Wednesday, April 21, 2010

Greece and Greek America in the U.S. College Classroom

The classroom, as a site where knowledge is produced and subjectivities are mediated, is a vital contact zone for scholars of modern Greek and young people. We must, therefore, continue reflecting on the various practices that constitute it.

The forces bringing students to our classes are diverse. The discourse of multiculturalism produces a new generation of hyphenated Greeks, a population of prospective civic leaders, opinion makers, and cultural gatekeepers. Often savvy in crossing cultural borders, biculturalism, cosmopolitanism, and curiosity about Greek worlds beyond immediate family and community, this youth turns to our courses to explore heritage and identity, among other interests.

Non-heritage students arrive to our classrooms too. The traditional value that U.S. education places on cultural diversity is currently enhanced by the imperative, it seems, for international experience, hence the importance of study abroad programs. What is more, in an unanticipated development, university restructuring and budget cuts may also contribute to our enrollments.

The ethnic composition of this student body is diverse, varying regionally. In addition to the traditional core of our “European American” student base, African Americans, Asian American, and Latino students increasingly take courses on Greek and Greek American topics, particularly in densely multiethnic States; the example of California comes to mind.

Class differences, often vast, punctuate this landscape.

Engaging these populations poses urgent questions. What material do we address in the classroom and study abroad programs, how, and to what end? What do we know about our students, and the issues they confront? How do we frame Greece and Greek-related issues to this diverse student body? How do we translate the Greek American past and present to heritage and non-heritage students? How do we present Greek America to students connected with historically stigmatized groups? How do we empower Greek American students while avoiding ethnic celebrationism? How do we engage with the assumptions they bring to the classroom?

In other words, what kinds of research and pedagogies are needed for our purposes?

These are gravely underexplored topics. U.S. modern Greek studies has invested enormously to distinguish itself in the fiercely competitive U.S. academy, but has paid little or no attention to classroom practices, particularly regarding the courses we teach in English. Cultivating the next research frontier–educational pedagogies–presents a formidable challenge, one which may require strategic thinking on how to most effectively deliver it, given that faculty has commonly produced the kinds of publications conventionally expected by research universities.

How to stir the talents of modern Greek studies scholars toward a reflection on teaching, a vocation that consumes many of us daily, a practice that is so immediate, yet for various reasons turned so distant as a research prospect?

How to best capture the imagination, generate political and cultural interventions, and overall make a difference in the lives of a new generation of Greek and “non-Greek” youth?

Promisingly, teaching-oriented research initiatives are currently at work within modern Greek studies, heightening the anticipation for published work. Publications, reflection, and commentary on our educational practices are long overdue.

I will be investing in this blog forum to contribute to the unfolding discussion.

Sunday, April 18, 2010

Quotation(s): Antiracism (I)

Δύο παραπομπές, η μία αντλούμενη από το αστυνομικό μυθιστόρημα και η άλλη από την ιστοριογραφία, μας βοηθούν να συλλογιστούμε τα όρια μιας συγκεκριμένης αντιρατσιστικής στρατηγικής.

Παραπομπή πρώτη: Από το βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη, «Παλιά, πολύ παλιά» (Γαβριηλίδης, 2008).

(Διάλογος μεταξύ δύο αστυνομικών, ενός Τούρκου και ενός Έλληνα, οι οποίοι συνεργάζονται στην Κωνσταντινούπολη για την εξιχνίαση μιας σειράς δολοφονιών επί Ελληνικού και Τουρκικού εδάφους. Ανοίγει την αντιπαράθεση ο Τούρκος αστυνομικός, η οποία ακολουθείται από τον σχολιασμό του Έλληνα αφηγητή και συνομιλητή του):

«Αν βάλουμε τη φωτογραφία μιας Ρωμιάς, και μάλιστα από τον Πόντο, και πούμε ότι σκότωσε ως τώρα δυο ανθρώπους στην Ισταμπούλ, και ο ένας μάλιστα είναι Τούρκος, όλοι οι Ρωμιοί θα είναι από αύριο στόχος. ...».

Δεν περίμενα αυτό το επιχείρημα και άθελά μου μού ξεφεύγει μισή χοντράδα. «Πώς και σε νοιάζει τόσο πολύ να μην πάθουν κακό οι Ρωμιοί;»

Δε μου απαντάει αμέσως, αλλά τραβάει το περιπολικό στο πεζοδρόμιο και διπλοπαρκάρει. «I am a child of the turkish [sic] minority in Germany» μου εξηγεί. Κάθε φορά που ένας Τούρκος σκότωνε, έκλεβε ή έδερνε, έφταιγε όλη η μειονότητα, γιατί μας θεωρούσαν όλους τους ίδιους». ...

Προσπαθώ να το ρίξω στην πλάκα. «Τα παραλές κάπως, αλλά εντάξει. Ας τ’ αφήσουμε για την ώρα».

