάτιδα αυτής της θρησκευτικής ηθικής, η πρεσβυτέρα ανέλαβε να ψάλει τον εξάψαλμο στην εθνική κοινότητα των μεταναστών: «Θυμηθείτε πώς ήταν όταν έφτασαν σ’ αυτή τη χώρα οι πρώτοι Έλληνες!» υπενθυμίζει στα μέλη της ενορίας. «Πολεμήσαμε τότε την προκατάληψη που έζησαν οι δικοί μας άνθρωποι! Δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε τους αγώνες εκείνους. Εάν δεν μπορούμε να δεχθούμε αυτούς τους νέους ανθρώπους για αυτό που είναι, δεν έχουμε το δικαίωμα να λεγόμαστε Χριστιανοί!». (http://www.newdiaspora.com/el/a-tale-of-color/)

Αυτή η αντιπαράθεση έχει μεγάλη σημασία για τον σκοπό της παρουσίασής μας εδώ. Το παράδειγμα μας δείχνει ξεκάθαρα, ότι η αναφορά σε ένα συγκεκριμένο παρελθόν έχει άμεση σχέση όχι μόνο με το παρόν, αλλά και με το μέλλον. Η πρεσβυτέρα νουθετεί την κοινότητα να αλλάξει στάση, να διαμορφωθεί σε μια κοινότητα η οποία αποδέχεται τη φυλετική διαφορά χωρίς διακρίσεις στο παρόν και το μέλλον. Η θρησκευτική τους ταυτότητα τους υπαγορεύει να εφαρμόσουν την πίστη τους, να κάνουν το ιδεώδες πράξη.

Εδώ επίσης παρατηρούμε ότι η συγκεκριμένη αναφορά στο παρελθόν της μετανάστευσης έχει πολιτικές διαστάσεις. Τοποθετεί την ελληνορθόδοξη ταυτότητα στα πλαίσια ενός φλέγοντος πολιτικού θέματος, του φυλετικού ρατσισμού, και προκαλεί την κοινότητα να πάρει θέση πάνω σε αυτό στην καθημερινότητά της. Η χρήση της μνήμης για τη δημιουργία ταυτότητας είναι επομένως μια πολιτική πράξη.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κρατήσουμε την εξής ιδέα: άτομα και φορείς ανασύρουν επιλεκτικά στοιχεία από το παρελθόν σύμφωνα με τις ανάγκες τους και το χρησιμοποιούν για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Επομένως, όποτε συναντούμε το φαινόμενο της δημόσιας μνήμης εγείρονται τα εξής ερωτήματα. Για ποιον σκοπό χρησιμοποιείται αυτή η μνήμη και από ποιόν; Ποιες είναι οι πολιτικές διαστάσεις αυτής της χρήσης; Σε αυτά τα πλαίσια η μνήμη δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά φορέας ιδεολογίας. Επομένως ενδείκνυται να μιλάμε όχι απλά για μνήμη, αλλά για πολιτική μνήμης.

Μνήμη, πολιτιστική κληρονομιά, ταυτότητα

Για χρόνια τώρα μελετώ τους τρόπους με τους οποίους η ελληνοαμερικανική κοινωνία στρέφεται προς το παρελθόν ως μέσο διαμόρφωσης του μέλλοντος. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική εκδοχή δημόσιας μνήμης, αλλά πολλαπλές και συχνά ανταγωνιστικές, ακόμα και ασύμβατες μεταξύ τους, αφηγήσεις και επομένως πολλαπλά οράματα για το μέλλον. Υπάρχουν διαφορετικές ματιές, υπάρχουν ποικίλες ιδεολογικές σκοπιές· πολλά ιστορούντα υποκείμενα, όπως θα το έθεταν οι ιστορικοί.

Οπότε, όταν στοχαζόμαστε το φαινόμενο δημόσια μνήμη στη διασπορά αναφερόμαστε σε ένα πολιτισμικό πεδίο το οποίο διατρέχεται από ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Αυτό το πεδίο είναι ένα αγωνιστικό πεδίο, καθώς οι εκάστοτε φορείς μνήμης επιθυμούν να επικρατήσει η δική τους εκδοχή. Κάποιες από αυτές τις εκδοχές επικρατούν, άλλες πασχίζουν να καταστήσουν ορατή την παρουσία τους, άλλες περιθωριοποιούνται ή αποσιωπώνται. Να το θέσω με άλλο τρόπο: η δημόσια μνήμη είναι συνδεδεμένη με σχέσεις εξουσίας. Όπως μας υπενθυμίζει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, οι εξουσίες διεκδικούν με ζήλο τι πρέπει να κατονομαστεί και τι να ξεχαστεί.

