Κύριε Αναγνώστου, γεννηθήκατε στην Ελλάδα, σπουδάσετε αρχικά πολιτικός μηχανικός στο ΑΠΘ. Τι σας οδήγησε τελικά στις ΗΠΑ και στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών;
«Οπως συμβαίνει σε κάθε δραματική αλλαγή πορείας, η απόφασή μου να στραφώ προς τις ανθρωπιστικές σπουδές εξέφρασε μια βαθιά προσωπική ανάγκη. Συνδεόταν με το γεγονός ότι η λογοτεχνία και οι ανθρωπιστικές επιστήμες ασκούσαν καταλυτική επίδραση πάνω μου εξαιτίας της δύναμης του επεξεργασμένου λόγου να αφηγείται την πολυπλοκότητα της ζωής και να συνεισφέρει στην κατανόησή της. Με όρισε λοιπόν η δύναμη της λογοτεχνίας να δημιουργεί νέους κόσμους και να μας παροτρύνει να φανταστούμε το μέλλον μας με διαφορετικούς όρους και τρόπους, καθώς και η δύναμη που φέρουν οι πολιτισμικές σπουδές να τους κατανοούμε. Αυτή η στροφή βέβαια απαιτούσε μια ολική προσπάθεια επανεφεύρεσης του εαυτού μου, η οποία θεώρησα ότι θα μπορούσε να ευοδωθεί στην Αμερική, πέρα από το άμεσο περιβάλλον μου τότε. Η απόφαση ήταν μονόδρομος παρά την τεράστια προσπάθεια και τις οικονομικές δυσκολίες που αυτό το εγχείρημα απαιτούσε».
Υπάρχει σήμερα ενδιαφέρον για τα προγράμματα νεοελληνικών σπουδών ή τα ελληνικά πλέον θεωρούνται μια «μειονοτική γλώσσα»;
«Οσον αφορά τα νεοελληνικά προγράμματα σε σχέση με τη διδασκαλία γλώσσας, το ενδιαφέρον από πλευράς φοιτητών υπάρχει. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι σε ένα δομικό επίπεδο τα ελληνικά όντως υφίστανται ως «μειονοτική γλώσσα». Στο σκληρά ανταγωνιστικό περιβάλλον του αμερικανικού πανεπιστημίου σχετικά με τη στήριξη προγραμμάτων εθνικών γλωσσών η ελληνική βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Δεν έχει την ίδια οικονομική και δημογραφική ισχύ στην αγορά εργασίας όπως τα ισπανικά ή τα κινέζικα. Τα νέα ελληνικά θεωρούνται επιπλέον μια «μειονοτική γλώσσα» η οποία δεν κατέχει πολιτισμικό κεφάλαιο όπως για παράδειγμα η περίπτωση των γαλλικών. Το ζήτημα της ενδυνάμωσης της ελληνικής γλώσσας στην Αμερική αποτελεί ένα τεράστιο και πολυσυζητημένο θέμα για το οποίο υπάρχουν σημαντικές ιδέες και πλούσιο υλικό. Είναι σημαντικό επομένως να μην επανεφευρίσκουμε κάθε φορά τον τροχό, όπως πολλές φορές συμβαίνει, αν και νέες συγκυρίες απαιτούν αναστοχασμό και νέες τοποθετήσεις. Ως πρώτο βήμα το ζητούμενο είναι να ενισχυθούν και να δημιουργηθούν πολλαπλές εστίες υψηλών προδιαγραφών, το οποίο απαιτεί πολιτισμικό σχεδιασμό και πολιτική θέληση».
