Sunday, April 25, 2021

Προσωπικές Διαδρομές, Επαγγελματικές Στροφές στη Διασπορά

Τα σύνορα έχουν καθορίσει τη ζωή μου. Γεννήθηκα σε μια μεθοριακή πόλη, την Ορεστιάδα του Έβρου, όπου το σύνορο ήταν αναπόφευκτα παρόν, είτε στον υπαρκτό γεωγραφικό ορίζοντα, είτε στις καθημερινές συζητήσεις, είτε στο συλλογικό φαντασιακό ως φάσμα του πολιτικού και πολιτιστικού «Άλλου». Ήταν σε αυτό το «τριεθνές σημείο» όπου για πρώτη φορά βίωσα την εμπειρία του περάσματος των συνόρων· το βήμα πέρα από τα διαχωριστικά όρια, τη μεταφορά από τον οικείο στον ανοίκειο χώρο, τη συνάντηση με το διαφορετικό που αυτή η διάβαση συνεπάγεται. 

Η διάσχιση συνόρων αποτελεί μια εμπειρία που δεν είναι δυνατόν να γενικευθεί· βιώνεται σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη ιδιότητα του διαβάτη. Προσφέρει σαγηνευτικές υποσχέσεις σε ταξιδιώτες, προβλέπει συγκεκριμένες δυσκολίες για φτωχούς μετανάστες, και προτάσσει άδηλο μέλλον για τους πρόσφυγες. Όλους όμως τους προτρέπει να κάνουν συγκρίσεις μεταξύ του εδώ και του εκεί, του τότε και του τώρα. Οι διαδρομές πέρα από τα σύνορα προβάλλουν νέους γεωγραφικούς, πολιτιστικούς και χρονικούς προσανατολισμούς. 

Τίθεται βέβαια το θέμα της απαγόρευσης της διάβασης. Όταν τη δεκαετία του 1990 δεν ήμουν σε θέση για χρόνια να επισκεφθώ την Ελλάδα από την Αμερική όπου διέμενα, συνειδητοποίησα τη δύναμη των θεσμών να ματαιώνουν ατομικές επιθυμίες διάβασης. Κυρώσεις σφραγίζουν ακυρώσεις. Τα σύνορα, όπως όλοι γνωρίζουμε στις μέρες μας, δεν ελέγχονται μόνο με τα συρματοπλέγματα, αλλά και με τα πλέγματα πολιτικής εξουσίας. 

Ένα από τα πιο καθοριστικά περάσματα της ζωής μου ήταν αυτό της μετανάστευσης στην Αμερική. Πώς να χωρέσω σε μία παράγραφο τις ποικίλες διαδρομές μου από τη στιγμή που έφτασα στο Μπάτον Ρουζ της Λουιζιάνας στις 20 Δεκεμβρίου του 1985 –με πτυχίο πολιτικού μηχανικού από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο– μέχρι σήμερα; Η απάντηση είναι απλή, επιγραμματικά. Η εμπειρία μου δεν ήταν αυτή ενός τυπικού μεταπτυχιακού φοιτητή. Και τα σύνορα που διέσχισα δεν ήταν μόνο γεωπολιτικά και πολιτιστικά. Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1999, στο Κολόμπους του Οχάιο, έλαβα το διδακτορικό μου στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Σήμερα μοιράζομαι αυτό το κείμενο μαζί σας ως πανεπιστημιακός στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Στον ενδιάμεσο χρόνο –35 ολόκληρα χρόνια– παράλληλα με τις σπουδές μου, εργάστηκα για βιοπορισμό ως busboy, σερβιτόρος (έξη συνεχή χρόνια), ντελιβεράς, δάσκαλος σε σχολεία της εκκλησίας, βοηθός ερευνητή και λέκτορας, μεταξύ άλλων· άλλοτε παρέδιδα ιδιαίτερα μαθήματα ως καθηγητής, και άλλοτε τηλεφωνικούς καταλόγους στα προάστεια. Η στροφή στη διαδρομή από «πολιτικός μηχανικός» σε «καθηγητής διασπορικών σπουδών» ήταν επικίνδυνα απότομη. Έλειπαν και οι οικονομικοί πόροι και η τεχνογνωσία για την απαραίτητη μελέτη, ελάχιστα ήταν –και επομένως απίστευτα σημαντικά– τα προστατευτικά κιγκλιδώματα. 