Όταν εισερχόμαστε λοιπόν στον χώρο της ελληνοαμερικανικής δημόσιας μνήμης –όπως και σε κάθε κοινωνικό χώρο μνήμης– εισερχόμαστε σε ένα ετερογενές πεδίο, στο οποίο διάφοροι φορείς με διαφορετικές ιδεολογίες αγωνίζονται να προωθήσουν τη δική τους εκδοχή για το μέλλον.

Ας ονομάσουμε αυτό το πεδίο «Παρόν–Παρελθόν–Μέλλον» και ας χαρτογραφήσουμε τα διάφορα μέλλοντα που κατονομάζουν και επιθυμούν διάφοροι ελληνοαμερικανικοί φορείς.

Η χαρτογράφησή μας δεν θα είναι τυχαία. Και βέβαια, δεν θα εξαντλήσει το θέμα μας. Θα ακολουθήσει την εξής λογική: Θα αντιπαραβάλει δύο διαφορετικούς τρόπους μνήμης για το ίδιο θέμα κάθε φορά, με σκοπό να εντοπίσει τις διαφορές αναμεταξύ τους, να κατονομάσει τις αντίστοιχες ιδεολογίες τους και να στοχαστεί τις κοινωνικές επιπτώσεις του κάθε αφηγήματος.

Θα συζητήσω τους διαφορετικούς τρόπους μνήμης για τρία θέματα. Το πρώτο εξετάζει τις αναφορές στο αρχαίο κλασικό παρελθόν, ένα στοιχείο που αποτελεί βασικό άξονα της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας. Το δεύτερο θέμα σχετίζεται με τις αναφορές στη μεταναστευτική εμπειρία των Ελληνοαμερικανών. Τέλος, το τρίτο θέμα αφορά τη σημασία του παρελθόντος στις σχέσεις της κοινότητας με ιστορικά κατατρεγμένες ομάδες.

Θα αρχίσω την ανάλυση με το αρχαίο κλασικό παρελθόν:

Αρχαίο κλασικό παρελθόν

Στις χρήσεις αυτού του παρελθόντος διακρίνω δύο αντικρουόμενους τρόπους μνήμης.

Στην πρώτη χρήση του, το παρελθόν αυτό χρησιμοποιείται ως πολιτισμικό, πολιτικό και αισθητικό ιδεώδες· ως συνεκτικό όλον που κατέχει μία και μοναδική οικουμενική αλήθεια. Προσεγγίζεται ως πηγή καθολικών και διαχρονικών αξιών και ιδεωδών – η δημοκρατία, η ελευθερία βούλησης, η αρετή, η ομορφιά. Ο ελληνισμός σε αυτήν την εκδοχή είναι υπερβατικός και λειτουργεί έξω από την ιστορία σαν ένα αέναο πολιτικό και αισθητικό μοντέλο.

Από αυτήν την οπτική, ο πολιτισμός αυτός αποτελεί κληρονομιά μεγίστης σημασίας –μια ανεκτίμητη πηγή κοινωνικής διάκρισης και πολιτισμικού κεφαλαίου για την ομάδα– αφού συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς του δυτικού πολιτισμού. Οι Ελληνοαμερικανοί, συνεχίζει το αφήγημα, ως φυσικοί κληρονόμοι αυτού του παρελθόντος, έχουν την υποχρέωση να το διασώσουν ως επιστάτες του, να το προστατεύσουν, να το προωθήσουν στην αρχιτεκτονική, στις τέχνες, καθώς και ως αντικείμενο πανεπιστημιακής μόρφωσης (protect, preserve, promote, PPP).

Αυτή η προσέγγιση, ας σημειώσουμε, όχι μόνο προσδίδει κύρος στην ομάδα, αλλά επιπλέον αποφεύγει τις εσωτερικές συγκρούσεις και τις αμφιταλαντεύσεις που παρουσιάζονται συνήθως στην περίπτωση των διπλών πολιτισμικών ταυτίσεων. Το αφήγημα εναρμονίζει το Αμερικανικό και το Ελληνικό ως φορείς του ίδιου συστήματος αξιών.

Στην εναλλακτική του δεύτερη χρήση, ο ελληνισμός αποτελεί μια ριζικά διαφορετική αξία. Δεν πρόκειται για τον ελληνισμό στον ενικό, αλλά για τους ελληνισμούς, στον πληθυντικό. Ο ελληνισμός αποτελεί μια ιστορική κατηγορία και συνδέεται με πολλαπλά πολιτισμικά και πολιτικά μοντέλα. Γίνεται αντικείμενο πολλαπλών ιστορικών ερμηνειών σε συγκεκριμένες κοινωνικές συγκυρίες· πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα ιδεών από το οποίο διάφορες ομάδες ή άτομα ενστερνίζονται συγκεκριμένα στοιχεία, ερμηνεύοντάς τα με τρόπο που προωθεί τη δική τους αλήθεια. Υπάρχει ο ελληνισμός που τροφοδοτεί την ιδεολογία της δυτικής ακροδεξιάς, ο ελληνισμός των αρχών του εικοστού αιώνα που ευθυγραμμίστηκε με τον αφομοιωτικό αμερικανισμό, ο ελληνισμός του μετανάστη που αντλεί από την αρχαιοελληνική κληρονομιά ώστε να πάρει θέση ενάντια στην κοινωνική αδικία. Συναντάμε αυτήν την τελευταία προσέγγιση στην ελληνοαμερικανική λογοτεχνία και το θέατρο.

