Friday, October 25, 2024

Ελληνικός κινηματογράφος και κριτική συνείδηση, εγχώρια και παγκόσμια (μέσα και έξω)


Παρακολουθήσαμε πρόσφατα με τους φοιτητές μου την ταινία «Ράφτης», την οποία η τάξη προσέλαβε ιδιαίτερα επαινετικά. Χάρηκα ιδιαίτερα που αρκετοί εκτίμησαν τον μαγνητικά αργό ρυθμό της, κάτι που ομολογουμένως δεν περίμενα σε μια κοινωνία που καλλιεργεί διαφορετική σχέση με τον πραγματικό και κινηματογραφικό χρόνο. Κάποιοι δε αναγνώρισαν (και εκτίμησαν) το εμπορικό ρίσκο που με αυτόν τον τρόπο παίρνει η σκηνοθέτρια στα πλαίσια της Αμερικανικής αγοράς. Στο αισθητικό πλαίσιο, θαυμάσαμε την βιρτουόζο οπτική της κάμερας και εντοπίσαμε την δομική συμμετρία μιας σειράς εικόνων, ιδιαίτερα στο άνοιγμα της ιστορίας. Υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα «επανεφεύρεση του εαυτού», το κυρίως ερώτημα που θέτει ο Ραφτης, και την δραστικότητα της αφηγηματικής δραματοποίησής του. Μία φοιτήτρια δε εξέφρασε την επιθυμία να συμπεριλαμβανόταν μια λεπτομερής παρουσίαση της μύησης του αντρικού χαρακτήρα στην ερωτική συνεύρεση.

Σε μια κουλτούρα που είθισται να ερμηνεύει την προσαρμογή σε καταστάσεις κρίσης και την οικονομική ανέλιξη με όρους ατομικής πρωτοβουλίας––επιχειρηματικότητα, άρπαγμα ευκαιριών, ρίσκο, επιμονή, υπομονή, και το πρόσφατο σουξέ «σθένος» (resilience)––δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι η ταινία προσλήφθηκε, αναγνωρίστηκε στην μετάφραση αν θέλετε, ακριβώς σε αυτά τα πλαίσια.
 
Αυτή η πρόσληψη φανερώνει πόσο τρωτή είναι η ταινία στην οικειοποίησή της από την φιλελεύθερη ιδεολογία. Αναλογιζόμενος την υποδοχή της στην Γερμανία για παράδειγμα (δεν έχω διαβάσει τις ανάλογες κριτικές) φαντάστηκα κάποιους να την επαινούν, να λένε και δασκαλίστικα να κουνάνε το δάχτυλο τους, «κοίτα πώς η κρίση δραστηριοποιεί τους Έλληνες, πώς τους προωθεί προς την καινοτομία, πώς τους αναγκάζει να ξεφεύγουν από τις παραδοσιακές δομές, πώς η ζωή τους μετατρέπεται σε μια επιχειρηματική και προσωπική περιπέτεια». Open-ended ναι, αλλά επανεκκίνηση, συνεχής κίνηση προς εύρεση ευκαιριών, «άδειες επιτέλους να είναι οι καρέκλες από την ραστώνη του καφενείου και του καλοκαιριού»…

Ή, σε ιδεολογικά συγγενικά πλαίσια, κάποιους Αμερικανούς να επικροτούν τον αντρικό ήρωα για την ατομική προσπάθεια, την τόλμη που επιδεικνύει. Να συναινούν στην κουλτούρας της νέας αρχής από την οπτική, «κοίτα πώς η προσωπική πρωτοβουλία πυροδοτεί την αλλαγή, πώς ανοίγει το άτομο προς τις ευκαιρίες, την προοπτική της κινητικότητας και επιτυχίας (την διαβόητη συντηρητική ιδεολογία του bootstraps)». Αυτή ήτανε μέγιστα η ερμηνευτική πρόσληψη της ταινίας από τους φοιτητές.

Αναπόφευκτα λοιπόν η κριτική σκέψη οδηγείται προς την δημόσια παρουσίαση και πρόσληψη της ταινίας, πώς θα στηνόταν η τρικλοποδιά στην νεοφιλελεύθερη ανάγνωση, πώς θα εξουδετερωνόταν η παγίδα της.
 
Δεν το έχω σκεφτεί συστηματικά, αλλά σκεφτόμουν αν σε δημόσιες παρουσιάσεις και κριτικές να αναγνωριζόταν ρητά η πιθανότητα νεοφιλελεύθερης ερμηνείας και να ανατρεπόταν επί τόπου. Διότι ο φιλελευθερισμός ακυρώνει τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που δημιουργούν ταξικές και φυλετικές ιεραρχίες, παραβλέπει την υλική και συμβολική βία του να καταστρέφει ή να φρενάρει ανθρώπινες ζωές· να τραυματίζει και να κατασπαράσσει. Για αυτό και πρέπει να πολεμηθεί.
 
