Showing posts with label Antiracism. Show all posts
Showing posts with label Antiracism. Show all posts

Friday, January 20, 2012

Johnny Otis (born Ioannis Alexander Veliotes) (1921-2012)


For those interested in the life and work of Johnny Otis the scholarship of George Lipsitz is exemplary:

Lipsitz, George. 1993. "Introduction. Creating Dangerously: The Blues Life of Johnny Otis." In Upside Your Head! Rhythm and Blues on Central Avenue. xvii–xxxv. Wesleyan University Press.

Lipsitz, George. 2007. "How Johnny Veliotis Became Johnny Otis." Journal of the Hellenic Diaspora. Vol. 33(1&2): 81–104.

Lipsitz, George. 2010. Midnight at the Barrelhouse: The Johnny Otis Story. University of Minnesota Press.

There is also Johnny Otis' autobiography (Upside Your Head! Rhythm and Blues on Central Avenue. Wesleyan University Press, 1993). To honor Otis's life-long anti-racist activism I share the following passage, a commentary about marrying his high school sweet heart Phyllis Walker, of Afro-Samoan ancestry (
in Reno, Nevada on May 2, 1941):

[California anti-miscegenation law prevented them from marrying in California, but also in Nevada where] “we got around the problem by the same apartheid mentality in Reno” (59)

“Our parents could have the marriage annulled if they chose to [the couple were both underage]. My mother chose to. She sent my father to Reno with specific instructions to break us legally. But Pop had different ideas.
The first thing he did when he saw Phyllis was to take her in his arms and hug her and kiss her.
‘Your mother sent me to annul the marriage, but I came to meet my new daughter,’ he said in Greek, with tears in his eyes.
‘And besides, I don’t want to get God on my case.’
I never loved that old man more than I did at that moment” (59).


Monday, November 14, 2011

Labada Interracial Love


Just in case corporations decide to break the inter-racial love taboo here is a background for their commercials

Σε περίπτωση που οι πολυεθνικές αποφασίσουν να αψηφήσουν το ταμπού της διαφυλετικής αγάπης να ένα σκηνικό για τις διαφημίσεις τους


Saturday, January 15, 2011

Eyes on the Prize – Honoring the (Continuous) Struggle for Racial Equality

The documentary "Eyes on the Prize recounts the fight to end decades of discrimination and segregation. It is the story of the people – young and old, male and female, northern and southern – who, compelled by a meeting of conscience and circumstance, worked to eradicate a world where whites and blacks could not go to the same school, ride the same bus, vote in the same election, or participate equally in society. It was a world in which peaceful demonstrators were met with resistance and brutality – in short, a reality that is now nearly incomprehensible to many young Americans." For more see, pbs.org/wgbh/amex/eyesontheprize/about/index.html

Watch part one, Awakenings (1954-1956) at uk.video.yahoo.com/watch/3350286

Sunday, April 18, 2010

Quotation(s): Antiracism (I)

Δύο παραπομπές, η μία αντλούμενη από το αστυνομικό μυθιστόρημα και η άλλη από την ιστοριογραφία, μας βοηθούν να συλλογιστούμε τα όρια μιας συγκεκριμένης αντιρατσιστικής στρατηγικής.

Παραπομπή πρώτη: Από το βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη, «Παλιά, πολύ παλιά» (Γαβριηλίδης, 2008).

(Διάλογος μεταξύ δύο αστυνομικών, ενός Τούρκου και ενός Έλληνα, οι οποίοι συνεργάζονται στην Κωνσταντινούπολη για την εξιχνίαση μιας σειράς δολοφονιών επί Ελληνικού και Τουρκικού εδάφους. Ανοίγει την αντιπαράθεση ο Τούρκος αστυνομικός, η οποία ακολουθείται από τον σχολιασμό του Έλληνα αφηγητή και συνομιλητή του):

«Αν βάλουμε τη φωτογραφία μιας Ρωμιάς, και μάλιστα από τον Πόντο, και πούμε ότι σκότωσε ως τώρα δυο ανθρώπους στην Ισταμπούλ, και ο ένας μάλιστα είναι Τούρκος, όλοι οι Ρωμιοί θα είναι από αύριο στόχος. ...».

Δεν περίμενα αυτό το επιχείρημα και άθελά μου μού ξεφεύγει μισή χοντράδα. «Πώς και σε νοιάζει τόσο πολύ να μην πάθουν κακό οι Ρωμιοί;»

Δε μου απαντάει αμέσως, αλλά τραβάει το περιπολικό στο πεζοδρόμιο και διπλοπαρκάρει. «I am a child of the turkish [sic] minority in Germany» μου εξηγεί. Κάθε φορά που ένας Τούρκος σκότωνε, έκλεβε ή έδερνε, έφταιγε όλη η μειονότητα, γιατί μας θεωρούσαν όλους τους ίδιους». ...

Προσπαθώ να το ρίξω στην πλάκα. «Τα παραλές κάπως, αλλά εντάξει. Ας τ’ αφήσουμε για την ώρα».