Ως κάτοχος της «Εδρας Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό» στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο, ποιοι είναι οι βραχυπρόθεσμοι και ποιοι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι σας;
«Η έδρα μας λειτουργεί στο πλαίσιο μιας παράδοσης εξωστρέφειας, που αφορά την παραγωγή υψηλής ποιότητας έρευνας σε διάλογο με τα ευρύτερα ερωτήματα που διαπραγματεύεται η πανεπιστημιακή κοινότητα. Αυτός ο προσανατολισμός θα συνεχίζει να μας ορίζει σε βάθος χρόνου. Θα συνεχιστεί αδιάκοπα φυσικά η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αλλά και η συμμετοχή των φοιτητών μας μέσω υποτροφιών σε θερινά προγράμματα στην Ελλάδα μεταξύ άλλων δράσεων. Επιπλέον, η διατμηματική συνεργασία μας με τον διακεκριμένο γλωσσολόγο Μπράιαν Τζόσεφ αποσκοπεί στη στήριξη νέων ερευνητών της ελληνικής γλώσσας. Ενα από τα αποτελέσματα αυτής της συνεργίας είναι η παρουσία της έδρας μας σε πάνελ του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου με τίτλο «Ο πολιτισμός στο Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «Τo Βήμα» και «Tα Νέα»: Γλώσσα και λογοτεχνία» που διοργανώνεται από το Ιστορικό Αρχείο των δύο εφημερίδων (σ.σ.: Δευτέρα 5 και Τρίτη 6 Δεκεμβρίου στoν Φάρο του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος [ΚΠΙΣΝ]). Επιπρόσθετοι στόχοι, που τους επιδιώκουμε ήδη, είναι η διάδοση της γνώσης που παράγουμε πέρα από το πανεπιστήμιο στις κοινότητες της διασποράς καθώς και στην ελληνική και την αμερικανική κοινωνία. Σημαντικό μέσο προς αυτή την κατεύθυνση είναι το ηλεκτρονικό περιοδικό ανοικτής πρόσβασης «Ergon: Greek/American & Diaspora Arts and Letters» (https://ergon.scienzine.com), το οποίο προβάλλει τα γράμματα και τις τέχνες της διασποράς. Ενας ακόμη κύριος στόχος μας είναι να συνεχίζουμε να συμμετέχουμε στην ενδυνάμωση των σπουδών διασποράς. Προς αυτόν τον σκοπό έχουμε ήδη δημιουργήσει συνέργειες με συναδέλφους στην Αυστραλία, την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, οπότε αναμένονται σημαντικές εξελίξεις».
Είστε ένας από τους επιμελητές του τόμου «Redirecting Ethnic Singularity: Ιtalian Americans and Greek Americans in Conversation» (εκδ. Fordham University Press, 2022). Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της έκδοσης;
«Ο Γιώργος Καλογεράς και η Θεοδώρα Πατρώνα, αμφότεροι από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ήταν οι άλλοι δύο επιμελητές αυτού του τόμου. Ο σκοπός της έκδοσης ήταν να προχωρήσουμε πέρα από την τάση η οποία επιμένει να προσεγγίζει κάθε εθνοτική ομάδα σε σχέση με την κυρίαρχη κουλτούρα. Στόχος μας ήταν να συστηματοποιηθεί μια προσέγγιση η οποία εξετάζει την ελληνοαμερικανική εμπειρία σε σχέση με άλλες εθνοτικές ομάδες με όλα τα επιστημολογικά και θεσμικά οφέλη που αυτή η κίνηση συνεπάγεται. Επιδίωξή μας είναι ο τόμος να συνδράμει σε συζητήσεις στην επιστημονική κοινότητα, να διδαχθεί και να διαβαστεί από το κοινό. Θα ήταν ευχής έργον αν μεταφραζόταν στα ελληνικά και στα ιταλικά. Δώσαμε μεγάλο βάρος στην επιλογή καταξιωμένων και υποσχόμενων ερευνητών, αν και αντιμετωπίσαμε κάποιες δυσκολίες να εντοπίσουμε μελετητές με εμπειρία στις συγκριτικές εθνοτικές σπουδές».
Γιατί αποφασίσατε την καινοτόμα προσέγγιση της ταυτόχρονης μελέτης – σύγκρισης των δύο αυτών διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, των Ελληνοαμερικανών και των Ιταλοαμερικανών;
«Από τη στιγμή που θέτουμε δύο ομάδες σε συγκριτικά πλαίσια ανοίγεται ο χώρος για νέες ερωτήσεις και επομένως για παραγωγή νέας γνώσης και κατανόησης αμφοτέρων. Οι δύο ομάδες δεν επιλέχθηκαν τυχαία. Η αμερικανική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα τις κατέταξε στην ίδια κατηγορία ως πολιτισμική και πολιτική απειλή. Αυτή η κοινή εμπειρία θέτει ερωτήματα σχετικά με το πώς κάθε ομάδα διαπραγματεύθηκε τη θέση στην οποία υποβλήθηκε, πώς χρησιμοποίησε τις γνώσεις που μετέφερε μέσω της μετανάστευσης, πώς εξέφρασε τη διασπορική της ταυτότητα κάτω από ασφυκτικές πιέσεις αφομοίωσης. Θέτουμε επίσης ερωτήματα για την τωρινή πολιτισμική οργάνωση της κάθε ομάδας, τη γλωσσική πολιτική και την αναπαράστασή τους στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Να σημειώσω ότι αυτή η προσέγγιση ανοίγει ορίζοντες δυνητικής πανεπιστημιακής συνεργασίας όπως η κοινή προσφορά μαθημάτων και περαιτέρω ερευνητικές συνέργειες».
