«Προς μια Χαρτογράφηση της Ελληνοαμερικανικής Μετανάστευσης (1890–1940)» [Mapping Greek American Immigration (1890–1940)]. In «Από την Άπειρο Χώρα στην Μεγάλη Ήπειρο» [From the Eternal Land to the Greater Epirus]. Επιμέλεια, Κατερίνη Λιάμπη, Νικόλαος Κατσικούδης, Νικόλαος Αναστασόπουλος. Κοσμητεία Φιλοσοφικής Σχολής, Ιωάννινα, 2016. Pp. 185–192.
Η εξιστόρηση της Ελληνικής μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά πεδία γνώσης των Ελληνοαμερικανικών σπουδών. Η ιστοριογραφία μάλιστα εστιάζει ιδιαίτερα στην περίοδο της αρχικής μαζικής διακίνησης ελληνικών πληθυσμών στο Νέο Κόσμο (1890-1924) αλλά και στις διαδικασίες διαπραγμάτευσης ταυτότητας και προσαρμογής κατά το διάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. Τα τελευταία τριάντα πέντε τουλάχιστον χρόνια μελετητές χρησιμοποιούν νέα ερμηνευτικά πλαίσια και μεθοδολογικές πρακτικές, θέτοντας συνεπώς νέες ερωτήσεις για την κατανόηση του φαινομένου και καταγράφοντας ανεξερεύνητες ή παραγκωνισμένες πτυχές του μεταναστευτικού παρελθόντος.
Οι τόποι τους οποίους εξερευνά αυτή η ιστοριογραφία είναι ποικίλοι. Συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι οι μετανάστες αφηγούνται τις εμπειρίες τους· τον βίο και το έργο διανοουμένων, εστιάζοντας στους τρόπους με τους οποίους διαμεσολάβησαν πολιτιστικά και πολιτικά μεταξύ του συγκεκριμένου τόπου προέλευσης τους, της Ελλάδας, και του Αμερικανικού κοινού· τις διαδικασίες επαναπροσδιορισμού των Ελλήνων στις εθνοφυλετικές κατηγοροποιήσεις της χώρας υποδοχής· την εξερεύνηση παραμελημένων από την έρευνα ομάδων όπως οι γυναίκες και οι εργάτες- συνδικαλιστές· την αμφίδρομη διακίνηση υλικών αγαθών μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής· την εξέταση της μεταναστευτικής κουλτούρας και την κατασκευή της υποκειμενικότητας· και τη χρηστικότητα του μεταναστευτικού παρελθόντος για τη διαμόρφωση εθνοτικών ταυτοτήτων στο παρόν. Ας τονιστεί ότι αυτές οι μελέτες προσεγγίζουν το ιστορικό αρχειακό υλικό παρεμβατικά, επανασυλλέγοντας παρελθόντα «ξεχασμένα» από τις ηγεμονικές ιστοριογραφικές αφηγήσεις, των οποίων στην ιδεολογική οπτική των οποίων ενίοτε ασκούν κριτική.
