Γυναίκες λένε τη δική τους ιστορία
Η ιστορικός Παναγιώτα Νάζου «ξύνει πληγές» στο βιβλίο τηςΝύφες με προξενιό.
Του Κώστα Κατσάπη*
Είναι γνωστό το περιεχόμενο που έδωσε κάποτε ο Σαρτρ στην έννοια του διανοούμενου: «διανοούμενος», υποστήριξε, είναι «αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν». Παραφράζοντας την παραπάνω διατύπωση θα λέγαμε ότι ένα από τα καθήκοντα του ιστορικού είναι και το παρακάτω: να ξύνει πληγές.
Μετανάστευση με σκοπό και αφορμή το γάμο
Η Παναγιώτα Νάζου, καλή ιστορικός και γνωστή στον χώρο των σπουδών της διασποράς από τη θητεία της στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Sydney, πράττει ακριβώς αυτό: ξύνει πληγές. Το βιβλίο της για τις Ελληνίδες νύφες που παντρεύτηκαν με προξενιό στην Αυστραλία, ασχολείται με ένα θέμα εξαιρετικά ενδιαφέρον, γνωστό εν μέρει από τη διαχείρισή του τόσο από τη λογοτεχνία όσο και από τον κινηματογράφο (εύκολα ανασύρουμε στην μνήμη μας τη θαυμάσια ταινία του Παντελή Βούλγαρη με το αυτό θέμα και τον τίτλο «Νύφες»). Στη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου χιλιάδες Έλληνες μετανάστευσαν στην Αυστραλία για λόγους κατά βάση οικονομικούς, αλλά και κοινωνικούς ή πολιτικούς. Η μονογραφία της Παναγιώτας Νάζου επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια όψεις της, αρκετά άγνωστης ακόμη, ιστορίας της ελληνικής μετανάστευσης στους Αντίποδες: την ιστορία των Ελληνίδων που τόλμησαν το ταξίδι με σκοπό (και ταυτόχρονα αφορμή) τη σύναψη γάμου με προξενιό με ένα άντρα τον οποίον γνώριζαν μονάχα από μία φωτογραφία.
Οι συνθήκες που ώθησαν τις «Νύφες με προξενιό» στη φυγή
Η Παναγιώτα Νάζου φαίνεται να ενδιαφέρεται για το κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο που τις ώθησε στην μεγάλη απόφαση.
Παρ' όλα αυτά η πολύ εύστοχη διαχείριση του θέματος αυτού από τη συγγραφέα καταλήγει σε μια μονογραφία που δύσκολα χαρακτηρίζεται απλώς ως «ιστορία της μετανάστευσης», αφού -πράγμα όχι περίεργο για μια δουλειά επιπέδου και σοβαρών προδιαγραφών- καταλήγει να είναι μια κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της ελληνικής πραγματικότητας στην αυγή της μεταπολεμικής περιόδου. Ως εκ τούτου, ο τίτλος είναι ηθελημένα παραπλανητικός. Η Παναγιώτα Νάζου δεν ασχολείται τόσο με την εγκατάσταση των νεαρών γυναικών στην Αυστραλία όσο φαίνεται να ενδιαφέρεται για το κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο που τις ώθησε στην μεγάλη απόφαση. Μαγιά για να φέρει το έργο της εις πέρας είναι οι είκοσι μία συνεντεύξεις (τρεις εκ των οποίων ανώνυμες, όχι χωρίς λόγο, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης) τις οποίες και πήρε από γυναίκες που αφηγούνται την προσωπική τους ιστορία. Τις συνεντεύξεις αυτές τις αξιοποιεί πολύ σωστά εντάσσοντάς τις στο γενικότερο πλαίσιο της εποχής τους, υποκινώντας παράλληλα ένα σύνολο διαθέσιμων πηγών, πρωτογενών (π.χ. σπάνιο αρχειακό υλικό από εφημερίδες που τυπώνονταν σε καράβια που μετέφεραν «νύφες») ή δευτερογενών (ειδική βιβλιογραφία, ανέκδοτες διδακτορικές διατριβές, στατιστικά στοιχεία κλπ).
