Taso Lagos, “Cooking Greek, Becoming American: Forty Years at Seattle’s Continental Restaurant” (2022)
Διαβάζω τις παραπάνω γραμμές και το αίσθημα αναγνώρισης με συνταράσσει.
Όταν τον Μάρτιο του 2020 το κόβιντ σήμαινε φάσμα θανάτου έθεσα στον εαυτό μου το εξής ερώτημα: τι ήταν αυτό που απόλυτα προέχει να αφήσω πίσω μου ως ύστατη παρακαταθήκη; Δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία για την απάντηση, όλη μου η ύπαρξη επέβαλλε να δώσει φωνή στην επταετή μου εμπειρία ως σερβιτόρου στην Αμερική, ενός (εξαντλητικού) επαγγέλματος που εξάσκησα από το 1985 μέχρι το 1992, παράλληλα με τις σπουδές μου, πρώτα στην Μηχανική Περιβάλλοντος και μετέπειτα στην Πολιτισμική Ανθρωπολογία.
Η πιθανότητα «απόλυτης σιωπής» για αυτήν την πτυχή της μεταναστευτικής μου εμπειρίας που βαθιά με καθόρισε μου ήταν αδιανόητη.
Το καλοκαίρι του 2020 άρχισα την επεξεργασία ενός τέτοιου αφηγήματος, όχι ακριβώς αυτοβιογραφίας, αλλά κάτι που θα ονομάζαμε auto-fiction. Όμως όχι για πολύ, επείγουσες υποχρεώσεις στο πανεπιστήμιο και αλλού επέβαλλαν αναβολή.
Οι προτεραιότητες είχαν αλλάξει, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Αυτή η εργασία πρέπει να περιμένει, άγνωστο μέχρι πότε.
Αποφάσισα όμως να μοιραστώ ένα απόσπασμα υπό ανάπτυξη, ο τρόπος μου να συνεισφέρω στην συζήτηση για την «κουλτούρα του Ελληνοαμερικανικού εστιατορίου» που επιτέλους έχει αρχίσει! (καθώς και τις εργατικές καταβολές κάποιων από εμάς που τώρα βρισκόμαστε στο Αμερικανικό πανεπιστήμιο)
Μαρτυρία Μετανάστη Αντωνίου Ανωνύμου
…
Αυτή η έννοια του επιβεβλημένου-εντατικοποιημένου-πειθαρχημένου χρόνου μου επιτρέπει να συναντήσω, επίσης στην λογοτεχνία, κάποιους παλιούς αλλά διαφορετικού τύπου μετανάστες, αυτούς που αντί για απεργία την έκαναν με άλλη «επιχειρη-ματολογία».
Το Middlesex ακόμη μια φορά φωτίζει τα ίχνη συγγένειας με εκείνους τότε, η λογοτεχνία κάτι σαν ηχώ αναγνώρισης ιστορικού χρονομέτρου:
«Η σύντομη θητεία του παππού μου στη Βιομηχανία Μηχανημάτων Φορντ σημάδεψε τη μοναδική φορά που οποιοσδήποτε Στεφανίδης δούλεψε στην αυτοκινητοβιομηχανία. Αντί γι αυτοκίνητα, έμελλε να γίνουμε κατασκευαστές πιάτων με χάμπουργκερ και ελληνικές σαλάτες, βιομήχανοι της σπανακόπιτας και των ψημένων σάντουιτς με τυρί, τεχνοκράτες του ρυζόγαλου και της τάρτας με κρέμα μπανάνα. Γραμμή συναρμολόγησης ήταν για μας η ψησταριά». (Ευγενίδης, σ. 139)
Όταν οι σημερινοί μετανάστες επιχειρηματίες λιτά λιτανεύουν λέξεις όπως γουόρk, harντ γουόρk, αυτήν την μεταβιομηχανική βιομηχανοποίηση του χρόνου αποδίδουν. Δεν είναι τυχαίο που οι σχετικά νεότερες καραβάνες της ξενιτιάς, αυτοί του 1960 και 1970, αυτούς που συναντήσαμε και συναναστραφήκαμε, ήταν άσσοι στην μεταφορά του σχετικού λεξιλογίου. «Κουρδισμένη η μέρα ανάλογα με τις αλλαγές φρουράς, υπακοή και υπομονή», δεν έπαυαν να επαναλαμβάνουν σαν μαγνητοφωνημένο διάταγμα, το δικό τους παράσημο επαγγελματικής ανόδου πειστήριο της αλήθειάς τους. «Οι συνήθειες των παλιών έγιναν και δικές μας, θα γίνουν και δικές σας» έλεγαν––και το αποδίδω πιστά στα ελληνοαγγλικά τους, «το habit τους θα γίνει και δικό σας habit», αποστήθιση μιας επικής μεταναστευτικής γενεαλογίας.