Στο διήγημα «Ο Περικλής της 31ης Οδού», (Pericles on 31st Street) του συγγραφέα Χάρυ Μαρκ Πετράκη, για παράδειγμα, o κεντρικός ήρωας, ένας έλληνας βιοπαλαιστής μετανάστης, εμπνέεται από τον Περικλή, από τη ρητορική του δεινότητα και την κριτική στάση του κατά της τυραννίας, και, παρακινημένος από το παράδειγμά του, εκθέτει και στηλιτεύει έναν μεγαλοϊδιοκτήτη που εκμεταλλεύεται τους μετανάστες, διαφορετικών εθνοτήτων ενοικιαστές του.

Σε αυτήν την περίπτωση ο ήρωάς μας υιοθετεί μια δημόσια στάση ενάντια στην εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία. Εδώ αυτό που αποκαλούμε «ελληνισμό» μεταφράζεται σε πράξη ενός πολίτη που μιλάει με παρρησία υπερασπιζόμενος ευάλωτες ομάδες και εκφράζει την αλληλεγγύη του προς αυτές.

Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε το ίδιο για κάποιους οργανισμούς, οι οποίοι, παρότι προβάλλουν τα ιδεώδη του Ελληνισμού στο κέντρο της ταυτότητάς τους, αποφεύγουν να τοποθετηθούν ρητά σε θέματα συστημικής φτώχειας και ρατσισμού.

Δημόσια μνήμη, μεταναστευτικό παρελθόν και ταυτότητα

Το δεύτερο θέμα που θίγω αφορά τις αντιθετικές χρήσεις της μνήμης του μεταναστευτικού παρελθόντος που συντελούν στη δημιουργία ταυτότητας.

Μια ισχυρή τάση στην ελληνοαμερικανική κοινωνία υιοθετεί την επιλεκτική χρήση της μνήμης προκειμένου να εξυμνηθεί το παρελθόν και να εγγραφεί ως ταυτότητα στο παρόν.

Το αφήγημα αυτό εστιάζει στην εξύμνηση της σκληρής βιοπάλης των μεταναστών και στην ανάδειξη των δεινών που υπέστησαν· επαινεί την παραδοσιακή οικογένεια και τη συνοχή της, τις θυσίες των γονέων για τα παιδιά· εκφράζει θαυμασμό για την κοινωνική και οικονομική τους ανέλιξη. Αποθεώνει τον πατριωτισμό προς τη νέα πατρίδα τονίζοντας την ευγνωμοσύνη για τις ευκαιρίες που πρόσφερε. Προβάλλει τη φιλανθρωπία και την ηθική αξία της Ελληνοορθοδοξίας, η οποία συχνά ταυτίζεται με την ελληνοαμερικανική ταυτότητα. Προβάλλει τους Ελληνοαμερικανούς κυρίως ως ομοιογενή ομάδα και ως εθνοτικό πρότυπο στην αμερικανική κοινωνία.

Πρόκειται για ένα αφήγημα το οποίο έχει ευρεία αποδοχή: είναι το κυρίαρχο αφήγημα. Υποστηρίζεται από ποικίλους θεσμούς και διαχέεται στη δημόσια σφαίρα μέσα από όλα τα είδη πολιτιστικής έκφρασης –τα ντοκιμαντέρ, τα αγάλματα, τη δημοσιογραφία, την αυτοβιογραφία, καθώς και τη δημόσια ιστορία. Η συνεχής επανάληψή του σε διαφορετικά είδη αναπαράστασης το έχει παγιώσει στη συλλογική συνείδηση.

Η δύναμή του έγκειται στην αναγνώριση αυστηρά επιλεγμένων ιστορικών αληθειών που έχουν συναισθηματική και κοινωνική απήχηση στο ευρύτερο κοινό, αλλά αποσυνδέονται από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Πρόκειται για τις αλήθειες της μετανάστευσης ως θυσίας και τεράστιας προσπάθειας την οποία έκαναν οι μετανάστες παππούδες και γιαγιάδες ή γονείς. Το παρελθόν αυτό, όπως φαντάζεστε, είναι έντονα φορτισμένο συναισθηματικά.