Βέβαια η ιστοριογραφία, γενικότερα, έχει συμβάλλει αποφασιστικά στην καταγραφή διαφόρων συνισταμένων την Ελληνικής μετανάστευσης. Γνωρίζουμε για παράδειγμα, αρκετά λεπτομερειακά, τον ρόλο των θεσμών και των καθημερινών πρακτικών στην προσαρμογή αλλά και τη διαπραγμάτευση της ελληνικής ταυτότητας στην Αμερική. Τα καφενεία αποτέλεσαν έναν κοινωνικό πυρήνα για την οικονομική, κοινωνική και ακόμα ψυχολογική προσαρμογή των πρωτοπόρων μεταναστών, καθώς και μια «αγωνιστική αρένα ανδρισμού» στην πόλωση μεταξύ Βενιζελικών και Κωνσταντινικών-Νομιμοφρόνων. Τα τοπικά σωματεία αργότερα πρόσφεραν ένα πολιτικό και πολιτιστικό μοχλό με τον οποίο οι μετανάστες καλλιέργησαν τη σχέση με τον τόπο καταγωγής τους και προώθησαν τα συμφέροντά του, όπως αυτοί τα ερμήνευαν. Πολιτιστικοί σύλλογοι, όπως ο Ελικών στη Βοστώνη, συνέβαλαν στη συσπείρωση μεταναστών με πνευματικές ανησυχίες και στην προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας στην Αμερική. Η διοικητική οργάνωση της εκκλησίας σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ εδραίωσε την παρουσία της, καθώς προωθούσε μια κυρίαρχη ερμηνεία της ελληνορθόδοξης ταυτότητας και λειτουργούσε όχι μόνο ως θεσμός θρησκευτικής συνέχειας, αλλά και διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και των εθίμων στις επόμενες γενιές. H καταλυτική παρουσία της έντυπης ελληνοαμερικανικής κουλτούρας (εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία) έφερνε σε επαφή τους μετανάστες με τα δρώμενα στην Ελλάδα, εξηγούσε τους θεσμούς και τις δομές της Αμερικανικής κοινωνίας, καθώς και προέτρεπε τους μετανάστες να ασπαστούν αξίες και τρόπους ζωής συνδεδεμένους με την αμερικανική νεωτερικότητα. Η βία του αντι-μεταναστευτικού αμερικανικού αυτοχθονισμού και η διαλεκτική της σχέση με την πίεση για τον εξαμερικανισμό των μεταναστών έχει επίσης καταγραφεί, όπως και το «σκοτεινό» κεφάλαιο της εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας από ομοεθνείς μετανάστες.
Η πρώιμη μαζική μετανάστευση αποτελεί ένα ανομοιογενές πολιτισμικό και πολιτικό πεδίο. Άλλη ήταν η εμπειρία του εργάτη μετανάστη στα ορυχεία και στην κατασκευή των σιδηροδρόμων στις επαρχίες της Αμερικάνικης Δύσης και άλλη του νεοφερμένου μετανάστη σε κοσμοπόλεις όπως η Νέα Υόρκη ή το Σικάγο, η πλειοψηφία του πληθυσμού των οποίων ή είχε γεννηθεί στο εξωτερικό ή αποτελούνταν από παιδιά μεταναστών. Συχνά οι νεοφερμένοι στις μεγαλουπόλεις απορροφούνταν αμέσως από συγγενικά δίκτυα, μετριάζοντας με αυτόν τον τρόπο το ψυχολογικό τραύμα και την πίεση εξεύρεσης εργασίας. Άλλη ήταν η εμπειρία των ανδρών που μέσω των επιχειρήσεων τους έρχονταν σε επαφή με την ευρύτερη αμερικανική κοινωνία και άλλη των γυναικών, καθώς παγιωμένες κοινωνικές συμβάσεις συχνά τις περιόριζαν στον οικογενειακό και παροικιακό χώρο. Άλλη επίσης ήταν η θέση που κατείχαν οι κοσμοπολίτισσες γυναίκες πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και άλλη οι γυναίκες εργάτριες στα κλωστοϋφαντουργεία. Εδώ είναι απαραίτητο να προσθέσει κανείς και τις περιφερειακές διαφοροποιήσεις. Στον Αμερικανικό Νότο, για παράδειγμα, ο θεσμοποιημένoς φυλετικός διαχωρισμός επιτάχυνε την αφομοίωση των μεταναστών.
Παράλληλα ο μελετητής πρέπει να λάβει βέβαια υπόψη τις ενδοπεριφερειακές διαφοροποιήσεις, όπως καταδεικνύει το παράδειγμα του Τάρπον Σπρινγκς, στη Φλόριντα, όπου η αρχική κοινότητα των σφουγγαράδων απέκτησε δημογραφική, οικονομική και πολιτική δύναμη. Παρόλο που τονίζω εδώ την εσωτερική διαφοροποίηση του ελληνοαμερικανικού χώρου, είναι αναγκαίο να διευκρινίσω ότι το σύνολο των μεταναστών ήταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν τις κοινές συνθήκες του Αμερικανικού καπιταλισμού, το κίνημα του αυτοχθονισμού και μαχητικού εξαμερικανισμού, και συνολικά την Αμερικανική νεωτερικότητα. Ο τρόπος όμως με τον οποίο οι μετανάστες βίωσαν αυτές τις συνθήκες ήταν συνυφασμένος με την κοινωνική, οικονομική, και έμφυλη θέση τους στο ευρύτερο αυτό πλέγμα ιδεολογιών και πρακτικών.