Tο είπα για να τον ηρεμήσω, αλλά αυτός ανάβει ακόμα πιο πολύ. «Γιατί ανήκεις κι εσύ στην πλειονότητα και δεν μπορείς να καταλάβεις τι θα πει να είσαι μειονότητα» μου λέει τσαντισμένος. «Δεν καταλαβαίνεις την ανασφάλεια, το φόβο που κουβαλάει μέσα της, το μίσος που μπορεί να ξεσπάσει με την παραμικρή αφορμή. Καμιά πλειονότητα δεν κατάλαβε ποτέ τις μειονότητες. Εγώ καταλαβαίνω τους Ρωμιούς καλύτερα από σένα» (216–217).

Στην παραπάνω στιχομυθία, ο Μάρκαρης στρέφει την προσοχή μας σε μια νευραλγική διάσταση της συζήτησης περί αντιρατσισμού: Είναι δυνατόν ένας πολίτης που κολυμπάει στα προνόμια και τις ανέσεις της πλειονότητας να καταλάβει κατάβαθα την ευάλωτη θέση του καθενός μειονοτικού, και επομένως να τον συμπονέσει και να τον συμπαρασταθεί; Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να ταυτιστεί συναισθηματικά με το μειονοτικό άλλο χωρίς να έχει βιώσει κατάσαρκα ο ίδιος την εμπειρία του τελευταίου, μια εμπειρία που κάνει κάποιον να αισθάνεται τιποτένιος, τόσο δα μικρός; Μια εμπειρία που, για να θυμηθούμε και το «America America» του Ελία Καζάν, και εξαγριώνει και αναγκάζει πολλές φορές να καταπίνεις τον θυμό με ένα χαμόγελο που όσο πιο πολύ πλαταίνει για να ευχαριστήσει τόσο αυξάνει την υποταγή, τον εξευτελισμό, και την αυτοπεριφρόνηση;

Παίζονται πολλά στο πως θα απαντήσει κανείς αυτήν την ερώτηση. Αν η απάντηση είναι καταφατική τότε θα μπορούσε ο αντιρατσιστικός λόγος να βασιζόταν σε μια πολιτική της συμπόνιας. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις έχουν πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του Ελληνοαμερικανικού αντιρατσισμού.

Η ιστορικός Helen Papanikolas για παράδειγμα, όπως έχω επισημάνει αλλού (http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=68434), ανασύρει μνήμες από την ρατσιστική περιφρόνηση την οποία βίωσε ως κόρη Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική του 1920 προσκαλώντας τους βολεμένους πλέον Ελληνοαμερικανούς να αντλήσουν από αυτήν την εμπειρία της περιφρόνησης που στιγμάτισε τους γονείς και παππούδες τους ώστε να ταυτιστούν με την εμπειρία των μειονοτήτων και να αγωνιστούν εναντίον των οποιονδήποτε κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τους μειώνουν.

Φοβάμαι όμως ότι μια τέτοια στρατηγική είναι περορισμένου βεληνεκούς. Όπως επισημαίνουν ιστορικοί και ανθρωπολόγοι, βιώματα και μνήμες αποκλεισμού δεν οδηγούν απαραίτητα σε αλληλεγγύη μεταξύ αδύναμων ομάδων ή ατόμων. Η Ιωάννα Λαλιώτου το θέτει ξεκάθαρα, στην δεύτερη παραπομπή που μας αφορά εδώ, από το βιβλίο της «Διασχίζοντας τον Ατλαντικό: Η Ελληνική Μετανάστευση στις ΗΠΑ κατά το Πρώτο Μισό του Εικοστού Αιώνα» (Πόλις, 2006):

«[Η] πολιτισμική κληρονομιά της μεταναστευτικής εμπειρίας δεν μπορεί αφ’ εαυτής να λειτουργήσει ως εμβόλιο ενάντια στον σύγχρονο ρατσισμό και την ξενοφοβία. Η εμπειρία της μετανάστευσης, ..., συχνά οδήγησε τη μεταναστευτική κουλτούρα και τις νοηματοδοτήσεις του εαυτού να εσωτερικεύσουν τους ιεραρχικούς λόγους περί φυλετικής και πολιτισμικής ανισότητας και ανωτερότητας» (367).

Αν η λοιπόν η ιστορία των μεταναστών και των παιδιών τους μας διδάσκει κάτι, αυτό είναι ένας έντονος σκεπτικισμός όσον αφορά την αποτελεσματικότητα μιας αντιρατσιστικής στρατηγικής βασισμένης στην συμπόνια των βολεμένων προς τους ευάλωτους. Με άλλα λόγια το να υπενθυμίζει κανείς τους Έλληνες και Ελληνοαμερικανούς, «κοιτάξτε, μας εξευτέλισαν τότε στην Αμερική ή στην Γερμανία ας μην κάνουμε και εμείς τα ίδια στους νεοφερμένους ή τους μη λευκούς» αποτελεί μια πολιτική περιορισμένης εμβέλειας.

Είναι λοιπόν αναγκαίο να εξετάσουμε εναλλακτικές στρατηγικές. Αυτό το θέμα θα απασχολήσει το επόμενο σημείωμά μου, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελληνοαμερικανική περίπτωση.