Τραυματικές εμπειρίες: τύψεις, ενοχή, ντροπή
Νοέμβριος 1957: Έλληνες μετανάστες στη Μελβούρνη |
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος η συγγραφέας καταπιάνεται με θεωρητικά ζητήματα σχετικά με την προφορική ιστορία και τη χρήση της. Το τμήμα αυτό τής παρέχει το στέρεο υπόβαθρο, προκειμένου να αναπτύξει τις υποθέσεις εργασίας που ακολουθούν. Πράγματι, η Νάζου εκκινεί από ζητήματα που αφορούν γενικότερα την προφορική ιστορία, τη χρήση της, την «αυθεντικότητα» των πηγών της, για να μεταφέρει στο αντικείμενο της έρευνάς της υποθέσεις εργασίας. Πολύ εύστοχα λ.χ. επιχειρεί να γεφυρώσει την ιστορία των «νυφών με προξενιό» με ό,τι στη διεθνή βιβλιογραφία συναντά κανείς ως «trauma studies». Χωρίς να υπερβαίνει τα εσκαμμένα και αφού σωστά επισημαίνει πως δεν μπορεί να γίνει εύκολα παραλληλισμός ανάμεσα στις Ελληνίδες «νύφες» και στην εμπειρία π.χ. των κρατουμένων ενός ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, η Νάζου «ξύνοντας πληγές» όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, επιχειρεί να διερευνήσει τις τραυματικές πτυχές του φαινομένου, κινητοποιώντας ως προς τούτο εργαλεία από την επιστήμη της Ψυχολογίας: οι τύψεις των νεαρών γυναικών για το ότι οι οικογένειές τους όφειλαν να καταστραφούν οικονομικά προκειμένου να τις «αποκαταστήσουν» με έναν γάμο στην Ελλάδα, η ενοχή της κοπέλας για το ότι γεννήθηκε κορίτσι, το ασφυκτικό περιβάλλον στην ελληνική κοινωνία του '50, η έλλειψη σοβαρών προοπτικών. Αλλά και το άγχος του ταξιδιού, ο οδυρμός της μάνας στο λιμάνι τη στιγμή του αποχωρισμού, το φούντωμα των αμφιβολιών τις μέρες του ταξιδιού, η ενδοσκόπηση που γεννούσε η μοναξιά του πολυήμερου (διάρκειας τριάντα ημερών) ταξιδιού. Ακόμη περισσότερο: η πρώτη φορά που είδαν το πρόσωπο του γαμπρού, η απογοήτευση που κάποιες ένιωσαν αντικρίζοντας έναν άνθρωπο συχνά (πολύ) διαφορετικό από εκείνον της φωτογραφίας, το πρώτο πλάγιασμα που σε μία τουλάχιστον αφήγηση ισοδυναμούσε με την εμπειρία του βιασμού.
Η αλήθεια τους μέσα από 21 συνεντεύξεις
Το βιβλίο εντάσσεται στην κατηγορία των Gender Studies και ειδικότερα στην «ιστορία των γυναικών», μιας τάσης της ιστοριογραφίας απότοκη του φεμινιστικού κινήματος και του Μάη του '68 για εκδημοκρατισμό του ιστορικού υποκειμένου και μια αφήγηση που να δίνει φωνή στους καταπιεσμένους και στους αφανείς.
Τα παραπάνω ερωτήματα τίθενται με πολύ πιο σαφή τρόπο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου και παρατίθενται αυτούσιες και χωρίς σχολιασμό οι είκοσι μία απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις που έχουν παρθεί, συνοδευόμενες μάλιστα από ανεκτίμητης αξίας φωτογραφικό ή άλλο υλικό το οποίο και λειτουργεί υποστηρικτικά. Στις συνεντεύξεις αυτές που σωστά η συγγραφέας αφήνει ασχολίαστες, σκιαγραφείται με εκπληκτική σαφήνεια η ελληνική πραγματικότητα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Το ασφυκτικό πλαίσιο της αγροτικής κοινωνίας, οι κώδικες τιμής που ρύθμιζαν τις κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου. Η Παναγιώτα Νάζου το επισημαίνει και είναι σημαντικό να το τονίσουμε: οι πλείστες των περιπτώσεων που μελέτησε, αλλά και των Ελλήνων μεταναστών στο σύνολό τους θα προσθέταμε, προέρχονταν από αγροτικά περιβάλλοντα όπου ο εκσυγχρονισμός που ήδη δειλά είχε ξεκινήσει στις πόλεις, ήταν ακόμη ανύπαρκτος. Περιβάλλοντα