Ας σημειωθεί ότι το ετερογενές αυτό πεδίο ενίοτε οριζόταν από συγκρουσιακές και ανταγωνιστικές σχέσεις. Οι μεσοαστοί ιδιοκτήτες επιχειρήσεων καταφέρονταν ανοικτά εναντίον της πολιτικής δράσης των εργατών, μια και η δαιμονοποίηση των τελευταίων από τον Αμερικανικό καπιταλισμό δημιουργούσε γενικευμένη εχθρότητα εναντίον των Ελλήνων. Η ταξική και πολιτική συνείδηση επίσης όριζε το είδος του εξαμερικανισμού στο οποίο αποσκοπούσαν οι μετανάστες. Οι μεσοαστοί ασπάζονταν τον Αμερικανισμό της καπιταλιστικής τάξης, ενώ οι εργάτες προοδευτικά εναγκαλίζονταν ένα διαφορετικό Αμερικανισμό, αυτόν ο οποίος επαγγελόταν πιο δίκαιο καταμερισμό των υλικών αγαθών. Ιδεολογικές διαφοροποιήσεις αντικατοπτρίζονταν επίσης στη διαπραγμάτευση των διαφαινομένων νέων Ελληνοαμερικανικών ταυτοτήτων.
Μέρος της μεσοαστικής τάξης παρουσίαζε τον εαυτό της μετα-εθνοτικά, δηλαδή ως Αμερικανούς ελληνικής καταγωγής, ένα αφήγημα που παγίωνε την ανοικτότητα και ρευστότητα των υπό δημιουργία καινοφανών ταυτοτήτων της περιόδου. Από την άλλη μεριά, μια εναλλακτική αφήγηση προωθούσε μια υβριδική ελληνοαμερικανική εθνοτική ταυτότητα, συνδυάζοντας στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας και του ελληνικού πολιτισμού με στοιχεία της αμερικανικής νεωτερικότητας. Αν σε αυτό το πολύπλευρο τοπίο προσθέταμε τις πολιτιστικές συγκρούσεις μεταξύ των μεταναστών γονιών και της δεύτερης γενιάς τότε διαφαίνεται ευκρινέστερα η πολλαπλότητα και ετερογένεια του ελληνοαμερικανικού πλαισίου της εποχής.
Η πιο πρόσφατη ιστοριογραφία έχει διευρύνει συστηματικά τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε τη μαζική μετανάστευση των αρχών του εικοστού αιώνα. Η ευρεία χρήση της προφορικής ιστορίας, για παράδειγμα, προώθησε την κατανόηση του μεταναστευτικού φαινομένου πέρα από σχηματοποιήσεις και αφηγήσεις των εθνοτικών ελίτ. Η ανάλυση των προφορικών αφηγήσεων εστίασε στον τρόπο με το οποίο οι ίδιοι οι μετανάστες περιέγραψαν τα βιώματά τους και διαπραγματεύτηκαν την πολιτιστική και πολιτική τους θέση. Η πρωτοπόρος ιστορικός και εθνογράφος Έλεν Παπανικόλας για παράδειγμα απεικόνισε την μοναξιά, τις αγωνίες και τα διλήμματα των γυναικών, τόσο ανάμεσα στις πρωτοπόρους μετανάστριες τόσο και στις κόρες τους. Μέσω της αυτοβιογραφίας και της βιογραφίας των γονέων της επίσης προώθησε μια ιστοριογραφία με τοπικό και περιφερειακό προσανατολισμό (Γιούτα, ορεινή ενδοχώρα της Δύσης) καταγράφοντας τον φυλετικό διαχωρισμό που βίωσαν οι μετανάστες, την δυναμική της μεταναστευτικής οικογένειας, αλλά και την αμφισημία και συχνά την καταπίεση που πολλές φορές ένοιωθαν τα παιδιά των μεταναστών στο ευρύτερο περιβάλλον των εθνοτικών κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, η προφορική ιστορία, σε μία από τις πιο θεωρητικά εκλεπτυσμένες μελέτες, συνέβαλε στην κατασκευή (και όχι απλά ανάσυρση) του παρελθόντος, και πέτυχε να σκιαγραφήσει τις πολύπλοκες διαδικασίες δημιουργίας πολιτικών συνειδήσεων στα πλαίσια των Αμερικανικών εργατικών αγώνων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη θρυλική περίπτωση του Λούη Τίκα.