Το αφήγημα δημιουργεί θετική εικόνα για την ομάδα και αποζητά την αναπαραγωγή της ταυτότητας στη νέα γενιά μέσω της εθνοτικής υπερηφάνειας και της αποφυγής των υπαρξιακών συγκρούσεων. Προσφέρει βεβαιότητες στη νέα γενιά για την ύπαρξη μιας αρμονικής διπλής πολιτισμικής ταυτότητας που βασίζεται σε συμβατές μεταξύ τους διαπολιτισμικές αξίες, όπως το ήθος της σκληρής εργασίας, η αξία της οικογένειας, η κοινωνική εξέλιξη μέσω της κολεγιακής μόρφωσης, ο καπιταλισμός. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει την υπαρξιακή διχοτόμηση και τις αμφιθυμίες που υπάρχουν στη διττή πολιτισμική ταύτιση.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου το αφήγημα αποκλείει δύσκολες ιστορικές αλήθειες. Αποσιωπά τα «σκοτεινά» παρελθόντα όπως η οικονομική εκμετάλλευση ελλήνων μεταναστών από έλληνες μετανάστες, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής εργασίας. Παραβλέπει τα σημαντικά ποσοστά ενδοοικογενειακής κακοποίησης. Αποφεύγει να αναφερθεί στη σκληρή πατριαρχία και στα τραύματα που προκάλεσε σε πολλές γυναίκες γεννημένες στην Αμερική. Ενώ προβάλλει δίκαια την υποστήριξη του αρχιεπισκόπου Ιακώβου προς τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον ηγέτη του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων τη δεκαετία του 1960, αποσιωπά τη σημαντική αντίθεση, που έφτανε ως τη ρατσιστική έχθρα, μιας μεγάλης μερίδας μεταναστών προς το κίνημα αυτό, ιδιαίτερα στον αμερικανικό Νότο.

Με άλλα λόγια, η δημόσια μνήμη ως μέσο δημιουργίας ταυτότητας δεν ενδιαφέρεται για την κατανόηση της ιστορίας. Αποτελεί μια ανιστορική μνήμη και δημιουργεί έναν μύθο με βάση την επιλεκτική ιστορική αμνησία. (δες Σαλβάνου)

Ο εναλλακτικός τρόπος μνήμης γι’ αυτό το θέμα σχετίζεται με τη δυναμική διαμεσολάβηση στη διαδικασία δημιουργίας μιας ταυτότητας μέσα από την πολιτισμική κριτική που ασκείται από το εσωτερικό της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, και διατυπώνει αιτήματα για αλλαγή. Αυτός ο τρόπος αφορά παρεμβάσεις οι οποίες προέρχονται κυρίως από γυναίκες, από μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και από άτομα που αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη. Οι παρεμβάσεις αυτές κατονομάζουν τις καταπιεστικές πτυχές του παρελθόντος και του παρόντος. Καυτηριάζουν παραδοσιακές αξίες όπως η ανδρική εξουσία και η εθνοτική ομοφοβία. Χρησιμοποιούν την αυτοβιογραφία, την προφορική ιστορία, την προσωπική μαρτυρία, τη λογοτεχνία και γενικά τον λόγο τους με σκοπό να καταγράψουν και να δημοσιοποιήσουν τις τραυματικές εμπειρίες γυναικών ή ΛΟΑΤΚΙ ατόμων που στιγματίστηκαν από κυρίαρχους θεσμούς της κοινότητας. Εκφράζουν οργή για τη βία και τους αποκλεισμούς που επιβλήθηκαν στο πρόσωπό τους από άτομα και θεσμούς.

Παρατηρείται ενδιαφέρον επίσης να κατονομαστούν καταστάσεις άγριας εκμετάλλευσης εργατών στο παρελθόν. Να σημειώσω ότι οι σημαντικές προσπάθειες αναγνώρισης του ρόλου των ελλήνων μεταναστών στο αμερικανικό εργατικό κίνημα επιχειρήθηκαν στο πλαίσιο μιας σχεδόν ολοκληρωτικής αποσιώπησης των σημερινών εμπειριών της ελληνοαμερικανικής εργατικής τάξης.