με κυρίαρχες νοοτροπίες που προσιδιάζουν σε αρχαϊκές- προνεωτερικές κοινωνίες, με την έννοια της τιμής κεντρικό ζητούμενο, ιδίως για τις νέες κοπέλες που δεν έπρεπε να βρεθούν «λερωμένες» και «ατιμασμένες» από τον γαμπρό. Δυστυχώς, για όλα αυτά τα ζητήματα που ανήκουν στην, ας την χαρακτηρίσουμε, «ιστορία των νοοτροπιών», οι μελέτες που έχουμε συνολικά είναι ελάχιστες και ως εκ τούτου η συμβολή του παρόντος τόμου καθίσταται ακόμη πιο σημαντική: οι συμβουλές των συγχωριανών ή του πατέρα στην κοπέλα να επιδείξει καλή συμπεριφορά στη διάρκεια του ταξιδιού, διότι εκεί «όλα μαθαίνονται», τα όργια στα οποία σύμφωνα με αρκετές αφηγήσεις επιδίδονταν αρκετές κοπέλες «μάλιστα αρραβωνιασμένες», το ηθικό δίλημμα για το αν οι νεόνυμφοι θα έπρεπε να κάνουν έρωτα όντες παντρεμένοι με πολιτικό γάμο (υποχρεωτικό στην Αυστραλία, το λεγόμενο register) ή θα έπρεπε να περιμένουν πρώτα την τέλεση και του θρησκευτικού γάμου, η απαίτηση σε γράμμα μιας μάνας η κόρη της οποίας αργούσε να παντρευτεί, να της στείλει μια ψεύτικη φωτογραφία ντυμένη με νυφικό, καθότι στο χωριό «ακούγονταν διάφορα».
Φωτογραφία από την ταινία Νύφες (2004) του Παντελή Βούλγαρη |
Εν κατακλείδι. Η μονογραφία δύσκολα μπορεί να ταξινομηθεί όπως επισημάνθηκε, σε μία κατηγορία. Μεθοδολογικά ανήκει στην προφορική ιστορία και το θέμα της εύκολα την εντάσσει στην κατηγορία των Gender Studies και ειδικότερα στην «ιστορία των γυναικών», μιας τάσης της ιστοριογραφίας που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του '70, απότοκη του φεμινιστικού κινήματος και μιας αριστερής απαίτησης την οποία «γέννησε» ο Μάης του '68 για εκδημοκρατισμό του ιστορικού υποκειμένου και για μια αφήγηση «από τα κάτω» που να δίνει φωνή στους καταπιεσμένους και στους αφανείς. Δεν είναι ωστόσο απλώς μια «ιστορία των γυναικών», καθώς καταπιάνεται και με πτυχές ευρύτερα κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας, αλλά και με όψεις της ιστορίας των ανδρών (όρος μάλλον αδόκιμος στην επιστήμη της Ιστορίας) επίσης άκρως ενδιαφέρουσες, όπως λ.χ. το άγχος πολλών από αυτούς για το αν οι υποψήφιες νύφες θα τους αποδέχονταν όταν θα τους έβλεπαν για πρώτη φορά στο λιμάνι (πολλοί εξ' αυτών στην υποδοχή δεν κρατούσαν ανθοδέσμη αλλά σοκολάτες, ακριβώς για να αποφύγουν τον –συχνό- εξευτελισμό αν η νύφη τους απέρριπτε) ή των πατεράδων για το πώς θα προίκιζαν τις κόρες τους.
Τελικά, το μόνο σίγουρο είναι ότι το βιβλίο της Παναγιώτας Νάζου αποτελεί μια θαυμάσια συμβολή που αξίζει να διαβαστεί από κάθε μελετητή της ιστορίας της διασποράς ή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η συγγραφέας με αξιοσημείωτη μαεστρία μετατρέπει τις πληγές σε πυρήνα ιστοριογραφίας υψηλού επιπέδου και μας χαρίζει ένα έργο ανεκτίμητο, σε μια πολυτελή και εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση για την οποία αξίζουν επιπλέον συγχαρητήρια στις εκδόσεις Περίπλους. Εν ολίγοις, όπως έλεγαν και οι παλιοί γραφιάδες, «βιβλίο για να μαθαίνουν οι νεότεροι και για να θυμούνται οι παλαιότεροι».
*Δρ. Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, ΚΕΝΙ (Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας)
Παναγιώτα Νάζου
Περίπλους 2014,Σελ. 273, τιμή: € 19,70
Πηγή, Book Press, http://www.bookpress.gr/kritikes/koinonia/nazou-panagiota-periplous-nufes-me-proxenio?
No comments:
Post a Comment