Η αναλυτική σημασία της προσεκτικής εξέτασης του βίου των μεταναστών επίσης εκφράστηκε και σε σχέση με το έργο μεταναστών διανοουμένων, ανοίγοντας νέους τόπους για την κατανόηση και θεώρηση θεμάτων όπως η λογοτεχνία της διασποράς και η παρεμβατική στάση λογίων ανάμεσα στην Αμερική και τη χώρα καταγωγής. Ο μετανάστης-συγγραφέας-λόγιος-πολιτικός Κωνσταντίνος Καζαντζής (Ιωάννινα 1864 – Κέρκυρα 1927) αποτελεί ένα διαφωτιστικό παράδειγμα. Η πολιτική και συγγραφική του δράση, χαρτογραφώντας τη σχέση τόσο με τις ρίζες-καταβολές του (Ήπειρος-Ελλάδα) όσο και τις «μετακινήσεις, μετατοπίσεις, και εκτοπίσεις του» (ξενιτειά σε Δυτική Ευρώπη και ΗΠΑ, νέα πατρίδα ΗΠΑ) αποδεικνύει τη γλωσσική, πολιτισμική, και πολιτική πολλαπλότητα που χαρακτήριζε τουλάχιστον έναν αριθμό διανοουμένων εκείνη την ιστορική περίοδο. Συγγραφέας που δημοσίευσε στα Γαλλικά, Αγγλικά και Ελληνικά, δημοσιογράφος στον ελληνοαμερικανικό τύπο, λογοτέχνης που συνειδητά συνδιαλεγόταν με τον αμερικανικό ρεαλισμό και τον δημοτικισμό, και εκπρόσωπος των Ελληνοαμερικανών στο συνέδριο του Λονδίνου το 1913 που είχε ως στόχο να υποστηρίξει την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου το Βασίλειο της Ελλάδας, ο Καζαντζής συνδυάζει τις ρίζες-καταβολές με τις διαδρομές του, αναδιπλώνοντας πολυσχιδείς δράσεις που διασχίζουν γεωγραφικά, πολιτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά σύνορα. Η ταυτότητα και το έργο αυτού του λόγιου-μετανάστη επομένως μπορεί να θεωρηθεί ως διαμεσολαβητής, εκφράζοντας ένα νέο διασπορικό υποκείμενο που επιχειρεί να συνομιλήσει με διαφορές, να επιτύχει τη σύντμησή τους καθώς και να επιφέρει αλλαγές στους διάφορους χώρους με τους οποίους συνδιαλέγεται, πέρα από το εθνικό κράτος · επομένως θα υπήρχε μια συμβολική βία αν οι αναλυτές, ιστορικοί, ή και πολιτικοί, ενέτασσαν κανονιστικά την περίπτωσή του σε οποιαδήποτε εθνικιστικά ή εθνικά καλούπια. Συμπλέκοντας το τοπικό, το εθνικό και το μετα-εθνοτικό η περίπτωση του Καζαντζή, καθώς και άλλων λογίων που διέσχισαν ποικίλα σύνορα, καλεί τους ερευνητές να μελετήσουν τη μετανάστευση σε διεθνικό επίπεδο, πέρα από μια συγκεκριμένη εθνοτική ιστορία, και πέρα από εθνικούς λογοτεχνικούς κανόνες.