Tο είπα για να τον ηρεμήσω, αλλά αυτός ανάβει ακόμα πιο πολύ. «Γιατί ανήκεις κι εσύ στην πλειονότητα και δεν μπορείς να καταλάβεις τι θα πει να είσαι μειονότητα» μου λέει τσαντισμένος. «Δεν καταλαβαίνεις την ανασφάλεια, το φόβο που κουβαλάει μέσα της, το μίσος που μπορεί να ξεσπάσει με την παραμικρή αφορμή. Καμιά πλειονότητα δεν κατάλαβε ποτέ τις μειονότητες. Εγώ καταλαβαίνω τους Ρωμιούς καλύτερα από σένα» (216–217).

Στην παραπάνω στιχομυθία, ο Μάρκαρης στρέφει την προσοχή μας σε μια νευραλγική διάσταση της συζήτησης περί αντιρατσισμού: Είναι δυνατόν ένας πολίτης που κολυμπάει στα προνόμια και τις ανέσεις της πλειονότητας να καταλάβει κατάβαθα την ευάλωτη θέση του καθενός μειονοτικού, και επομένως να τον συμπονέσει και να τον συμπαρασταθεί; Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να ταυτιστεί συναισθηματικά με το μειονοτικό άλλο χωρίς να έχει βιώσει κατάσαρκα ο ίδιος την εμπειρία του τελευταίου, μια εμπειρία που κάνει κάποιον να αισθάνεται τιποτένιος, τόσο δα μικρός; Μια εμπειρία που, για να θυμηθούμε και το «America America» του Ελία Καζάν, και εξαγριώνει και αναγκάζει πολλές φορές να καταπίνεις τον θυμό με ένα χαμόγελο που όσο πιο πολύ πλαταίνει για να ευχαριστήσει τόσο αυξάνει την υποταγή, τον εξευτελισμό, και την αυτοπεριφρόνηση;

Παίζονται πολλά στο πως θα απαντήσει κανείς αυτήν την ερώτηση. Αν η απάντηση είναι καταφατική τότε θα μπορούσε ο αντιρατσιστικός λόγος να βασιζόταν σε μια πολιτική της συμπόνιας. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις έχουν πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του Ελληνοαμερικανικού αντιρατσισμού.

Η ιστορικός Helen Papanikolas για παράδειγμα, όπως έχω επισημάνει αλλού (http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=68434), ανασύρει μνήμες από την ρατσιστική περιφρόνηση την οποία βίωσε ως κόρη Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική του 1920 προσκαλώντας τους βολεμένους πλέον Ελληνοαμερικανούς να αντλήσουν από αυτήν την εμπειρία της περιφρόνησης που στιγμάτισε τους γονείς και παππούδες τους ώστε να ταυτιστούν με την εμπειρία των μειονοτήτων και να αγωνιστούν εναντίον των οποιονδήποτε κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τους μειώνουν.

Φοβάμαι όμως ότι μια τέτοια στρατηγική είναι περορισμένου βεληνεκούς. Όπως επισημαίνουν ιστορικοί και ανθρωπολόγοι, βιώματα και μνήμες αποκλεισμού δεν οδηγούν απαραίτητα σε αλληλεγγύη μεταξύ αδύναμων ομάδων ή ατόμων. Η Ιωάννα Λαλιώτου το θέτει ξεκάθαρα, στην δεύτερη παραπομπή που μας αφορά εδώ, από το βιβλίο της «Διασχίζοντας τον Ατλαντικό: Η Ελληνική Μετανάστευση στις ΗΠΑ κατά το Πρώτο Μισό του Εικοστού Αιώνα» (Πόλις, 2006):

«[Η] πολιτισμική κληρονομιά της μεταναστευτικής εμπειρίας δεν μπορεί αφ’ εαυτής να λειτουργήσει ως εμβόλιο ενάντια στον σύγχρονο ρατσισμό και την ξενοφοβία. Η εμπειρία της μετανάστευσης, ..., συχνά οδήγησε τη μεταναστευτική κουλτούρα και τις νοηματοδοτήσεις του εαυτού να εσωτερικεύσουν τους ιεραρχικούς λόγους περί φυλετικής και πολιτισμικής ανισότητας και ανωτερότητας» (367).

Αν η λοιπόν η ιστορία των μεταναστών και των παιδιών τους μας διδάσκει κάτι, αυτό είναι ένας έντονος σκεπτικισμός όσον αφορά την αποτελεσματικότητα μιας αντιρατσιστικής στρατηγικής βασισμένης στην συμπόνια των βολεμένων προς τους ευάλωτους. Με άλλα λόγια το να υπενθυμίζει κανείς τους Έλληνες και Ελληνοαμερικανούς, «κοιτάξτε, μας εξευτέλισαν τότε στην Αμερική ή στην Γερμανία ας μην κάνουμε και εμείς τα ίδια στους νεοφερμένους ή τους μη λευκούς» αποτελεί μια πολιτική περιορισμένης εμβέλειας.