Η παραπάνω φεμινιστική και ΛΟΑΤΚΙ κριτική, όμως, δεν οδηγεί απαραίτητα στην άρνηση και την απόρριψη της εθνοτικής ταυτότητας. Η πολιτισμική στάση των ατόμων που την επιτελούν μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί με τους όρους που έχει προτείνει ο Αντώνης Πιπερόγλου «Rework, Retain, Reject» (RRR, 6:15 podcast). Πρόκειται για μια δυναμική εμπλοκή κατά την οποία τα άτομα δεν παραμένουν παθητικοί αποδέκτες τους παρελθόντος· αντίθετα, παρεμβαίνουν στην πολιτισμική τους κληρονομιά, απορρίπτοντας εκείνες τις πτυχές της παράδοσης που δεν τους αντιπροσωπεύουν, αλλάζοντας κάποιες πολιτισμικές εκφράσεις ή διατηρώντας εκείνες που θεωρούν συμβατές με τις πεποιθήσεις τους. Με άλλα λόγια, αναδημιουργούν τις πολιτισμικές τους σχέσεις με το παρελθόν.

Να σημειώσω ότι ορισμένα άτομα που στιγματίστηκαν από την εθνοτική κοινότητα δημιουργούν τις δικές τους πολυεθνοτικές κοινότητες στις οποίες εκφράζονται με εναλλακτικούς τρόπους· τρόπους που δεν έχουν γίνει ακόμη αποδεκτοί από την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Δηλαδή, βρίσκουν το αίσθημα του ανήκειν έξω από τα όρια της εθνοτικής κοινότητας.

Το όραμα του παραπάνω αφηγήματος για το μέλλον προβάλλει μια κοινότητα η οποία είναι πολιτισμικά δημοκρατική· αναγνωρίζει και αποδέχεται την ετερογένεια· είναι συμπεριληπτική ως προς τις ποικίλες εσωτερικές διαφορές της κοινότητας. Προσδιορίζεται κριτικά απέναντι στην παράδοση. Είναι δημιουργική. Και όμως, η διάχυση του λόγου της στον δημόσιο χώρο είναι περιορισμένη, καθώς περιθωριοποιείται από το ηγεμονικό αφήγημα.

Μνήμη και αλληλεγγύη προς ιστορικά κατατρεγμένες ομάδες

Το τρίτο θέμα μας σχετίζεται με τον ρόλο της μνήμης στις σχέσεις των Ελληνοαμερικανών με τα πολιτικά κινήματα εναντίον του ρατσισμού, και γενικότερα με ομάδες οι οποίες στιγματίστηκαν ιστορικά και υπέστησαν βία.

Ο πρώτος τρόπος μνήμης υποστηρίζει αυτό που αποκαλείται «color-blindness», δηλαδή τη θέση ότι αμερικανική κοινωνία μετά τους αντιρατσιστικούς αγώνες της κατά τη δεκαετία του 1960 αποτελεί πλέον μια κοινωνία ίσων ευκαιριών. Διατείνεται ότι ο ρατσισμός εκφράζεται από άτομα, αλλά δεν είναι δομικά συνδεδεμένος με τον κοινωνικό ιστό. Αυτό τροφοδοτεί τον ισχυρισμό ότι η κοινωνικοοικονομική ανέλιξη της κάθε ομάδας οφείλεται αποκλειστικά στη σκληρή προσπάθεια των μελών· ότι δηλαδή ο ρατσισμός του παρελθόντος και του παρόντος δεν επηρεάζει αυτήν την ανέλιξη.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα αμερικανικό πολιτικό αφήγημα το οποίο προβάλλει τις πολιτισμικές αξίες ως μοναδικό ερμηνευτικό πλαίσιο της κοινωνικής κινητικότητας. Το πράττει με το να αγνοεί τις δομικές φυλετικές και ταξικές ιεραρχίες που καθορίζουν καταλυτικά την εμπειρία των κοινωνικών ομάδων. Αποτελεί ένα μη ιστορικό αφήγημα το οποίο προωθήθηκε έντονα τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ώστε να αντισταθεί στις πολιτικές και τις νομικές κατακτήσεις του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα.

Στην περίπτωση των Ελληνοαμερικανών δεν αναγνωρίζει τα φυλετικά προνόμια της λευκότητας που δόθηκαν στους μετανάστες στα πρώιμα χρόνια της μετανάστευσης – το δικαίωμα να λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους σε λευκές γειτονιές και να διαμένουν εκεί, το δικαίωμα ψήφου, τα προνόμια που δόθηκαν αποκλειστικά στους μετανάστες από την Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη μορφή των χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων και των κολεγιακών διδάκτρων. Αυτά τα δομικά προνόμια ξεχνιούνται, και ο γρηγορότερος ρυθμός της κινητικότητας των Ελλήνων σε σύγκριση με τις φυλετικές μειονότητες προτείνεται ως απόδειξη της καλύτερης προσαρμογής τους στις αμερικανικές προτεσταντικές αξίες της πειθαρχίας, της σκληρής εργασίας και του «δαιμονίου» της επιχειρηματικότητας. Η θέση αυτή επιρρίπτει την ευθύνη στα ίδια τα θύματα των φυλετικών ιεραρχιών, αναπαράγοντάς τες. Η εξαντλητική προσπάθεια των ελλήνων μεταναστών, λοιπόν, προβάλλεται ως μοναδική εξήγηση της ελληνοαμερικανικής επιτυχίας, τοποθετείται στο κέντρο της ταυτότητας και αναδεικνύεται σε πηγή υπερηφάνειας.