Αλλαγή φρουράς! Εγώ προσωπικά περί στρατιωτικής ζωής δεν γνωρίζω, ανυπότακτος κηρύχθηκα (η ανωνυμία με επιτρέπει να εξομολογηθώ στην αστυνομία). Αλλά άμεσοι ήταν οι παραλληλισμοί μεταξύ της εμπειρίας τους στο στράτευμα και αυτής στην ξενιτιά. Αυτό από τον λαϊκό ποιητή της παρέας, καταγραμμένο: «Μεραρχία, κλίνατε προς τα δεξιά, έτοιμοι, εμπρός μαρς! Εμπρός για τον Mars, να ξεγλιστρήσουμε του γδάρτη March». Ακόμα και στο τσακίρ κέφι το φάντασμα του παρελθόντος χαριτολογώντας στοιχειώνει το παρόν. Τικ τακ, τίκι τίκι τακ, ο χρόνος ωρολογιακή βόμβα. Ο χρόνος που δημιουργεί την διάβαση προς το μεταναστευτικό όνειρο είναι ο παγερά επαναλαμβανόμενος χρόνος. Ο ρυθμισμένος χρόνος, ο σταματημένος στην κυκλικότητά του σε αέναη κίνηση. Έτοιμοι, εμπρός, αλτ· εμπρός αλτ!». Εμπρός march!
Άλλοι πάλι, θυμάμαι, το έθεταν με ποδοσφαιρικούς όρους. «Και εκτός έδρας παίζετε, και το γήπεδο δεν γνωρίζετε, και με παίκτη λιγότερο παίζετε», μας νουθετούσαν. «Δουλέψτε, τρέξτε, αγωνιστείτε, βρείτε το σύστημα, να μπορέσετε να ποντάρετε διπλό για την έκπληξη». Δεκατριάρι στην πιάτσα λαϊκής κοινωνιολογίας τα λόγια τους.
Σε μας απευθυνόταν, εμείς το ακροατήριο, οι μάρτυρες της μαρτυρίας τους. Με μας αισθανόταν μια κάποια συγγένεια, ένα νήμα αναγνώρισης με μας ήταν που τους διέτρεχε. Διότι εμείς βλέπετε δεν ήμασταν απλώς φοιτητές εξωτερικού. «Κάτι παραπάνω και συνάμα κάτι λιγότερο ήμασταν. Της ανάγκης διπλή ιδιότητα είχαμε, φοιτητές–εργάτες. Διπλά ωράρια, το σώμα να τσιρίζει ––εργάτες–φοιτητές /φοιτητές–εργάτες–– την γραμματική εργασίαςχωρίςανάπαυλα». Η ταξική μας θέση απαιτούσε διπλή τάξη, σε προστακτική.
Για να ακριβολογήσω, σερβιτόροι-φοιτητές είμασταν, φοιτητές φτωχαδάκια. Είτε η αποτυχία στις Πανελλαδικές, είτε η δραπέτευση από καταστάσεις ανομολόγητες, είτε η φτώχεια και άλλα κάτεργα της Ελληνικής κοινωνίας μας έφεραν μαζί. Ελιγμός φυγής από τον σιδερένιο κλοιό της οικογένειας για κάποιους, κατεργαραίοι όπου φύγει-φύγει. Κάποιοι, μια οξεία μειονότητα (όπως αποδείχθηκε), είχαν διακρίνει τα σύννεφα-καταιγίδες του λαϊκισμού στην ελλάδα να μαυρίζουν το αριστερό όνειρο. Για μερικούς, το σπανιότατο είδος στην πιάτσα μας––«φοιτητής στις ανθρωπιστικές επιστήμες»––αιτία εξόδου η ασφυκτική συντηρητικότητα της Ελληνικής φιλολογίας, δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνουν. (αυτό, με πήρε πολύ καιρό και αρκετά διαβάσματα να το καταλάβω.) Αλλά για μας, η φτώχια, φρένο και ώθηση ταυτόχρονα, να το ξαναπώ. Τα κάτι που έστελναν οι γονείς, όταν μπορούσαν, όσο άντεχαν, αν ήταν δυνατόν, δεν αρκούσαν παρά για τα μεθύσια του σαββατοκύριακου· για την εβδομαδιαία σωτήρια κάθαρση. Η δραχμή τότε ψίχουλα ήταν, τα δίδακτρα υπέρογκα σε δολάρια. Σερβιτόροι σε ελληνικό εστιατόριο, φυσικά. Χωρίς άδεια εργασίας, πού αλλού; Καταφύγιο στους ομοεθνείς, στα όμοια. «Βάρος στους ώμους και ο δίσκος σουβλάκια φορτωμένος, και το σουβλερό ρίσκο της παρανομίας του συνεχής υπενθύμιση στο σώμα».