Είναι λοιπόν αναγκαίο να εξετάσουμε εναλλακτικές στρατηγικές. Αυτό το θέμα θα απασχολήσει το επόμενο σημείωμά μου, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελληνοαμερικανική περίπτωση.

Wednesday, April 14, 2010

Mixing Cultural Codes


Photo credits: Thomas Papacostas, April 2010 (Dublin, Columbus, Ohio)

Serendipity adds exciting layers to the practice of teaching. At the end of a class session this week on the early twentieth-century café aman scene in the United States–clubs attracting multiethnic audiences from the Balkans, Asia Minor and the Middle East–a student waited to share with me the snapshot featured above.

This is how the student, who is connected with both Greek and Lebanese cultures, described the event: “This was at a dance hosted by the Lebanese Student Organization and the Turkish Student Association of OSU. It was held at a Greek restaurant in Dublin, Ohio, called the Greek Corner (which I came to find is actually owned and operated by Albanians). Because it was a Greek restaurant, the food and décor of the establishment was Greek (hence the Greek writing), but the Turkish and Lebanese students each displayed decorations (i.e. flags) from their respective countries. The music was a mixture of Arabic and Turkish songs.”

Everybody danced.

These contemporary mixings! Ethnic signs are appropriated for their economic and cultural capital while bearing no necessary connection with the identities of those who reproduce them. Eclectic coexistence of national codes–a welcome sign in Greek, Turkish and Lebanese flags, the replica of a Greek statue and others simulations of Greek identity, Arabic and other dancing–explode cultural purity. Emergent multiethnic situations, historically suppressed by nationalism, appear in various combinations. Contact zones where multiethnic audiences actualize around shared tastes on music and dance take place in New York City, San Francisco, Melbourne, and elsewhere too.

The dissonance between the Greek identity of restaurants and the ethnic identities of those who operate them is now a common occurrence, as I can attest from the Columbus restaurant scene. As an entrenched cultural and economic phenomenon in the U.S., Greek restaurants are now claimed by an assortment of ethnic entrepreneurs whose identities and cuisines lack the cultural caché of the Greeks.

This raises a number of fascinating questions. How Greek identity is constructed in these settings? What is the role of material culture and cultural practices in simulating ethnicity? Where do objects of decoration and recipes come from? How are they refracted in their translation? Where does the food originate, how is it prepared, how is it served, and who serves it?

Sunday, April 4, 2010

Acropolis Club (Portland, Oregon)


Photo credits: Ana Chow, February 2010
Readers are encouraged to submit a caption for this photograph

Acropolis Club (Portland, Oregon)


Photo credits: Ana Chow, February 2010
Readers are encouraged to submit a caption for this photograph

Saturday, April 3, 2010

New Directions (once again) in Greek American Studies (III)

Transnational Networks, Virtual Communities, Material Effects

Addressing family, friends, and members of the local community, a Greek-born resident of Columbus, Ohio, recently posted an electronic newsletter featuring photographs of a family reunion in Crete, his visit with his son’s family residing in Mexico City, his family’s travels to California, Texas, and elsewhere, and his business trip to Singapore, a country to which he has been connected for a good part of his professional life. Collages and photomontage are also included in the newsletter, visually dramatizing the density of his extended family spanning at least three generations.

This kind of popular chronicling brings attention to two kinds of phenomena: a) the operation of worldwide kinship, ethnic, and professional networks, a practice that has historically defined the experience of ethnic Greeks outside Greece (the Pontian people for instance) but seems to proliferate in scale and intensity in the age of globalization; and b) the use of electronic technologies to produce a public archive centered on the transnational experiences of family and personal life.

Significantly, transnational networks further mobilize to produce archives about communities and localities. “The world–wide Kytherian community” (www.kythera-family.net/) is an example. A website about the island of Kythera, it produces a rich visual and audio archive of its landscape and inhabitants, local and transnational family histories, interviews, gravesites, cultural events, as well as environmental activism. Seeking to shape local life, this initiative is the result of transnational collaboration as its team of producers, managers, and consumers is distributed all over the globe.

This kind of transnational networks of cultural affiliation and heritage production are bound to proliferate. The ongoing exodus of young people from Greece for university studies abroad–the infamous brain drain; the pursuit of careers, and the making of families outside Greece; increasing rates of inter-marriage across nationalities; the nomadic scattering of Greek professionals under conditions of globalization; economically secure families splitting their time between their home country and Greece; the importance of ethnicity, roots, routes, and heritage globally; they all contribute to the creation of transnational Greek networks.

The question of how participants in this process cultivate their ties; how they negotiate biculturalism; the place of culture and ethnic institutions in the socialization of children; their relations with host cultures and peoples; the nature of connections with Greece; transnational activism shaping localities in Greece in relation to global discourses in their national inflections (U.S. environmentalism, individualism, and feminisms, for instance), and the nexus of competing interests surrounding this activism. This is a fertile terrain for a transnational research framework to address the political and social implications of these unfolding phenomena.