Αυτού του είδους η διάσχιση επαγγελματικών και ταξικών συνόρων συνέβαλε στο να κατανοήσω βαθιά την αβεβαιότητα, την αστάθεια, τη ρευστότητα, το κόστος της φυσικής και ψυχολογικής εξάντλησης, το ήθος της αμοιβαιότητας, τη δύναμη της επιθυμίας και της αλληλοβοήθειας. Ακόμη να βιώσω πώς η προσωπική θυσία μπορεί να θυσιάσει σχέσεις με αγαπημένους αν υπάρξει απροσεξία. Όλα αυτά σε έναν υλικό και αισθηματικό χώρο που βιώνεται ως κατάσταση του «μεταξύ». Ακόμη κινούμαι μεταξύ δύο κόσμων και δύο γλωσσών· μεταξύ παρελθόντος και παρόντος· μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας. Κάποτε κινήθηκα μεταξύ θετικών και ανθρωπιστικών σπουδών, μεταξύ μονιμότητας και παροδικότητας, μεταξύ νομιμότητας και φόβου της παρανομίας. 

Με άλλα λόγια, βίωσα έντονα (και συνεχίζω να βιώνω σε διαφορετικό βαθμό και κάτω από διαφορετικές συνθήκες) την εμπειρία της «μεθορίου», δηλαδή της κοινωνικής πραγματικότητας όπου διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία συναντώνται, κάποτε συναρθρώνονται δημιουργικά, κάποτε αποκλίνουν, κάποτε συγκρούονται. Ή ακόμα αιωρούνται στο νου και το συναίσθημα, χωρίς να αποκρυσταλλώνονται σε μια ευδιάκριτη φόρμα, σε ένα προσδιορισμένο σύνολο. 

Εκ των υστέρων διαπιστώνω πως αυτή η προσωπική εμπειρία της μεθορίου προσδιόρισε παράλληλα και τα θέματα που με έχουν απασχολήσει στην ακαδημαϊκή μου διαδρομή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η συνάντηση των μεταναστών με διάφορες μορφές της αμερικανικής νεωτερικότητας (εργατικό κίνημα, αμερικανισμός της μεσαίας τάξης) στις απαρχές του εικοστού αιώνα. Οι πολιτιστικοί χώροι τού σήμερα όπου η κοινωνική μνήμη και τα αξιακά συστήματα του παρελθόντος συνδιαλέγονται με τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του παρόντος. Οι τρόποι με τους οποίους η δεύτερη γενιά πλοηγείται τις διαφορές της από την κουλτούρα των μεταναστών γονέων. Η ομιλία των αγγλικών με ελληνική προφορά. Άτυπες ιδέες και πρακτικές. Η καταπληκτική και τόσο προκλητική εμπειρία να συντάσσω αυτό το κείμενο σκεπτόμενος σε δύο γλώσσες – μια διαδικασία που συνεχίζει να με εκπλήσσει. Οι διαδρομές αυτές δεν παύουν να μου προσφέρουν την κινητήρια δύναμη να συνεχίζω με πάθος την εξερεύνησή τους, χτίζοντας στην πορεία κάτι στέρεο –ένα θεσμό, ένα αρχείο, ένα σύνολο γνώσεων– εν μέσω της ρευστής μεθορίου της διασποράς. 


Γιώργος Αναγνώστου

Νοέμβριος 2020

Saturday, April 17, 2021

“My Aunt Bessie” by Elaine Thomopoulos


I read my newspaper, oblivious to what was happening around me. Suddenly a woman knocking on my car window made me jump. "Excuse me. I have to back up. Can you move your car so I can get out?" 

Had I seen a ghost? The woman looked like my Aunt Bessie, who had passed away many years ago. After I pulled out to make room for this woman to move her car, tears flooded my eyes. I remembered Aunt Bessie and missed her. Yes, this woman looked exactly like her. Her features were chiseled as if she were a Greek goddess. She had soft brown eyes and fine grey hair pulled back in a bun, showing her high and perfectly shaped forehead. The only thing that differed was that she did not have the high cheekbones that my Aunt Bessie had, cheekbones like a model's.

 Aunt Bessie is in the middle, with her two sisters, to the left Emily, to the right, Pauline.

Aunt Bessie was a quiet, dignified woman with a lot of energy and a heart of gold. She spoke in a soft velvet-sounding voice, putting you at ease with her gentle interest and concern. 

A child of immigrants growing up during the depression, married at 17, she faced life with strength and inner resolve. I got to know her best when she worked at my parents’ grocery store. She worked not only to help my mother (her sister) and her brother-in-law, but also to supplement the family income. Admired by her customers, she put her heart and soul into her work. A real treat for us when she stayed overnight at our home so she would not have to make the long commute back to her home. Our whole family loved and admired her so much. 

My thought went to Aunt Bessie's funeral, with family and friends paying tribute to this wonderful woman. The priest at the funeral spoke about her but instead of comforting me his flippant words made my heart ache, and my mouth feel like vinegar. He relegated her to the background by casting her in the traditional subservient Greek woman's role. He loftily related how she assisted her husband and three children in their accomplishments, not mentioning what she herself had accomplished. He did not bring out the qualities that made Aunt Bessie the person she was. I will always remember her for the person she was––a strong, vibrant woman whose memory lives on in my heart.


April 2021