Ο δεύτερος τρόπος συγκρότησης της μνήμης σε αυτό το θέμα κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντλεί αξίες και ανακαλεί εμπειρίες από το παρελθόν με σκοπό να εκφράσει αλληλεγγύη και ενσυναίσθηση προς τις ομάδες που καταπολεμούν τον δομικό ρατσισμό. Αυτή η στάση έχει δύο σκέλη, μια θρησκευτική και μια κοσμική έκφραση. Θα εστιάσω στη θεσμική θρησκευτική εκδοχή.

Η έννοια και η πρακτική της οικουμενικής «αγάπης» στην ελληνορθόδοξη θεολογία, για παράδειγμα, έχει προταθεί ως κεντρικό επιχείρημα εναντίον του ρατσισμού και έχει ενεργοποιηθεί στα πλαίσια του ελληνορθόδοξου ακτιβισμού συμπαράστασης στο κίνημα Black Lives Matter.

Ανέφερα προηγουμένως το παράδειγμα της πρεσβυτέρας Πετράκη το οποίο εκφράζει τη στάση εναντίον των φυλετικών διακρίσεων από ένα άτομο ορμώμενο από την χριστιανική αγάπη. Αυτή η στάση ιστορικά έχει εκφραστεί και θεσμικά από τους ελληνορθόδοξους ιεράρχες. Εμβληματικά της παραδείγματα είναι η φανερή δημόσια υποστήριξη που προσέφερε ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος στον ηγέτη του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τη δεκαετία του 1960. Ένας από τους λόγους με τους οποίους εξήγησε την πράξη του ο Ιάκωβος ήταν η προσωπική εμπειρία που είχε ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας μεγαλώνοντας στη γενέτειρά του, που ανήκε τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Πρόσφατα, ο αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος έπραξε κάτι παρόμοιο στα πλαίσια του κινήματος Black Lives Matter. Υπήρξε υποστήριξη, αλλά και σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Να σημειώσω ότι πανεπιστημιακοί στον κλάδο των σπουδών Ορθοδοξίας προσφέρουν κοινωνική και θεολογική εγκυρότητα στον ακτιβισμό της Αρχιεπισκοπής.

Σε αυτήν την περίπτωση το ενδιαφέρον των ελληνοαμερικανικών θεσμών επεκτείνεται πέρα από την εθνοτική ομάδα αυτή καθαυτή. Η ελληνοαμερικανική ταυτότητα τοποθετείται σε σχέση με άλλες ομάδες, κοινωνικά ευάλωτες, με σκοπό να υποστηρίξει και καλλιεργήσει τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. (Γνωρίζω ότι και στην Ελληνική Αυστραλία υπάρχουν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης προς τους αυτόχθονες Αυστραλούς.)

Συμπεράσματα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πεδίο που αποκαλέσαμε «Παρόν–Παρελθόν–Μέλλον» είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Αλλά θα προσθέσω ότι δεν αποτελεί έναν χαοτικό λαβύρινθο.

Αν αναλύσουμε προσεκτικά αυτό το πεδίο, και θέσουμε τις διάφορες θέσεις διαλογικά, μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικά αφηγήματα.

Πρόκειται για δύο αφηγήματα που αποδίδουν διαφορετικά νοήματα στην ελληνοαμερικανική ταυτότητα του μέλλοντος. Προωθούν ασύμβατους ελληνοαμερικανικούς τόπους μνήμης.

Το ένα αφήγημα εστιάζει στην ταυτότητα ως εθνοτική υπερηφάνεια και σε ένα σύνολο αξιών και πεποιθήσεων, όπως είναι η σκληρή εργασία ως αποκλειστικός μοχλός οικονομικής ανέλιξης, η επιχειρηματικότητα, η φιλανθρωπία, η παραδοσιακή οικογένεια, ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους, η στήριξη της ενορίας. Η αναπαράσταση του παρελθόντος προέρχεται από επιλεκτικές μνήμες και διέπεται από τις πολιτισμικές βεβαιότητες τις οποίες προωθεί. Το αφήγημα αυτό τείνει να παρουσιάζει την ελληνοαμερικανική ταυτότητα ως ενιαία γύρω από το αξιακό σύστημα που ανέφερα. Το κυρίαρχο στοιχείο εδώ έγκειται στη συνειδητή αποσιώπηση της ιστορικής μνήμης και στην επιμονή να αναπαριστά τη συλλογικότητα ως ενιαίο ελληνορθόδοξο όλον.