Η μελέτη της διαμεσολαβητικής δράσης των διανοουμένων, και συγκεκριμένα το ερώτημα του πώς χρησιμοποίησαν τα είδη της βιογραφίας και αυτοβιογραφίας σαν εργαλεία διαμόρφωσης ταυτοτήτων, διαφωτίζει μία πρόσθετη ιδεολογική σύγκρουση στον ελληνοαμερικανικό χώρο, κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την «ωρίμανση και εδραίωση» της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας. Η Ελληνική Ορθόδοξία απέκτησε κεντρική οργανωτική δομή με την ίδρυση της Ελληνορθοδόξου Αρχιεπισκοπής της Βορείου και Νοτίου Αμερικής (1922). Ο αμερικανικός τύπος και γενικότερα η φιλοξενούσα κοινωνία άρχισαν να επιδεικνύουν δημόσια ανοχή, ακόμη και αποδοχή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προς τους Έλληνες. Το αντι-μεταναστευτικό κίνημα και οι αντίστοιχοι νόμοι λειτούργησαν καταλυτικά στη μαζική στροφή των μεταναστών να αποκτήσουν την αμερικανική υπηκοότητα. Η ξενοφοβία επίσης συνέβαλε στη συγκρότηση νέων θεσμικών ταυτοτήτων. Δύο νεοϊδρυθέντες μεταναστευτικοί σύλλογοι, ο Αμερικανικός Ελληνικός Εκπαιδευτικός Προοδευτικός Σύλλογος (ΑΗΕΠΑ) και ο Ελληνοαμερικανικός Προοδευτικός Σύλλογος (GAPA) διαπραγματεύονται, ο καθένας διαφορετικά, τον πολιτισμικό και πολιτικό χαρακτήρα των μεταναστών, παγιώνοντας αντίστοιχα μια Αμερικανοελληνική και μια Ελληνοαμερικανική ταυτότητα. Ο τύπος, η λογοτεχνία, ο κλήρος, και γενικότερα οι πολιτικές και πολιτιστικές ελίτ προτείνουν συχνά συγκρουόμενους τρόπους για την έκφραση των καινοφανών ταυτ0τήτων.
Αλλά ενώ οι θεσμοί επικεντρώνονται στην παγίωση μια συμπαγούς ταυτότητας, η μελέτη της λογοτεχνίας και αυτοβιογραφίας διανοουμένων της εποχής κάνει ορατή μία άλλη πραγματικότητα, πολύ πιο πολύπλοκη από ότι παρουσιαζόταν στις θεσμικές εκφράσεις της. Η περίπτωση της πολυμελετημένης Δήμητρας Βακά μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι οι ταυτότητες των μεταναστών ήταν ρευστές, αμφίσημες και εκτυλίσσονταν σε διεθνικό επίπεδο, μια και τα σημεία αναφοράς τους, όπως δείχνει και το παράδειγμα του Καζαντζή, αφορούσαν και την Αμερική, και τη χώρα και τον συγκεκριμένο χώρο καταγωγής τους. Σε αυτή την ένταση μεταξύ θεσμικής παγιοποίησης και ατομικής ρευστότητας εντοπίζουμε ένα πρόβλημα το οποίο κυριαρχεί ακόμα και στις μέρες μας. Από τη μια μεριά οι επίσημες αφηγήσεις της ελληνοαμερικανικής ταυτότητας προτείνουν την ομογενοποίηση της συλλογικής εθνοτικότητας, ενώ η εθνογραφία, οι πολιτισμικές σπουδές, η αυτοβιογραφία, η λογοτεχνία, και οι τέχνες γενικότερα χαρτογραφούν μια πολύ πιο πολύπλοκη πραγματικότητα. Η επιστροφή σε ξεχασμένα αρχεία ή και η ανάγνωση του γνωστού αρχειακού υλικού μέσω νέων οπτικών καθίστανται απαραίτητα για την «ανασκαφή» του εύρους της Ελληνοαμερικανικής ετερογένειας.