Ποιο είναι το κυρίαρχο αφήγημα που έχει δημιουργηθεί γύρω από την ελληνοαμερικανική και την ιταλοαμερικανική κοινότητα;
«Να επισημάνω ότι όταν μιλάμε για αυτές τις κοινότητες δεν αναφερόμαστε σε κοινωνίες μεταναστών αλλά σε ανθρώπους δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, ακόμα και πέμπτης γενιάς. Σε αυτό το πλαίσιο οι ηγεμονεύουσες ομάδες και των δύο έχουν επενδύσει ιστορικά σε ένα αφήγημα που προωθεί μια θετική εικόνα της εθνότητάς τους, επιζητώντας το κύρος, τη διάκριση και την αποφυγή αρνητικών στερεοτύπων. Κατέχουν την ισχύ να διαχέουν ευρέως στη δημόσια σφαίρα αναπαραστάσεις της ομάδας οι οποίες ευθυγραμμίζονται με τις εκάστοτε κρατούσες αξίες στην Αμερική, όπως η δύναμη της (ετερόφυλης) οικογένειας, η θρησκευτική πίστη, το εργασιακό ήθος και εν πολλοίς η αποδοχή του status quo, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την κυριαρχία τους. Με άλλα λόγια, παράγεται ένα θετικό στερεότυπο για την είσπραξη οφελών και πολιτισμικού κεφαλαίου».
Το γεγονός αυτό τι συνέπειες έχει;
«Το κυρίαρχο αφήγημα να καταπνίγει τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις στην κάθε ομάδα και σε τελική ανάλυση να αναιρεί την ανθρώπινη διάσταση των μελών της, μια και παράγει καρικατούρες παρά ανθρώπινες κοινωνίες με τα προβλήματά τους και τις εντάσεις τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της κατάστασης αφορά το ζήτημα της πολιτισμικής αυτονομίας. Την παρρησία δηλαδή να αυτοπαρουσιάζεται η ομάδα με τρόπο που συμπεριλαμβάνει τις διάφορες εκφράσεις της, αντί να αισθάνεται υποχρεωμένη να αυτοκαθορίζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε κυρίαρχες αξίες. Η αυτονομία να παρουσιάζεται η ομάδα με έναν συμπεριληπτικό – δηλαδή δημοκρατικό – τρόπο είναι ζήτημα πολιτισμικής ισοτιμίας. Και αυτό είναι κάτι το οποίο οι Ελληνοαμερικανοί έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να εξασκούν ως ένα αναπόσπαστο τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας».
Ενώ η ιταλοαμερικανική κοινότητα κατάφερε να κυριαρχήσει στις ταινίες του Χόλιγουντ δημιουργώντας τη δική της εποποιία μέσα από τον μύθο της ιταλικής μαφίας, κάτι τέτοιο δεν συνέβη με την ελληνοαμερικανική, αν εξαιρέσουμε ίσως τη σειρά ταινιών «My Big Fat Greek Wedding». Γιατί συνέβη αυτό, πιστεύετε;
«Εξαιρετικά ικανοί ιταλοαμερικανοί σκηνοθέτες κατόρθωσαν να μεταφράσουν μια σκοτεινή και σκληρή ιστορική πραγματικότητα σε μια αλληγορία για τη διαπραγμάτευση του παλιού με τον νέο κόσμο και τα όρια του αμερικανικού ονείρου. Καθήλωσαν το αμερικανικό κοινό μέσω μιας μεταναστευτικής ιστορίας που πέτυχε να μιλήσει για μεγαλύτερα θέματα. Στην ελληνοαμερικανική περίπτωση η εποποιία επιχειρήθηκε από τον Ηλία Καζάν στο «Αμέρικα Αμέρικα» (1963), μια ταινία η οποία αξιοποίησε την καινοτόμα τότε τάση να δραματοποιηθεί η ιστορία της μετανάστευσης στην Αμερική. Δυστυχώς δεν δημιουργήθηκε ένα σίκουελ να εξιστορήσει τις διαγενεακές εμπειρίες και τις