Θεωρώ σημαντικό να προσθέσω το εξής: Το αφήγημα της ελληνοαμερικανικής επιτυχίας που υπήρξε αποτέλεσμα αποκλειστικά της κατοχής πολιτισμικών αξιών έφτασε στο απόγειό του κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Ως αντίδραση στην αρνητική αναπαράσταση των Ελλήνων στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, η ελληνοαμερικανική διασπορά εξαπέλυσε μια ευρείας κλίμακας συστηματική καμπάνια που αναδείκνυε το φιλότιμο ως εγγενές βιολογικό και πολιτισμικό συστατικό των Ελλήνων και επομένως της ηθικής και πολιτισμικής τους αξίας, αν όχι ανωτερότητας. Το φιλότιμο πάντα έθετε τους Έλληνες στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», όπως δηλώνει το αφήγημα που έχει γίνει καθολικά αποδεκτό από επίσημους ελληνοαμερικανικούς φορείς.

Πρόκειται για μια μυθολογία με τρομερή ισχύ, η οποία φυσικά δεν αντέχει στον έλεγχο της ιστορικής τεκμηρίωσης. Οι λίγες φωνές που της αντιτάσσονται έχουν να αντιμετωπίσουν μια παγιωμένη εκδοχή αυτοθαυμασμού της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας.

Σε αυτό το σημείο θεωρώ υποχρέωσή μου να επισημάνω τις αντιφάσεις αυτού του αφηγήματος. Από τη μια μεριά υποστηρίζει την παιδεία ως ιδεώδες, αλλά συνάμα καλλιεργεί μυθολογίες δημόσιας μνήμης. Αποθεώνει την Αμερική ως ανοικτή δημοκρατία που δέχθηκε τους Έλληνες, αλλά είναι διστακτικό, ακόμα και εχθρικό, όταν πρόκειται για την αναγνώριση και τον σεβασμό της εσωτερικής ελληνοαμερικανικής ετερογένειας. Αυτολογοκρίνεται. Θέτει την έννοια του αμερικανού πολίτη ως κεντρικό στοιχείο της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας, αλλά αποφεύγει σε γενικές γραμμές τον δημόσιο διάλογο για το τι σημαίνει η έννοια του ελληνοαμερικανού πολίτη. Πρόκειται για μια αυτοεγκωμιαστική προσέγγιση, που ενδιαφέρεται για την εικόνα, αλλά όχι για την ουσιαστική ιστορική καλλιέργεια των πολιτών. Αρκετοί Ελληνοαμερικανοί εκφράζουν ανοικτά την δυσαρέσκεια τους γι’ αυτό το αναγωγικό αφήγημα και κατακρίνουν τους επίσημους φορείς που το προκρίνουν. Δεν τους αντιπροσωπεύει.

Το εναλλακτικό αφήγημα έχει αντίθετο πολιτικό πρόσημο. Θέτει την ιστορική γνώση στο κέντρο του. Αναγνωρίζει την εσωτερική διαφορετικότητα της κοινότητας και προσβλέπει σε μια συμπεριληπτική ελληνοαμερικανική κοινωνία. Εξετάζει την ιστορία της ομάδας σε σχέση με άλλες εθνότητες. Αναγνωρίζει τα ιστορικά σχετικά προνόμιά της σε σύγκριση με τις ομάδες των εγχρώμων και δηλώνει συμμετοχική αλληλεγγύη στις δράσεις τους για μια ισότιμη κοινωνία. Αναγνωρίζει και, επομένως, καλλιεργεί τις αξίες που αποτελούν βασικό κριτήριο συμμετοχής στη δημοκρατική κοινωνία.

Στη ριζική διαφορά μεταξύ των δύο αφηγημάτων διακυβεύεται ο τρόπος με τον οποίο κατανοείται η έννοια του ελληνοαμερικανού πολίτη. Ο πολίτης στη δημοκρατία δεν κατέχει απλώς το δικαίωμα της ψήφου. Είναι υποχρεωμένος να καλλιεργεί την ιστορική γνώση και να ενεργεί υπεύθυνα στην πολιτεία που διαμένει.
Σε αυτήν την έννοια του πολίτη έγκειται, πιστεύω, και η σημασία τού να στοχαζόμαστε τη μνήμη ιστορικά και να σκεφτόμαστε τον ρόλο της στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων. Η ιστορική μνήμη αποτελεί μια ηθική και πολιτική πράξη. Συνδέεται με τις υποχρεώσεις του πολίτη σε δύο τουλάχιστον επίπεδα: πρώτον, δικαιοσύνη για τα άτομα που υπέστησαν αδικίες στο παρελθόν σημαίνει επίσης δικαιοσύνη προς τα άτομα που αδικούνται στο παρόν. Δεύτερον, η κριτική επεξεργασία του ιστορικού παρελθόντος της κάθε εθνοτικής ομάδας είναι αναγκαία για να διεξαχθεί ένας ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στις εθνοτικές και φυλετικές ομάδες και, κατ’ επέκταση, για την ενδυνάμωση της δημοκρατίας και της ισοπολιτείας.

