Τα σύνορα έχουν καθορίσει τη ζωή μου. Γεννήθηκα σε μια μεθοριακή πόλη, την Ορεστιάδα του Έβρου, όπου το σύνορο ήταν αναπόφευκτα παρόν, είτε στον υπαρκτό γεωγραφικό ορίζοντα, είτε στις καθημερινές συζητήσεις, είτε στο συλλογικό φαντασιακό ως φάσμα του πολιτικού και πολιτιστικού «Άλλου». Ήταν σε αυτό το «τριεθνές σημείο» όπου για πρώτη φορά βίωσα την εμπειρία του περάσματος των συνόρων· το βήμα πέρα από τα διαχωριστικά όρια, τη μεταφορά από τον οικείο στον ανοίκειο χώρο, τη συνάντηση με το διαφορετικό που αυτή η διάβαση συνεπάγεται.
Η διάσχιση συνόρων αποτελεί μια εμπειρία που δεν είναι δυνατόν να γενικευθεί· βιώνεται σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη ιδιότητα του διαβάτη. Προσφέρει σαγηνευτικές υποσχέσεις σε ταξιδιώτες, προβλέπει συγκεκριμένες δυσκολίες για φτωχούς μετανάστες, και προτάσσει άδηλο μέλλον για τους πρόσφυγες. Όλους όμως τους προτρέπει να κάνουν συγκρίσεις μεταξύ του εδώ και του εκεί, του τότε και του τώρα. Οι διαδρομές πέρα από τα σύνορα προβάλλουν νέους γεωγραφικούς, πολιτιστικούς και χρονικούς προσανατολισμούς.
Τίθεται βέβαια το θέμα της απαγόρευσης της διάβασης. Όταν τη δεκαετία του 1990 δεν ήμουν σε θέση για χρόνια να επισκεφθώ την Ελλάδα από την Αμερική όπου διέμενα, συνειδητοποίησα τη δύναμη των θεσμών να ματαιώνουν ατομικές επιθυμίες διάβασης. Κυρώσεις σφραγίζουν ακυρώσεις. Τα σύνορα, όπως όλοι γνωρίζουμε στις μέρες μας, δεν ελέγχονται μόνο με τα συρματοπλέγματα, αλλά και με τα πλέγματα πολιτικής εξουσίας.
Ένα από τα πιο καθοριστικά περάσματα της ζωής μου ήταν αυτό της μετανάστευσης στην Αμερική. Πώς να χωρέσω σε μία παράγραφο τις ποικίλες διαδρομές μου από τη στιγμή που έφτασα στο Μπάτον Ρουζ της Λουιζιάνας στις 20 Δεκεμβρίου του 1985 –με πτυχίο πολιτικού μηχανικού από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο– μέχρι σήμερα; Η απάντηση είναι απλή, επιγραμματικά. Η εμπειρία μου δεν ήταν αυτή ενός τυπικού μεταπτυχιακού φοιτητή. Και τα σύνορα που διέσχισα δεν ήταν μόνο γεωπολιτικά και πολιτιστικά. Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1999, στο Κολόμπους του Οχάιο, έλαβα το διδακτορικό μου στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Σήμερα μοιράζομαι αυτό το κείμενο μαζί σας ως πανεπιστημιακός στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Στον ενδιάμεσο χρόνο –35 ολόκληρα χρόνια– παράλληλα με τις σπουδές μου, εργάστηκα για βιοπορισμό ως busboy, σερβιτόρος (έξη συνεχή χρόνια), ντελιβεράς, δάσκαλος σε σχολεία της εκκλησίας, βοηθός ερευνητή και λέκτορας, μεταξύ άλλων· άλλοτε παρέδιδα ιδιαίτερα μαθήματα ως καθηγητής, και άλλοτε τηλεφωνικούς καταλόγους στα προάστεια. Η στροφή στη διαδρομή από «πολιτικός μηχανικός» σε «καθηγητής διασπορικών σπουδών» ήταν επικίνδυνα απότομη. Έλειπαν και οι οικονομικοί πόροι και η τεχνογνωσία για την απαραίτητη μελέτη, ελάχιστα ήταν –και επομένως απίστευτα σημαντικά– τα προστατευτικά κιγκλιδώματα.
Αυτού του είδους η διάσχιση επαγγελματικών και ταξικών συνόρων συνέβαλε στο να κατανοήσω βαθιά την αβεβαιότητα, την αστάθεια, τη ρευστότητα, το κόστος της φυσικής και ψυχολογικής εξάντλησης, το ήθος της αμοιβαιότητας, τη δύναμη της επιθυμίας και της αλληλοβοήθειας. Ακόμη να βιώσω πώς η προσωπική θυσία μπορεί να θυσιάσει σχέσεις με αγαπημένους αν υπάρξει απροσεξία. Όλα αυτά σε έναν υλικό και αισθηματικό χώρο που βιώνεται ως κατάσταση του «μεταξύ». Ακόμη κινούμαι μεταξύ δύο κόσμων και δύο γλωσσών· μεταξύ παρελθόντος και παρόντος· μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας. Κάποτε κινήθηκα μεταξύ θετικών και ανθρωπιστικών σπουδών, μεταξύ μονιμότητας και παροδικότητας, μεταξύ νομιμότητας και φόβου της παρανομίας.
Με άλλα λόγια, βίωσα έντονα (και συνεχίζω να βιώνω σε διαφορετικό βαθμό και κάτω από διαφορετικές συνθήκες) την εμπειρία της «μεθορίου», δηλαδή της κοινωνικής πραγματικότητας όπου διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία συναντώνται, κάποτε συναρθρώνονται δημιουργικά, κάποτε αποκλίνουν, κάποτε συγκρούονται. Ή ακόμα αιωρούνται στο νου και το συναίσθημα, χωρίς να αποκρυσταλλώνονται σε μια ευδιάκριτη φόρμα, σε ένα προσδιορισμένο σύνολο.
Εκ των υστέρων διαπιστώνω πως αυτή η προσωπική εμπειρία της μεθορίου προσδιόρισε παράλληλα και τα θέματα που με έχουν απασχολήσει στην ακαδημαϊκή μου διαδρομή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η συνάντηση των μεταναστών με διάφορες μορφές της αμερικανικής νεωτερικότητας (εργατικό κίνημα, αμερικανισμός της μεσαίας τάξης) στις απαρχές του εικοστού αιώνα. Οι πολιτιστικοί χώροι τού σήμερα όπου η κοινωνική μνήμη και τα αξιακά συστήματα του παρελθόντος συνδιαλέγονται με τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του παρόντος. Οι τρόποι με τους οποίους η δεύτερη γενιά πλοηγείται τις διαφορές της από την κουλτούρα των μεταναστών γονέων. Η ομιλία των αγγλικών με ελληνική προφορά. Άτυπες ιδέες και πρακτικές. Η καταπληκτική και τόσο προκλητική εμπειρία να συντάσσω αυτό το κείμενο σκεπτόμενος σε δύο γλώσσες – μια διαδικασία που συνεχίζει να με εκπλήσσει. Οι διαδρομές αυτές δεν παύουν να μου προσφέρουν την κινητήρια δύναμη να συνεχίζω με πάθος την εξερεύνησή τους, χτίζοντας στην πορεία κάτι στέρεο –ένα θεσμό, ένα αρχείο, ένα σύνολο γνώσεων– εν μέσω της ρευστής μεθορίου της διασποράς.
Γιώργος Αναγνώστου
Νοέμβριος 2020