Να τονιζόταν, για παράδειγμα, ότι ο ράφτης ήρωας (Νίκος) δεν είναι ο οποιοσδήποτε τυχόν εργαζόμενος στην αγορά εργασίας. Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στο γεγονός ότι στην εργασία και τέχνη του κατέχει ένα καίριο πατροπαράδοτό πολιτισμικό κεφάλαιο (cultural capital), είναι αυτή η κληρονομιά γνώσεων και επιδεξιοτήτων που του προσφέρει την ευκαιρία για κάποιες καλές πιθανότητες στην δεύτερη ζαριά. Κάτι που δεν θα το κατείχε κάποιος άλλος εργαζόμενος, ένας υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ ας πούμε, όπου τα περιθώρια για επανεφεύρεση στην οικονομία της κρίσης θα ήταν ασφυκτικά στενά. Οι δεύτερες ευκαιρίες συνδέονται με των οικογενειών τις ταξικές και κοινωνικές ιστορίες και αυτό οφείλεται να ονομαστεί. Δεν ξεκινάει ο κεντρικός χαρακτήρας στον «Ράφτη» από το μηδέν…
 
Ακόμη, η ιστορία δεν σχετίζεται με το αγωνιζόμενο άτομο και μόνο (τον Νίκο) αλλά και τα αλληλοβοηθητικά κοινωνικά δίκτια που αυτός ο χαρακτήρας εμπλέκεται, έστω και στην μινιμαλιστική κλίμακα των δυο. Η συνέργεια της κεντρικής ηρωίδας (Όλγας) μέσω των δεξιοτεχνιών και γνώσεών της (γυναικεία μόδα και προτιμήσεις) είναι καταλυτική στην επανεφεύρεση του ράφτη (και ως επαγγελματία αλλά και ως άντρα βοηθούντος του μπολιάσματος του έρωτά της––κάτι που του τόνωσε, αν όχι δημιούργησε, αυτοπεποίθηση).

Δεν πρόκειται λοιπόν εδώ για ατομοκεντρική αλλά κοινωνικά διαμεσολαβημένη επιτυχία. Η συνέργεια του Νίκου και της Όλγας δημιουργήθηκε από τυχαίες συνθήκες (ήταν γείτονες και η Όλγα έτυχε να είναι διαθέσιμη), δεν σημαίνει ότι αυτού του είδους οι πηγές υποστήριξης είναι διαθέσιμες σε όλους όσους παλεύουν να σταθούν στα πόδια τους…

Το γεγονός δε ότι ο ράφτης ανοίγεται στο άγνωστο με φορτίο τα νέα του γνωσιολογικά εφόδια (το δεύτερο πολιτισμικό του κεφάλαιο αποκτημένο χάρη στην ηρωίδα), δεν σημαίνει ότι είναι σε θέση να το πράξει και η Όλγα που έχει να διαπραγματευτεί τα όρια που της επιβάλλει ο θεσμός της οικογένειας. Τίθεται επομένως και η έμφυλη διάσταση. Μια νέα φλόγα ναι, κινεί τώρα την Όλγα και μεταφέρεται στο κορίτσι της, αλλά πώς θα αντιδράσει ο άντρας της ο πολλά βαρύς;

Πεπειραμένοι κριτικοί κινηματογράφου θα εντόπιζαν είμαι βέβαιος και άλλο οπλοστάσιο εναντίον της νεοφιλελεύθερης οικειοποίησης της ταινίας, αν και οι λίγες, ομολογουμένως, κριτικές που έχω διάβασα δεν είδα να θέτουν τα παραπάνω ερωτήματα.

Όλα τα παραπάνω κατευθύνουν την σκέψη μου στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης του Ελληνικού κινηματογράφου. Ο Ράφτης έχει αναγνωρισθεί και τιμηθεί πολλαπλώς σε διεθνή φεστιβάλ. Και μπράβο του.
 
Την ίδια στιγμή η παγκόσμια εμβέλειά του προσφέρει ένα παράδειγμα στο άμεσο μέλλον σχετικά με τον ρόλο των κινηματογραφιστών και συνάμα κριτικών στην πλαισίωση των ελληνικών ταινιών παγκόσμια.

Στο «δικό μου τετράδιο», η επιτυχία κάποιας ταινίας στο παγκόσμιο στερέωμα που βασίζεται στην συναίνεση σε ανιστόρητες ιδεολογίες αποτελεί δραματική οπισθοχώρηση του προοδευτικού κινηματογράφου (και συνεπώς Λόγου), όχι αφορμή για θριαμβολογία και εθνικής/διασπορικής υπερηφάνειας.
 
Οι κινηματογραφιστές λοιπόν που τάσσονται υπέρ μιας τέχνης που είναι κριτικά υπεύθυνη στα κοινωνικά προβλήματα οφείλουν να κάνουν το κοινωνιολογικό και πολιτικό τους homework. Δεν χωράει «αθωότητα» εδώ. Ταυτόχρονα, σε αυτήν την συγκυρία ιδιαίτερα, οι κριτικοί είναι σε θέση να συμβάλλουν τα μέγιστα, είτε ως σύμβουλοι σε κινηματογραφικά σενάρια είτε ονομάζοντας τι παίζεται ιδεολογικά κάθε στιγμή που τα φώτα σβήνουν και η οθόνη θέτει σε κίνηση τις διαδρομές του ακροατηρίου προς (ιδεολογικές) φαντασιώσεις και κοινωνικές ερμηνείες. Ο κριτικός δημόσιος λόγος να φωτίζει αυτές τις διεργασίες μαχητικά, μεσολαβώντας στην εγχώρια αλλά και παγκόσμια πρόσληψη του ελληνικού κινηματογράφου, μια διαδικασία που ανοίγει ακόμη ένα πεδίο διεθνικής κυκλοφορίας της κριτικής μας σκέψης.

Γιώργος Αναγνώστου


No comments:

Post a Comment