κοινωνικο-πολιτισμικές διαδρομές της οικογένειας Τοπουζόγλου στην Αμερική. Παρά την ισχυρή παρουσία ελλήνων στελεχών, σκηνοθετών και ηθοποιών στο Χόλιγουντ, πράγματι δεν δημιουργήθηκαν αφηγήματα που να συγκλονίσουν το κοινό. Οχι ότι δεν υπήρχε υλικό. Τα μυθιστορήματα του Τζέφρι Ευγενίδης και του Τζορτζ Πελεκάνος θα ήταν πρώτης τάξης υλικό για μεταφορά στον κινηματογράφο, αν και η δραματοποίηση έργων του συγγραφέα Χάρι Μαρκ Πετράκης δεν κατόρθωσε να αφήσει ισχυρό πολιτισμικό αποτύπωμα. Ο ίδιος o Καζάν θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί σε μια ταινία για τον μακαρθισμό. Ο Λούης Τίκας, ένας συνδικαλιστής από την Κρήτη που δολοφονήθηκε άνανδρα στο Κολοράντο το 1914, προσφέρει δραματικό υλικό για την εξιστόρηση του εργατικού κινήματος στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Ηλίας Δημητρακόπουλος θα ήταν μια έξοχη επιλογή για το είδος της ερευνητικής δημοσιογραφίας με θέμα το σκάνδαλο του Watergate. Ο Nick the Greek θα ήταν γάντι σε μια ταινία για τα τυχερά παιχνίδια. Επίσης έντονο δραματουργικό ενδιαφέρον προσφέρει και η μέχρι πρόσφατα σχεδόν άγνωστη ιστορία του σκανδάλου υιοθεσίας χιλιάδων παιδιών που στάλθηκαν στις ΗΠΑ από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Πού οφείλεται λοιπόν η περιθωριοποίηση των ελληνοαμερικανικών θεμάτων στο Χόλιγουντ; Μήπως δεν υπήρξε η θέληση να αφηγηματοποιηθεί η ελληνοαμερικανική περίπτωση σε σχέση με επίμαχα θέματα; Μήπως έπαιξε ρόλο και η διστακτικότητα του Χόλιγουντ να επενδύσει σε χαρακτήρες οι οποίοι να προέρχονται από μια μικρή σχετικά δημογραφική ομάδα; Ισως και τα δύο. Γνωρίζουμε πάντως ότι η Βαρντάλος έδωσε μάχη ώστε να παραμείνει η ιστορία της μια ελληνοαμερικανική και όχι λάτιν ή ιταλοαμερικανική ιστορία όπως αντιπρότεινε το Χόλιγουντ. Παρά τις ενστάσεις για τα στερεότυπα που παρήγαγε, το «My Big Fat Greek Wedding» έπιασε τον γενικότερο σφυγμό της κοινωνίας που προτείνει την εξαμερικανισμένη εθνοτική κοινότητα ως αντίδοτο στην αποξένωση και μοναξιά».
Ο τόμος «Redirecting Ethnic Singularity: Ιtalian Americans and Greek Americans in Conversation» απέσπασε το βραβείο Vasiliki Karagiannaki από την Ενωση Νεοελληνικών Σπουδών Βορείου Αμερικής. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτή η βράβευση;
«Ο τόμος αποτελεί ένα συλλογικό επίτευγμα που αποκρυσταλλώνει έναν εξαιρετικά κοπιώδη και μακροχρόνιο αγώνα αρκετών μελετητών να παράγουν ποιοτική, θεωρητική, και, συνεπώς, εξωστρεφή έρευνα ώστε να τοποθετηθεί η ελληνοαμερικανική περίπτωση στο πλαίσιο ευρύτερων προβληματισμών περί εθνότητας και διασποράς. Δεν είμαστε οι πρώτοι που το επιτυγχάνουμε αυτό, αλλά η επιβράβευση της συνεισφοράς μας δημιουργεί αισθήματα ενδυνάμωσης και πρόσβλεψης ότι τέτοιου είδους εγχειρήματα θα υιοθετηθούν και από τη νέα γενιά ερευνητών προς όφελος του κοινού στόχου, ο οποίος δεν είναι άλλος παρά η ευρεία παρουσία μας και προσφορά τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στη δημόσια σφαίρα».