Τουλάχιστον δυο γενιές ιστορικών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική, κατόρθωσαν με επιμονή, υπομονή και μεγάλο μόχθο να διευρύνουν τους ιστοριογραφικούς ορίζοντες της ελληνικής μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι μελέτες τους έχουν συμβάλει στην κατανόηση διαφόρων πτυχών του φαινομένου και στην προώθηση νέων ερμηνευτικών πλαισίων. Η διεθνική ανάλυση της μετανάστευσης αποτελεί ένα μεγάλο αναλυτικό κέρδος· δεν είναι δυνατόν να χαρτογραφηθεί επαρκώς πλέον η μετανάστευση μέσα στα πλαίσια μόνο της εθνικής ιστορίας αλλά πάντα σε συσχετισμό διαφόρων χώρων, πέρα από το εθνικό κράτος, στους οποίους οι μετανάστες έδρασαν αλλά και τους οποίους χρησιμοποίησαν ως σημεία αναφοράς. Μια περαιτέρω ιστοριογραφική εξέλιξη καλεί τους ερευνητές να προσεγγίσουν τη μετανάστευση σε δια-περιφερειακά πλαίσια, δεδομένου ότι η γεωπολιτική της περιφέρειας παίζει καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση εθνοτικών και διασπορικών υποκειμένων. Σε αυτό το πλαίσιο θα ήταν χρήσιμη η μελέτη για παράδειγμα των Ηπειρωτών ή των Μικρασιατών μεταναστών σε συγκεκριμένα μητροπολιτικά κέντρα της Βορείου Αμερικής.
Πρέπει, κλείνοντας, να επισημάνουμε τη συμβολή της ιστορικής έρευνας στην εξήγηση της διαβόητης κοινωνικο-οικονομικής ανέλιξης των μεταναστών. Ενώ οι ηγεμονικές ερμηνείες περιορίζονται στο να εντοπίζουν αποκλειστικά πολιτισμικές και καθημερινές πρακτικές (σκληρή εργασία, το εθνικό φιλότιμο, η αξία της γονικής θυσίας για το καλύτερο μέλλον των παιδιών) ως τις πρωταρχικές αιτίες, νέα πλαίσια ανάλυσης όπως οι «σπουδές λευκότητας» στην Αμερική στρέφουν την προσοχή στον παράγοντα της φυλετικής ιεράρχησης, και συγκεκριμένα στον τρόπο που η σταδιακή μετάθεση των Ελλήνων από την κατηγορία των ανεπιθύμητων μη-λευκών σε καταξιωμένους φορείς της αμερικανικής λευκότητας συνετέλεσε στην αποδοχή τους και επομένως στην κοινωνική τους άνοδο. Οι συγκεκριμένες διαδικασίες αυτού του φαινομένου όμως χρήζουν περαιτέρω μελέτης, ενώ παράλληλα είναι αναγκαία και η εκτεταμένη έρευνα της εμπειρίας της δεύτερης γενιάς και των έμφυλων και ταξικών της διαστάσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν η γενιά αυτή που, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, βίωσε το οικονομικό κραχ, τον έντονο εξαμερικανισμό αλλά και την διευρυνόμενη αποδοχή των Ελλήνων στην αμερικανική κοινωνία. Ας τονιστεί όμως ότι το ερώτημα του κατά πόσο αυτά τα ερευνητικά πεδία θα αναπτυχθούν δεν είναι μόνο ζήτημα ερευνητικού μόχθου. Τα πανεπιστήμια καλούνται να παίξουν πρωταρχικό ρόλο σε αυτήν την διαδικασία, προσφέροντας το θεσμικό και υλικό πλαίσιο ώστε να προχωρήσει η έρευνα της Ελληνοαμερικανικής ιστορίας.
Σημείωση: Η παραπάνω ανάλυση βασίστηκε στην ιστορική και πολιτιστική έρευνα των Dan Georgakas, Γιώργου Καλογερά, Κωστή Καρπόζηλου, Αλέξανδρου Κιτροέφ, Κωστή Κουρέλη, Ιωάννας Λαλιώτου, Artemis Leontis, Charles Moskos, Γιάννη Παπαδόπουλου, Helen Papanikolas, Zeese Papanikolas, and Gunther Peck, καθώς και της δικής μου έρευνας, μεταξύ άλλων.
Γιώργος Αναγνώστου
Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών
Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο
[Διασπορικές ειρωνίες: Αυτό είναι η πρώτη μου ακαδημαϊκή εργασία στα Ελληνικά μετά από είκοσι τόσα χρόνια στο ακαδημαϊκό κουρμπέτι. Ευχαριστώ θερμά τον Γιάννη Παπαδόπουλο για την τόσο γενναιόδωρη επιμέλεια του κειμένου.]