Εξάρτιση από μια και μοναδική αγορά εργασίας σήμαινε ένα σημαντικό «δεν». Δεν σε εκθετική επανάληψη. Δεν τολμάς ρότα προς Ελλάδα τα καλοκαίρια, ακόμα κι αν έχεις την πολυτέλεια να καλύψεις τα αεροπορικά. Δεν ρωτάς τον εαυτό σου πως αισθάνεται απλώς παπαγαλίζεις, δεν πάω, δεν το διακινδυνεύω, δεν το ρισκάρω πρέπει να πεις να τον πείσεις, η παρουσία σου στο μαγαζί μεσοκαλόκαιρο ξόρκι μη τυχόν και κάποιος νεοφερμένος αρπάξει την θέση εργασίας στην περίπτωση που εσύ με φραπέ αφρών Αιγαίου θα υπνωτιζόσουνα. Μιλάμε για στρίμωγμα ζήτησης αγαπητή μου αναγνώστρια. Συνωστισμός. «Ήταν και αυτοί που είχαν κηρυχθεί ανυπότακτοι, μεταπτυχιακοί κυρίως, ακάλυπτοι (ποιος θα χαρτογραφήσει το Γ.Ο.Κ. της παράνομης παραμονής;) από υποτροφίες τα καλοκαίρια. Εσωτερικός ανταγωνισμός στην συρρικνωμένη αγορά εργασίας. Μελίσσι τα δυο Greek restaurant της πόλης μας, σμήνη οι μνηστήρες μεταφοράς μπακλαβά, ταξιαρχίες οι παράνομοι εργάτες». Ρωτήστε τριγύρω να εξακριβώσετε αν το θεωρείτε απαραίτητο, αν το εξομολογηθούν βέβαια οι ερωτώμενοι, ίσως ανώνυμα, σε ερμητικά σφραγισμένα υπόγεια σαπίζουν τα μυστικά. Για τα παλιά, τα εξομολογήθηκε το συναξάρι του Κορδοπάτη. Δεν αμέλησε να μας υπενθυμίσει και ο Καζάν τον έλληνα μετανάστη με πλαστογραφημένη ταυτότητα στο Αμέρικα Αμέρικα. ….
Κάπως έτσι λοιπόν επιταχύνθηκε η επιστράτευσή μας στην «βιομηχανία σπανακόπιτας» και στους «τεχνοκράτες ρυζόγαλου» εργασία σερβίρισμα στον ελεύθερο χρόνο της μεσαίας τάξης, στα ραντεβού, στα τελετουργικά φλερτάκια τους άγρυπνη υπηρεσία εμείς, ορίστε φιλετάκια από εδώ, ελληνικά παϊδάκια από εκεί, περιστροφική αντλία σαγανάκι-όπα! all around Τρύπες παντού, στις γνώσεις μας, στα Αγγλικά μας, στην τσέπη μας, στις σόλες των παπουτσιών μας, κι όμως άψογη η νεοαποκτηθείσα ευγένεια. “Can I get you anything else? Thanks for coming, have a good night!”
Μαρσάρει στην πηχτή νύχτα ο πελάτης με την καλλονή, ρυθμός sirtaki επιτάχυνση, σκύβουμε κι εμείς στα κιτάπια μας να μετράμε δολάριο με δολάριο τα υγρά φιλοδωρήματα, με τρυφερότητα, αξίζει να αναφερθεί, με μια τόση μα τόση τρυφερότητα που μόνο ένα κορμάκι πνιγμένο στον ιδρώτα προσκαλεί…
Γιώργος Αναγνώστου
Καλοκαίρι 2020