Από τα παραπάνω αναδεικνύεται συμπερασματικά, όπως πιστεύω, πόσο κομβικά απαραίτητη είναι μια πολιτισμική και εκπαιδευτική πολιτική στην κάθε ελληνική διασπορά. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορική μνήμη και γνώση καλλιεργείται και στα σχολεία και στον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Θα ήθελα να επισημάνω την αξία της λογοτεχνίας και της ποίησης που αποτελούν φορείς της πολυφωνίας της κοινότητας και στοχαστικής προσέγγισης των θεμάτων που την απασχολούν.

Επίσης, κλείνοντας, πιστεύω ότι απαιτείται να λάβουμε υπ’ όψη μας το γεγονός ότι η συζήτηση για το μέλλον της κοινότητας διαδραματίζεται χωρίς επαρκή γνώση ενός σημαντικού μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού στο οποίο απευθύνεται, το οποίο είναι οι νέοι.

Από τα λίγα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας πρόκειται για ένα ετερόκλητο κοινό· κάποιο ποσοστό από τα μέλη του επιτελεί πολύπλευρες και κοσμοπολίτικες ταυτότητες. Όπως έχω σημειώσει αλλού, οι νέοι κινούνται σε ένα πολυδιάστατο πολιτισμικό σύμπαν, οι ταυτότητές τους είναι πολύπλευρες και ρευστές. Το κεντρικό ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί, πιστεύω, είναι να αφουγκραστούμε τι θέλουν να μας πουν, και πώς κάθε διασπορική κουλτούρα θα μπορούσε να συνεισφέρει στο πολιτισμικό τους σύμπαν.

Θα γνωρίζετε από πρώτο χέρι, φαντάζομαι, ότι η διαδικασία πολιτισμικής παραγωγής στη διασπορά απαιτεί τεράστιες επενδύσεις σε χρόνο, ανθρώπινο μόχθο και χρήματα. Η πολιτισμική μας ευρωστία πλέον απαιτεί μια προσεκτικά σχεδιασμένη συμπεριληπτική και δημοκρατική πολιτισμική πολιτική.

Να κλείσω με μια πρόταση για περαιτέρω δράση. Εδώ και μία ώρα μιλάω για τη σημασία που έχει το παρελθόν για το παρόν και το μέλλον. Υπάρχει όμως και ένας πρόσθετος δρόμος, η αποσύνδεση του παρόντος από το παρελθόν, και το άνοιγμα προς μελλοντικούς δρόμους μέσα από την πολιτισμική καινοτομία, τη δημιουργικότητα ή ακόμα και την ουτοπική φαντασία. Αυτή η προσέγγιση έχει εκφραστεί στην Αυστραλία. Κάποιοι μετανάστες επιθυμούν την αποκοπή από τα τραυματικά παρελθόντα και τη δημιουργία νέων διαδρομών για τη διασπορά. Οι μελετητές και οι καλλιτέχνες της διασποράς θα ήταν χρήσιμο να χαρτογραφήσουν αυτούς τους νέους κόσμους, και εμείς να τους μελετήσουμε. Και τέλος, θα ευχόταν κανείς να βάλουμε τα δυνατά μας να φανταστούμε ουτοπίες και να αντλήσουμε από αυτές.

Σας αποχαιρετώ με τη δική μου εκδοχή ουτοπίας για ένα μελλοντικό συνέδριο σε θέματα ελληνικής διασποράς (τη φαντάστηκα και τη δημοσίευσα αρχές Νοεμβρίου του 2021 ):

Greek “Diaspora” Studies: A Utopian Conference (Draft)

Title: “Transcultural and Transoceanic ‘Greek’ Worlds: Past, Present, Future.” To be held at Melbourne, Toronto, Mexico City, Helena (Montana), and Athens (Ohio), May 2070.

Consolidating Diaspora Identity (2010-2030): Agents and Resistances

Kratoς και Διασπορά: Στάσεις και Stasis

Ένας Αιώνας Παραγκωνισμού των Κριτικών Μελετών Διασποράς (1950-2050): Αμέλεια, Αδιαφορία, ή Σχεδιασμένη Πολιτική;

«Διασπορά»: Difference and Différance
Θεωρώντας Θεωρίες Θαρραλέα (2023-2043)

Διασπορική Λογοτεχνία: Λόγος και Ουτοπία (2023-2053)

Γιώργος Αναγνώστου